Η ανδρική βερσιόν της αγαθομούνας. Δηλαδή ο εύπιστος, ο καλοπροαίρετος μέχρι αφελείας, ο βλάκας με κεφαλαίο μι.

Βλ. επίσης: αγαθομούνης, χαζομούνης.

- Δεν φταίει αυτός, εγώ φταίω που εκώλωσα. Όσο γερνάω γίνομαι και περισσότερο αγαθοψώλης.. (εδώ)

- ξεκόλλα μας λες οτι σκεφτόσουν σοβαρά να είσαι μαζί της...είσαι αγαθοψώλης..τι καλό σπιτι μας λες οταν την έχουν τόσο καταπιεσμένη..σύνελθε μην το ψάχνεις το θέμα γιατι θα λαλήσεις. ήδη έκανες υπερβολικά πράγματα για πάρτι της...αφού δε σε σέβεται αυτή ας σεβαστείς τον εαυτό σου.
(εκεί)

Δες και -ψώλης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι ο βλάκας. Καμία σχέση με τον προηγούμενο ορισμό. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος έχει άριστη ακοή, αλλά καθυστερημένο μυαλό.

Πωπώ, τι μαρμελάδας είναι ο Λευτέρης ρε! Τελείως γκάου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα Γιαννιώτικα είθισται να λέγεται ο χαζός και ξεροκέφαλος. Αυτός που ενώ σφάλλει, δεν ακούει τις συμβουλές των άλλων.

Χρησιμοποιείται κυρίως όταν δεν ενδείκνυται η χρήση βαρέων ύβρεων.

Βρε Γιώργο, αφού δέκα φορές λάθος το έκανες, κάτσε να σου δείξω... Πω...πω...πω... πολύ τζόρας είσαι ρε αγόρι μου...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μπουνταλάς, ο βλάκας, ο ηλίθιος, ο άχρηστος (Γιαννιώτικα).

Μπανταλομάρα: η ηλιθιότητα, πιθανότατα από το μπανταλός.

  1. Α, ωρέ, όλο μπανταλομάρες λες!

  2. Εντελώς μπανταλό το παπούτσι που ψώνισες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μαλάκας στα Ρομανί (γύφτικα). Κανονικά εκφέρεται χωρίς το τελικό -ς, το οποίο προστίθεται για εξελληνισμό.

- Θα πάρεις ένα λουλουδάκι για το κορίτσι σου, παλικάρι;
- Σο κερές, σουκαρί;
- Άι στο διά'λο ρε μπουλιάκο, που μου 'μαθες και τα γύφτικα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ο τρελάρας.
  2. Ο ηλίθιος.
  3. Σε επιρρηματική χρήση (οπότε και προφέρεται μακρόσυρτα): τέλεια, γαμάτα, και γαμώ.
  1. - Της είπα ότι τά 'χω με άλλες δύο παράλληλα.
    - Έλα ρε όργιο! Και πώς το πήρε;

  2. - Τι λες ρε όργιο; Χάνεις λάδια;

  3. - Και πώς περάσατε;
    - όοοργιο!

(από ironick, 23/05/09)

Σχετικά: θέατρο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Αυτός που έχει χαζέψει από κάποια γκόμενα, η οποία τον κάνει ό,τι θέλει.

  2. Αυτός που χαζεύει βλέποντας γκόμενες στην τηλεόραση, στον δρόμο, στα μαγαζιά κτλ.

  1. - Πάλι μας έφτυσε για να βγει με την γκόμενά του ο χαζομούνης ο Νίκος!

  2. - Ξεκόλλα ρε χαζομούνη από το πιπινάκι και πάμε να φύγουμε!

Ένα τραγούδι αφιερωμένο στον χαζομούνη του πρώτου παραδείγματος! © Cunning Linguist ;)  (από Cunning Linguist, 26/08/10)

Σχετικά: μουνόδουλος, μουνοείλωτας, μουνοσαλιάρης, μουνοτρέχας, πουτόπιστος

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ηλίθιος. Μετεξέλιξη του κουτός σε περιοχές του Θεσσαλικού κάμπου.

- Έμαθες τι έκανε ο Βάιος; Πήγε στα Τρίκαλα με φανέλα Αναγέννηση Καρδίτσας.
- Ουιιί, κτούζας!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία