Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Βρίσκομαι σε κατάσταση αποχαύνωσης κατά την οποία δεν νιώθω βασικά πράγματα, όπως πόσο κάνει 1+1. Χάνω 50% απ' το Iq μου. Μπιφτεκοποιούμαι σε ένα σύμπαν ηλιθιότητας από το οποίο δεν μπορώ να ξεφύγω.

1.- Ρε συ πώς έγινε έτσι ο Λάκης; Να φανταστείς, με ρώτησε ποιος είναι ο αριθμός του 100!
- Άσε, από την πολλή μαλακία τζανεροποιήθηκε τελείως.
2. - Καλά ρε Φανούρη, ολόκληρη κολόνα δεν την είδες;
- 'Άσε ρε Λάμπρο, έχω τζανεροποιηθεί τελείως.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σταθμεύω ολόκληρο το βρισκόμενο σε στύση πέος εντός κατάλληλης οπής.

Χρησιμοποιείται επίσης για να δηλώσει μεγάλη αποτυχία, πανωλεθρία που γνωρίζει ο δεχόμενος την εφαρμογή εξαιτίας του εφαρμόζοντα.

- Κάτσε λίγο να στον εφαρμόσω..

- Καλά, μας έβαλε χθες ο Σερίφης έκτακτο διαγώνισμα, και μιλάμε μας τον εφάρμοσε κανονικά!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται όταν λέμε σε κάποιον να καθήσει ή να περιμένει λίγο.

- Άραγκον ρε μάγκα λίγο να πάρουμε μια ανάσα και την κάνουμε σε 5 λεπτά.

Aragorn (από Hank, 13/02/09)Λουί Αραγκόν. (από Hank, 13/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Παλιός ευφημισμός για το χέζω (απο τα χρόνια που οι τουαλέτες βρίσκονταν ακόμη εκτός σπιτιού) που επιβιώνει ακόμα χάριν πολιτικής ορθότητας αλλά και συντομίας (έναντι του πάω τουαλέτα/στο μέρος).

  2. Στη φράση την βγαίνω (+ σε/από): κάνω απρόσμενο (και αθέμιτο) ελιγμό συμπεριφοράς. (Παράβαλε και την μπαίνω)

  1. - Τι έχεις ρε γιαγιά, σαν το λεμόνι είσαι όλη μέρα.
    - Τι νά 'χω γιε μου, μ' αυτά τα χάπια που μου δίνει ο γιατρός, τρεις φορές βγήκα σήμερα...
    - Καλά, ας μη χλαπάκιαζες τρείς καυτερές το μεσημέρι και θα σού 'λεγα...

  2. - Τί άκουσα ρε άτομο; Πλάκωσες λέει στις φάπες χθές τον Ρούλη;
    - Ε είναι να μήν τον πλακώσεις, τον τάκη; Να μού'ρχεται γραμμή απ'το σκυλάδικο και με το που βλέπει τα φρικιά στην παρέα να μας τη βγαίνει στο ροκάδικο;
    - Δηλαδή τί είπε ρε;
    - Οτι καταβάθος λέει γουστάρει Δάντη και Ρουβά, επειδή εχουν ωραία σόλα...

Στο σινεμά του Bunuel αντιστρόφως μπαίνουν για να χέσουν και βγαίνουν για να φάνε. (από Khan, 14/09/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το γαμώ κατά τους γαύρους (Ολυμπιακούς).

- 4 βάλαμε στο βάζελο χθες.....
- Ναι ρε μεγάλε... τους γαυρίσαμε!

Βλ. και έχει γαβριάξει, γαύρος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ένα από τα αρχαιότερα ρήματα της ελληνικής γλώσσας (γαμέω-γαμώ). Αρχικά σήμαινε νυμφεύομαι και δεν ήταν «πρόστυχη» λέξη. Σταδιακά πήρε τη σημερινή σημασία κάνω σεξ. Το ρήμα όμως έχει πολλές σημασίες σήμερα, είτε στην ενεργητική ή στην παθητική του μορφή. Επίσης χρησιμοποείται και ως επίρρημα ή αποτελεί αφορμή για πάμπολλες υβριστικές ή μη εκφράσεις.

Ενεργητικό
1. κάνω σεξ
2. έχω μεγάλη επιτυχία
3. νικώ

Παθητικό
1. κουράζομαι, ταλαιπωριέμαι
2. είμαι απαράδεκτος

Επίρρημα:
γαμάω, γαμώ, είμαι γαμάω, είμαι γαμώ, συνήθως στην απρόσωπη μορφή) τέλεια, καταπληκτικά. Τα δύο τελευταία είναι και επίθετα, ανάλογα με τη χρήση.

Εκφράσεις:
βλ. τα παραδείγματα

Ενεργητικό

  1. -Χαρούμενος ο Τέλης σήμερα...
    -Εμ βέβαια, αφού επιτέλους γάμησε την Κατερίνα μετά από μήνες πολιορκίας!
    Συνώνυμα: πηδάω, κανονίζω, καβαλάω, αυτώνω, απ' αυτώνω, ξεσκίζω (γαμώ με άγριο τρόπο), κουτουπώνω, κά.

  2. - Καλά ε, αυτό το κούρεμα γαμάει! (Συνώνυμα: σκίζει, φυσάει)

  3. - Ποιος νίκησε χθες στο σκραμπλ;
    - Η Αλίκη. Όχι απλώς μας νίκησε, μας γάμησε!
    (Συνώνυμα: σκίζω, ξεσκίζω)

Παθητικό

  1. - Σήμερα γαμήθηκα στη δουλειά και το μόνο που θέλω είναι να πέσω για ύπνο και να ξεραθώ κανα δωδεκάωρο μπας και συνέλθω
  1. - Πάμε για ένα ποτό;
    - Μπααα...
    - Εεεεε πια! Γαμιέσαι ρε μαλάκα, πάλι θα μείνεις σπίτι;
    - Γάμησέ μας τώρα (βλ. παρακάτω), άλλη φορά...

Επίρρημα:

- Το ξενοδοχείο όπου πήγαμε είναι πολύ γαμάω, μαλάκα μου. Είχε καταπληκτική θέα και μέσα στη μπανιέρα είχε υδρομασάζ.
- Και από τιμές;
- Γάμησέ τα! (βλ. παρακάτω)

Εκφράσεις:

  • γάμησέ τα (κι άφησέ τα): άσ' τα να πάνε
  • είμαι γαμώ τα παιδιά: είμαι τέλειος
  • γαμιέται ο Δίας: πάνε όλα χάλια (Χθες γαμήθηκε ο Δίας: έριξε μια νεροποντή και πνιγήκαμε στη λάσπη)
  • γαμάω και δέρνω: είμαι πολύ τέλειος
  • γαμώ το > γαμώτο: κρίμα
  • γαμώ το κέρατό μου, το ξεσταύρι μου, το φελέκι μου, τα πρέκια, τον Δία τον πούστη, τον Χριστό μου, την κοινωνία μου, το σόι μου, κ.λπ.
  • δε γαμιέται: δε βαριέσαι
  • μη γαμήσω...: μην πω καμιά κουβέντα..., μη χέσω, τι λες μωρέ, κλπ
  • γάμησέ μας: άσε μας ήσυχους
  • άει γαμήσου: άει πνίξου, άει χέσου, άει χάσου, κλπ

(από ironick, 10/10/10)

Δες και γαμιέμαι, γαμώ, ο γαμάω, πηδάω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. νικώ

  2. σκοτώνω

  3. γαμιέμαι

  4. ως συνθετικό πολλών εκφράσεων έχει διαφορετικές σημασίες. Βλ. παραδείγματα 4-9

  1. Τους φάγαμε! 4-1 το σκορ!

  2. Πήγανε να τον φάνε αλλά δεν τα κατάφεραν.

  3. Χθες τον έφαγα και το 'φχαριστήθηκα. Τρεις μήνες είχα να γαμηθώ!

  4. τρώω γκολ π.χ. Χθες η ομαδάρα σας έφαγε τρία και τα παίξατε ε;

  5. τρώω τον πούλο
    α. χάνω (σε παιχνίδι, κλπ) Χθες η ομαδάρα σας έφαγε τον πούλο και τα παίξατε ε;
    β. φεύγω (με διώχνουν)
    -Είναι ακόμα αυτοί εκεί;
    -Μπα, πήραν τον πούλο και άδειασε ο τόπος...

  6. τρώω τον σκασμό = το βουλώνω

  7. τρώω ξύλο, τις τρώω = με χτυπάνε, με δέρνουν

  8. τρώω από το τρίτο το μακρύτερο = την παθαίνω, την πατάω

  9. τρώγομαι
    α. είμαι ανήσυχος, έχω αγωνία, π.χ. Χθες η Έλλη τρωγόταν όλη μέρα, δεν ξέρω τι την έπιασε.
    β. τσακώνομαι, π.χ. Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Οι από κάτω τρωγόντουσαν και δεν με άφησαν να κλείσω μάτι.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φύγε από 'δω. Πάρε δρόμο, κοπάνα τη.

Τάκη, ξεπαρεού γιατί μας τά 'χεις πρήξει.

"Είναι ξεπαρεού ο Βαλεντίνος;" Ερωτήματα στο 1.00. (από Khan, 14/02/14)"Ξεπαρεού", που λένε κι οι Ζουλού. (από Khan, 10/07/14)

Βλ. και σπάω, αμολάω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σύνθεση των λέξεων play + παίξε. Έχει τη σημασία του «παίξε».

(Δύο φίλοι παίζουν σκάκι)

-Φίλε,αυτή η κίνηση θέλει πολλή σκέψη...
-Έλα μην αργείς. Πλέξε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συμμαζεύω, οργανώνω, σχηματίζω μία υπόθεση.

-Θα φορμάρει την δικογραφία και θα προχωρήσει σε δίκη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία