Επιπλέον ετικέτες

  1. Παλιός ευφημισμός για το χέζω (απο τα χρόνια που οι τουαλέτες βρίσκονταν ακόμη εκτός σπιτιού) που επιβιώνει ακόμα χάριν πολιτικής ορθότητας αλλά και συντομίας (έναντι του πάω τουαλέτα/στο μέρος).

  2. Στη φράση την βγαίνω (+ σε/από): κάνω απρόσμενο (και αθέμιτο) ελιγμό συμπεριφοράς. (Παράβαλε και την μπαίνω)

  1. - Τι έχεις ρε γιαγιά, σαν το λεμόνι είσαι όλη μέρα.
    - Τι νά 'χω γιε μου, μ' αυτά τα χάπια που μου δίνει ο γιατρός, τρεις φορές βγήκα σήμερα...
    - Καλά, ας μη χλαπάκιαζες τρείς καυτερές το μεσημέρι και θα σού 'λεγα...

  2. - Τί άκουσα ρε άτομο; Πλάκωσες λέει στις φάπες χθές τον Ρούλη;
    - Ε είναι να μήν τον πλακώσεις, τον τάκη; Να μού'ρχεται γραμμή απ'το σκυλάδικο και με το που βλέπει τα φρικιά στην παρέα να μας τη βγαίνει στο ροκάδικο;
    - Δηλαδή τί είπε ρε;
    - Οτι καταβάθος λέει γουστάρει Δάντη και Ρουβά, επειδή εχουν ωραία σόλα...

Στο σινεμά του Bunuel αντιστρόφως μπαίνουν για να χέσουν και βγαίνουν για να φάνε. (από Khan, 14/09/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το γαμώ κατά τους γαύρους (Ολυμπιακούς).

- 4 βάλαμε στο βάζελο χθες.....
- Ναι ρε μεγάλε... τους γαυρίσαμε!

Βλ. και έχει γαβριάξει, γαύρος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συμμαζεύω, οργανώνω, σχηματίζω μία υπόθεση.

-Θα φορμάρει την δικογραφία και θα προχωρήσει σε δίκη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κρητικο-σλανγκιά. Σημαίνει:

  • Πέφτω κάτω (συνώνυμη κρητική φράση: τσουρώ), τρώω σαβούρα κλπ. Όπως εννοείται και με τη σαβούρα, δεν πέφτω απλά και ακαριαία, αλλά μέσα από μια ταπεινωτική και μακρά διαδικασία, στην οποία σταδιακά χάνω όλο και περισσότερο τον έλεγχο τον οποίο αναλαμβάνει το έδαφος. Δια-σύρομαι κυριολεκτικά. Με την έννοια αυτή το χρησιμοποιούσαν οι παππούδες κυρίως.Επίσης (και πιο ωραία),
  • Αράζω και αφήνομαι / χαλαρώνω / χύνομαι - σε καρέκλες, πολυθρόνες, ντιβάνια... Με την έννοια αυτή το χρησιμοποιούν οι εγγονοί.

Το ρήμα υπάρχει και με ενεργητική διάθεση, όπου «φχερώ κάτι» σημαίνει το σκορπάω στο πάτωμα. Ετυμολογικά δεν μπορώ να βρω/σκεφτώ κάτι: φαντάζομαι ότι θα είναι παραφθορά του «ευχειρώ» ή κάτι τέτοιο. Ή ίσως του «ευκαιρώ» με την έννοια του διαθέτω - οπότε θά’ πρεπε με «αι»...

  1. Ετόνα ρε κοπέλια δεν μπόρω να καταλάβω ακόμης, και πείτε εσείς που κατέτε από τσι σκυφτές (σ.ς.: χαμηλές) μηχανές.
    Γιάντα όντε στρίβω τσι στροφές στ' Αδελιανού (σ.ς.: κάμπος στα ανατολικά του Ρεθύμνου), γκίζει ο πόδας μου χάμες, μια από την μια μπάντα και μια από την άλλη; Μην κάνω πράμα κακό; Μη μπα να φχερέσω καμιά ώρα ετσέ; Και όι πράμα άλλο, μόνο ακόμα τηνε χρωστω και ανε μισερωθώ πως θα πιαίνω (σ.ς.: πηγαίνω) στα οζά (σ.ς.: πρόβατα) να βγάλω κανένα παρά; Παρακαλώ πείτε μου, θα μισερωθώ ή όχι; (Από μοτοφόρουμ).

  2. - Να κάτσομε στη μπάρα ρε κοπέλια, ίντα λέτε; - Πάμε μρε στσι καναπέδες απού 'χουνε πλάτη να φκερέσομε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σκοτώνω κάποιον και κατόπιν εξαφανίζω το πτώμα του, χωρίς να αφήσω καθόλου ίχνη. Ένα είδος Τέλειου Εγκλήματος. Διότι - κατά κανόνα - χωρίς πτώμα, δεν υπάρχει και αξιόποινη πράξη.

Χρησιμοποιείται πολύ στο χώρο του οργανωμένου εγκλήματος: «συνδικάτα» και «εταιρείες» που δραστηριοποιούνται στους τομείς των ναρκωτικών, της μαστροπείας (νταβατζιλίκι εν στενή εννοία), των εκβιασμών και της προστασίας νυχτερινών μαγαζιών (νταβατζιλίκι εν ευρεία εννοία), του λαθρεμπορίου όπλων ή τσιγάρων. Τους ξέρουμε ως «μαφιόζους», «νονούς», «μπράβους», «βαρώνους» (της κόκας, της νύχτας, ό,τι μπορεί ο καθένας).

Η σλανγκικότης του πράγματος έγκειται βασικά στο ότι το εν λόγω ρήμα, υπό κανονικές συνθήκες, δεν συντάσσεται με έμψυχο αντικείμενο, εκτός κι αν σημαίνει την απλή απόκρυψη, π.χ. εξαφάνισα τον αντάρτη στο υπόγειο για να μη τον βρουν τα σκυλιά. Το δε «εξαφανίζομαι», ως μέσο και όχι παθητικό ρήμα, δεν συνοδεύεται από ποιητικό αίτιο, δεν λέμε δλδ « ο χ εξαφανισμένος (=αγνοούμενος) εξαφανίστηκε από τον τάδε».

Ο όρος εξαφανίζω χρησιμοποιείται από τους επαγγελματίες παρανόμους ως δηλωτικός της απουσίας οποιασδήποτε συναισθηματικής φόρτισης σχετικά με την πράξη της δολοφονίας. Ο μαφιόζος - σ' ένα ιδεατό επίπεδο τουλάχιστον - δε σκοτώνει παρακινούμενος από προσωπικό πάθος, αλλά πάντα κατόπιν ψυχρού υπολογισμού, σαν να φέρνει εις πέρας μια οποιαδήποτε επιχειρηματική πράξη. It's just business. Γι' αυτό, εκφράσεις του στιλ «μακελιάζω», «κόβω φέτες» και παρόμοιες σπλατεριές, γενικά αποφεύγονται. Η εξαφάνιση, όπως επίσης το ξεμπαρκάρισμα, έχουν μια ουδέτερη χροιά. Είναι κι ένα είδος μπλακ χιούμορ, παρόμοιο με το «θα σε αυτοκτονήσω»

Ο άνθρωπος περιπίπτει σε απλό αντικείμενο, η αξία της ανθρώπινης ζωής εκμηδενίζεται. Κατά παρόμοιο τρόπο, ο Αδόλφος Άϊχμαν, ο ναζί χασάπης των Εβραίων, δήλωνε στη δίκη του πως «η θανάτωση δεν είναι παρά άλλη μια ιατρική πράξη». Στο 1984 του Όργουελ, το αντίστοιχο της «εξαφάνισης» είναι η εξάτμιση, μετά την οποία απαλείφεται κάθε ίχνος της μνήμης του προγραφθέντος, σαν αυτός να μην υπήρξε ποτέ. Τέλος, η ίδια απαξίωση για την ανθρώπινη αξία, εμπεριέχεται στη χρήση του όρου «εκτέλεση» από τις ακροαριστερές οργανώσεις ένοπλης βίας, π.χ. 17Ν.

Η επιτυχία της εξαφάνισης και η καταστροφή κάθε αποδεικτικού / επιβαρυντικού στοιχείου, δεν οφείλεται τόσο στις ατομικές ικανότητες και ευφυία του κάθε μαφιόζου, όσο στην αφθονία των υλικών μέσων που βρίσκονται στη διάθεση των οργανωμένων ομάδων και τα οποία μπορούν να κινητοποιήσουν. Έχουν π.χ. τη δυνατότητα να μεταφέρουν το πτώμα σε κάποια γειτονική ξένη χώρα και να το θάψουν σε κάποιο απάτητο δάσος. Ή μπορούν να ξανοιχτούν με πλεούμενο και να φουντάρουν το πτώμα μεσοπέλαγα, μαζί με δυο λιθάρια δεμένα στο λαιμό του. Ή να το μεταφέρουν σε καμιά απόμερη αποθήκη και να το ρευστοποιήσουν σε μπανιέρα με άκουα φόρτε. Και άλλα που δε φανταζόμαστε.

  1. - Πολύ μου τα 'χει ζαλίσει τώρα τελευταία ο άραβας. Έχει να πληρώσει τέσσερις μήνες. Σκέφτομαι να τον εξαφανίσουμε.
    - Μαζί σου. Πολύ σήκωσε κεφάλι ο μαλάκας.

  2. - Αυτός ο κωλόμπατσος μπλέκεται συνέχεια μες τα πόδια μας. Θα τον εξαφανίσω τον βρωμόπουστα, τον παλιοκαριόλη! - Συμφωνώ, αλλά θέλει ψυχραιμία το θέμα, όχι φωνές.

(εμπνευσμένα από τις απομαγνητοφωνήσεις Βλαστός κ' Σία)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κλέβω κάτι, χρησιμοποιείται μόνο για αντικείμενα μικρής αξίας.

Έλεος... μου τσούρνεψαν εκείνο το μαύρο το στυλό...!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκτελώ την πρώτη στεκιά στο αμερικάνικο μπιλιάρδο, με σκοπό την διάσπαση του σχηματισμού των σφαιρών και τον διασκορπισμό αυτών επί της επιφάνειας του παιγνίου με απώτερο σκοπό την βύθιση τουλάστιχον μιας εξ αυτών.

- Ποιος σπάει;
- Ο Νίκος.
- Τρελός είσαι ρε, άσε να σπάσει κάνας άλλος, αυτός δεν χάνει στεκιά άμα αρχίσει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στήνω φυσικά σημαίνει τοποθετώ κάτι σε όρθια θέση. Εκ του αρχ. ἵστημι.

Ο απόλυτα δόκιμος αυτός όρος επιδέχεται πληθώρα από ψιλο- και χονδρο- σλανγκίζουσες εφαρμογές, όπως:

  • Στήνω μια μπίζνα: Ιδρύω μια επιχείρηση ή προβαίνω σε κάποια οικονομική συναλλαγή, «Υπουργοί στήνουν μπίζνες με εφοπλιστές» (από εδώ)%
  • Στήνω έναν υπολογιστή: Τον σετάρω εκ του μηδενός, εμπλουτίζοντάς τον με προγράμματα και e-καλούδια, «Σκέφτομαι να στήσω ένα Gigabit δίκτυο ανάμεσα σε 3 H/Y για να αυξήσω τις ταχύτητες ανταλλαγής αρχείων μεταξύ τους» (από εδώ)%
  • Στήνω ένα παιχνίδι: Προκαθορίζω την έκβαση ενός παιγνιδιού (με την ευρύτερη έννοια), «Στημένο το παιχνίδι με τον Πανσεραϊκό; Εμείς δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε από πρώτο χέρι, αλλά κάποια ...«πρόσωπα» από τον χώρο του Ολυμπιακού - made in Kokkalis - φαίνεται πως τα κονόμησαν για τα καλά.» (από εδώ)%
  • Στήνω γλέντι ή χωρό: Συμμετέχω σε ε-ρε-γλέντια, «την ώρα που οι νεοδημοκράτες έδιναν τη «μάχη» των ευρωεκλογών, ο κ. Σουφλιάς έστηνε γλέντι με τους μεγαλοεργολάβους στα διόδια» (από εδώ)%
  • Στήνω καυγά: Προξενώ διαξιφισμούς εκ του πο(ρ)νηρού, «ΣΚΟΠΙΑ - Στήνει καβγά και με τις Βρυξέλλες ο Γκρούεφσκι» (από εδώ)%
  • Στήνω κάποιον: Καθυστερώ χαρακτηριστικά ή δεν εμφανίζομαι, «...με έστησε μισή ώρα πήγα σπίτι του και τον έπιασα με την κολλητή μου» (από εδώ)%
  • Την στήνω σε κάποιον: Τον παγιδεύω τον μπούστη, «Πολύ επιθετικός στην ομιλία του στη Βουλή πριν από λίγο για τις Προγραμματικές δηλώσεις, αλλά του την έστησαν χωρίς να το καταλάβει» (από εδώ)%
  • Στήνω κώλο: Κυριολεκτικά, διευκολύνω κάποιον να με διαρρήξει, τείνοντας τον ποπόν μου. Μεταφορικά, το ίδιο, «Στα Ίμια στήσαμε κώλο και είπαμε και ευχαριστώ» (από εδώ)%
  • Στήνω αυτί: Κάνω ακουστήρι, «Στήνουν αυτί στα τηλεφωνήματα: Η Δ/νση των Φυλακών παρακολουθεί συνδιαλέξεις επικαλούμενη αόριστους λόγους» (απ'ο εδώ)%
  • Είμαι στημένος: Είμαι δήθεν και ουχί αυθόρμητος, ««Παλιά, στα μπαρ πήγαινες, έβλεπες ένα κορίτσι, το κερνούσες ένα ποτό ή σε κερνούσε, μιλούσες, γνώριζες και την παρέα του, χόρευες πάνω στο μπαρ και στο τέλος ξημερωνόσουν τύφλα σε κάποια αγκαλιά. Τώρα, βλέπεις μόνο πλάτες. Στημένες γκόμενες, ωραίες αλλά άκαυλες, νομίζεις ότι έχουν καταπιεί ολόκληρο το μανάβικο, όχι ένα αγγούρι μόνο», παραπονιέται η Μελίνα, 38» (από εδώ)%
  • Στήνω κάποιον στο τοίχο: Εκτελώ κάποιον και όχι μόνον, «πέρα του εκτελώ, βάζω κάποιον σε δύσκολη θέση, βάζω κάποιον μπροστά στις ευθύνες του, περιγραφή κατάστασης κάπως στριμόκωλης, βάζω γάμησετα deadlines σε μιά δουλειά, αλλά και βγάζω κάποιον στην σέντρα» (BuBis)%
  • Στήνω τσαντίρι: Εγκαθίσταμαι κάπου χωρίς άδεια και με τον τσαμπουκά, «Στην μορφή «θα στήσω τσαντήρι» έχει και την έννοια ότι θα διαμαρτυρηθώ έξω από κάποιο χώρο (κατάστημα, υπηρεσία, Βουλή, υπουργείο, κλπ) με σκηνές, ντουντούκες, φασαρία γενικά (κι ας στείλουν τα ΜΑΤ, οι κιερατάδες...)» (BuBis)%
  • κ.α.

Λώλαμα - Και να σ\' έχουν στήσει όλοι, ακόμη κι\' η καταιγίδα... (ε άμα δέ σε θέλει...) (από vikar, 21/04/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συμπληρωματικά με τον άλλον ορισμό, ανεβάζω (upload στα αγγλικά) σημαίνει μεταφορτώνω ένα αρχείο ή μια πληροφορία από τον δικό μου υπολογιστή σε κάποια θέση ενός δικτύου, κυρίως του ίντερνετ, κάνοντάς το διαθέσιμο για θέαση, ακρόαση ή κατέβασμα.

Κατεβάζω (download στα αγγλικά) σημαίνει:

  1. Μεταφορτώνω τα προαναφερθέντα σε δικό μου αρχείο που αποθηκεύω τοπικά, στον υπολογιστή μου, ώστε να τα έχω διαθέσιμα χωρίς να καταφεύγω στο δίκτυο.
  2. Κάνω κάτι να μην είναι πια διαθέσιμο, το αφαιρώ από την κοινή χρήση, το βγάζω από το σάιτ.

Τόσο κοινά ρήματα τώρα πια, κι όμως, ο Τριανταφυλλίδης αγνοεί αυτές τις σημασίες.

Στον μικρόκοσμο του slang.gr, ανεβάζω στα σχολιασμένα σημαίνει σχολιάζω έναν ορισμό με συνέπεια αυτός να εμφανίζεται πρώτος, πάνω από τους υπολοίπους, όταν κλικάρουμε το κουμπί «Σχολιασμένα». Συνηθισμένο παιχνίδι αργκόσχολων σε απόγνωση.

  1. - Τι φωτογραφίες ανεβάζεις στο facebook ρε μαλάκα;
    - Απ' το πάρτυ λες; Γιατί τι έγινε;
    - Γιατί εσείς χαμογελάτε σα μαλάκες μπροστά, με τα μπουκάλια αγκαλιά, κι από πίσω φαίνεται ο Τζίμης να καπνίζει, ο Τάσος να μπαλαμουτιάζεται με την Μαίρη, την γκόμενα του Βαλάντη και ν' απλώνει χέρι ταυτόχρονα και στην Ντέπυ κι όλα αυτά μόνο από την δεξιά μεριά της φωτογραφίας. Το μυαλό στην κωλότσεπη τό 'χεις;
    - Στ' αρχίδια μου. Ας πρόσεχαν.
    - Το ότι φαίνεται που φοράς στριγκάκι δε σε χαλάει;
    - Και δεν μου λες, πώς κατεβαίνει τώρα αυτό το πράμα;

  2. Από εδώ:
    [Το aDSL] είναι μία από της μορφές της οικογένειας τεχνολογίας Dsl. Σημαίνει Asymmetric ή Asynchronous Digital Subscriber Line. Το χαρακτηριστικό της είναι ότι η ταχύτητα κατεβάσματος δεδομένων (download speed) είναι πολύ μεγαλύτερη από την ταχύτητα της αντίθετης κατεύθυνσης - ανεβάσματος δεδομένων (upload speed). Το γεγονός ότι είναι η πιο διαδεδομένη είναι λογικό επακόλουθο της επιθυμίας - συνήθειας των χρηστών που πιο πολύ τους ενδιαφέρει να λαμβάνουν δεδομένα (σερφάρισμα - κατέβασμα αρχείων ή προγραμμάτων) παρά να ανεβάζουν δεδομένα.

  3. Από εδώ: > Και, να, ο εφιάλτης ξανα-ανεβαίνει ψηλά στα «σχολιασμένα» αχααχου! Ποιος να το 'λεγε πάντως αυτός ο ορισμός ότι θα γίνει οθονιά από τα σχόλια...> Mes

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πουλάω, εισάγω εμπόρευμα στο δίκτυο της αγοράς, με σκοπό την περαιτέρω πώλησή του και την επίτευξη κέρδους για την πάρτη μου, (παραδείγματα 1 και 5).

Ειδικά στη ναρκοσλάνγκ, πουλάω ναρκωτικά, σπρώχνω πρέζα, κυρίως όμως στην φράση «σπρώχνω πράγμα ή πράμα» ή χωρίς να αναφέρεται καθόλου αντικείμενο, απλώς σπρώχνω (παραδείγματα 2 και 3).

Στην αγγλική αργκό, pusher είναι ο έμπορος σκληρών ναρκωτικών. Πάρτε και ομώνυμο τραγουδάκι από τους Steppenwolf και την ταινία Easy Rider.

Χρησιμοποιείται και όταν το προς εκμετάλλευση εμπόρευμα είναι γυναίκες, βλ. και την λέξη «προαγωγός», αυτός που προάγει, που σπρώχνει γυναίκες στα δίκτυα πορνείας.

Στην περίπτωση αυτή, το πράγμα σπρώχνεται για να σπρωχθεί.

Βλ. και τον πολίτικλυ κορέκτ όρο «επαναπροώθηση», π.χ. για τους χωρίς χαρτιά μετανάστες που τους ξαναγυρίζουν ρυμουλκηδόν πίσω τα φαραώνια. Προηγουμένως τους έχουν κλέψει τα κουπιά και τους έχουν τρυπήσει τις βάρκες, λίγο μόνο, όσο χρειάζεται για να βουλιάξει η βάρκα όταν τους αφήσουν και να μην μπορούν να ξαναγυρίσουν μόνοι τους. Τους ξανασπρώχνουν (εάν βέβαια επιζήσουν) αργότερα πίσω τα ίδια κυκλώματα διακίνησης ανθρώπων, σύμφωνα με την διαδικασία της περιστρεφόμενης πόρτας, αφού πάντα υπάρχει ζήτηση για φτηνά χέρια. (Όποιος αντέχει και ενδιαφέρεται, το ψάχνει στο διαδίκτυο).

Στο παράδειγμα 4 όμως, έχουμε ερασιτεχνικό και καλόπιστο σπρώξιμο πρώην γκόμενας, χωρίς επιδίωξη οικονομικού οφέλους.

Το λήμμα υποδηλώνει ότι το προς σπρώξιμο εμπόρευμα είναι διαλογής, σκαρταδούρα και κατιμάς, απόθεμα μεγάλο σε όγκο, το οποίο ο έμπορος πρέπει να ξεφορτωθεί, για να μην του μείνει (βλ. παράδειγμα 5).

Η διαπίστωση περί εμπορεύματος-μάπα ισχύει και για υπηρεσίες, π.χ. τραπεζικά προϊόντα, διακοπές ή υπηρεσίες τηλεπικοινωνίας που ταλαίπωροι υπάλληλοι προσπαθούν απεγνωσμένα να σπρώξουν με κατ' οίκον τηλεφωνήματα ή και επισκέψεις. Κάπου πήρε τ' αυτί μου τον εκνευριστικότατο όρο «επιθετικό μάρκετινγκ». Α, και μέσα σε όλα αυτά, υπολογίστε και τον διαφημιστικό καταιγισμό.

Βλέπε και την έκφραση «η υπόθεση δεν περπατάει από μόνη της, χρειάζεται και λίγο σπρώξιμο».

Έχουμε λοιπόν και λέμε, εμπορεύματα, υπηρεσίες, ουσίες, άνθρωποι. Πράμα για σπρώξιμο.

Έχω έναν φίλο που είναι 3 χρόνια άνεργος και μένει στην Αθήνα. Δεν πουλάει όλα τα ψάρια που βγάζει, αλλά πού και πού σπρώχνει κανένα για να βγάλει έξοδα που αφορούν το ψάρεμα. Δεν έχουν όλοι την τύχη να μένουν δίπλα στη θάλασσα και να έχουν και δουλειά.

(Ψαροντουφεκάδες σε φόρουμ, αναρωτιούνται αν είναι νόμιμο και ηθικό να πουλάνε την λεία τους.)

Από τη χθεσινή συνέλευση της πλατείας είχε κανονιστεί παρέμβαση στην πλατεία κατά του πρεζεμπορίου. Το ραντεβού ήταν στις 1.00. Μαζευτήκαμε κάποια άτομα και λίγη ώρα μετά μπήκαμε στην πλατεία. Καθήσαμε στο πάνω μέρος της χωρίς να κάνουμε το οτιδήποτε και τότε συνέβησαν δύο πράγματα. Οι μισοί τοξικοεξαρτημένοι (όσοι προφανώς είχαν πάει για να «γίνουν» ή να «σπρώξουν») έφυγαν από μόνοι τους ενώ οι άλλοι παρέμειναν. Ταυτόχρονα, στο λεπτό που μπήκαμε πλατεία, μας ειδοποιούν ότι έρχονται μπάτσοι.

(Από το ίντιμίντια)

«Έχει έρθει πολύ πράμα και στην πλατεία ψάχνουνε κόσμο για να το σπρώξουνε στην αγορά. Με μία τράμπα, παίρνεις δηλαδή το φακελάκι και το πας πιο πέρα, μπορείς να βγάλεις τρία, πέντε, δέκα χιλιάρικα. Είναι μεγάλος πειρασμός.»

(Τέος Ρόμβος, Πλάνος Δρόμος, 1987)

Όταν σεντράρω, δλδ διώχνω τη γκόμενά μου, τη χωρίζω, αυτή φυσιολογικά ξαναβγαίνει στο νυφοπάζαρο, επανέρχεται στην ελεύθερη αγορά προς άγραν νέου γκόμενου. Είναι πλέον διαθέσιμη, μπορεί όποιος μάγκας θέλει να τη διεκδικήσει χωρίς εμένα πια να μου πέφτει λόγος. Είναι σαν να τη βγάζω σε κοινή θέα, σε στυλ «πάρτε κόσμε», «ελάτε να δείτε τι πράμα σπρώχνω!» κλπ.

(O Μαυρόγιαννος, από εδώ)

τώρα τον θυμήθηκα εκείνο τον τύπο, σωστός, όμως το 80% είναι χαμηλού επιπέδου, τον σουβλατζή τον ενδιαφέρει να φοροδιαφεύγει, να σπρώχνει ότι παλιό έχει στα ψυγεία και να κάνει ανακαίνιση μια φορά στα 10 χρόνια ΄-), ούτε καν ανοίγουμε κουβέντα για ένσημα ΙΚΑ, ωράριο εργασίας κτλ.

(Από εδώ, στην 2η σελίδα)

(από electron, 10/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία