Λέγεται στην Κρήτη, συνήθως ως ερώτηση: «εφυρομυάλιασες;» που σημαίνει: «εχάζεψες;», «εμπουντάλιασες;», «εκουρκούθιανες;» κ.λπ.

Εκ του «φύρα + μυαλό».

- Μωρή Λίλιαν, μού πλυνες το σώβρακο;
....
- Μανώλη, εφυρομυάλιασες μωρέ; Ίντα Λίλιαν μωρέ Μανώλη μου λέεις; Μανώλη, με απατάς μωρέ σκύλε;
- Όχι Ζαμπία μου, όχι, κάτι εδιάβαζα στο ιντερνέτι κι εμπερδεύτηκα...
- Τσι γδυμνές μωρέ εξάνοιγες πάλι...;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κρητικο-σλανγκιά. Σημαίνει:

  • Πέφτω κάτω (συνώνυμη κρητική φράση: τσουρώ), τρώω σαβούρα κλπ. Όπως εννοείται και με τη σαβούρα, δεν πέφτω απλά και ακαριαία, αλλά μέσα από μια ταπεινωτική και μακρά διαδικασία, στην οποία σταδιακά χάνω όλο και περισσότερο τον έλεγχο τον οποίο αναλαμβάνει το έδαφος. Δια-σύρομαι κυριολεκτικά. Με την έννοια αυτή το χρησιμοποιούσαν οι παππούδες κυρίως.Επίσης (και πιο ωραία),
  • Αράζω και αφήνομαι / χαλαρώνω / χύνομαι - σε καρέκλες, πολυθρόνες, ντιβάνια... Με την έννοια αυτή το χρησιμοποιούν οι εγγονοί.

Το ρήμα υπάρχει και με ενεργητική διάθεση, όπου «φχερώ κάτι» σημαίνει το σκορπάω στο πάτωμα. Ετυμολογικά δεν μπορώ να βρω/σκεφτώ κάτι: φαντάζομαι ότι θα είναι παραφθορά του «ευχειρώ» ή κάτι τέτοιο. Ή ίσως του «ευκαιρώ» με την έννοια του διαθέτω - οπότε θά’ πρεπε με «αι»...

  1. Ετόνα ρε κοπέλια δεν μπόρω να καταλάβω ακόμης, και πείτε εσείς που κατέτε από τσι σκυφτές (σ.ς.: χαμηλές) μηχανές.
    Γιάντα όντε στρίβω τσι στροφές στ' Αδελιανού (σ.ς.: κάμπος στα ανατολικά του Ρεθύμνου), γκίζει ο πόδας μου χάμες, μια από την μια μπάντα και μια από την άλλη; Μην κάνω πράμα κακό; Μη μπα να φχερέσω καμιά ώρα ετσέ; Και όι πράμα άλλο, μόνο ακόμα τηνε χρωστω και ανε μισερωθώ πως θα πιαίνω (σ.ς.: πηγαίνω) στα οζά (σ.ς.: πρόβατα) να βγάλω κανένα παρά; Παρακαλώ πείτε μου, θα μισερωθώ ή όχι; (Από μοτοφόρουμ).

  2. - Να κάτσομε στη μπάρα ρε κοπέλια, ίντα λέτε; - Πάμε μρε στσι καναπέδες απού 'χουνε πλάτη να φκερέσομε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(κρητική διάλεκτος)
Κλείνω το μάτι σε κάποιον.

Κουτσοκαμνίζω: κλείνω το μάτι σε κάποια γρήγορα για να μην με καταλάβουν.

Αυτός της κουτσοκάμνισε κι εκείνη γέλασέ του
και λέει από μέσα της «πρέπει πως άρεσέ του».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

κατουμίζω, κατουμάω

Τοπικός ιδιωματισμός (Χίο και Κρήτη σίγουρα, αλλά πιθανόν σε όλο το Αιγαίο) που σημαίνει, με παίρνει ο ύπνος, κλείνουν τα μάτια μου από την κούραση.

Προέρχεται μάλλον από το «κάτω» (δλδ γέρνει το κεφάλι μου κάτω αφού από την κούραση δεν μπορώ να το κρατήσω όρθιο) και η κατάληξη προστέθηκε για να γίνει πιο εύηχο. Παραλλαγή του «κατουμίζω» είναι το «κατουμάω», που σημαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Συνήθως το «κατουμίζω» χρησιμοποιείται για το α' πρόσωπο, ενώ το «κατουμάω» στο β' και στο γ' πρόσωπο.

  1. - Τι θα γίνει, θα πάμε κι αλλού;
    - Πού να πάμε ρε κατεστραμένε; Αφού κατουμάς ολόκληρος.

  2. - Γιατί δεν κλείνεις το μαγαζί να πάμε παρακάτω;
    - Δεν γίνεται. Κατουμίζω...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

γιάε, ιδέ, στράφου, βλέπε, θώριε

Όλες είναι κρητικές προστακτικές και αφορούν στην όραση. Εφιστούμε την προσοχή σ' αυτόν που απευθυνόμαστε, να προσέξει αυτό που του περιγράφουμε ή του δείχνουμε. Υπάρχουν λεπτές σημασιολογικές διαφοροποιήσεις για την καθεμιά, αν και στην κοινή ελληνική όλες μπορούν να μεταφραστούν ως "δες".

Γιάε

Λέξη που προήλθε από συμφυρμό της πρόθεσης "για" και της προστακτικής "ιδέ" του ρήματος βλέπω ->για ιδέ> γιάιδε (έκκληση τόνου,προφορά της φράσης ως μία λέξη)>γιάιε (έκπτωση του "δ", λόγω της προφοράς του "ι" της προστακτικής ως μεσαιωνικού μέσου απαλού ημιφώνου)>γιάε (αποβολή ημιφώνου). Χρησιμοποιείται με έντονο τρόπο, όταν θέλουμε οπωσδήποτε να καταστήσουμε κάτι φανερό.


Περνοδιαβαίνει την πλατέα μια γρα με βαρύ ριζικό. Δυο γειτόνισσες τήνε θωρούνε, χωρίς τα δικά τζη προβλήματα, αλλά πολύ πιο κακόστητες και σχολιάζουν μ' αγανάκτηση και ζήλεια:
"Γιάε τηνε τη γρα την κακορήμαλη, παρά τα βάσανά τζη, η αρχοντιά δεν έλειψε απ' την περπατηξιά τζη..."

Ιδέ

Προστακτική αορίστου από τα αρχαία ελληνικά του ρήματος "ορώ". Ανήκει στα εξαιρετέα ρήματα ως προς τον τονισμό, καθώς είναι ένα από τα πέντε της αρχαίας ελληνικής που τονίζονται στη λήγουσα, ενάντια στον γενικό κανόνα που προβλέπει τονισμό σε παραλήγουσα ή προπαραλήγουσα (ευρέ(<ευρίσκω), ιδέ(<από άχρηστο ενεστωτικό ρήμα που δίνει και τον αόριστο είδα, το ρήμα οίδα - παρακείμενου με σημασία ενεστώτα που σημαίνει γνωρίζω, τον άχρηστο ενεστώτα του οίδα, είδω που θα πει κι αυτό γνωρίζω αλλά πολύ συγκεκριμένα μέσα από το αισθητήριο της όρασης) , ελθέ (<έρ/λχομαι), λαβέ (<λαμβάνω), ειπέ (<από άχρηστο ενεστωτικό ρήμα απ' όπου βγαίνει το ουσιαστικό έπος που σημαίνει πρωταρχικά ομιλία, εξ ου και νήπιο - νη, αρνητικό μόριο όπου σε αρχαίες διαλέκτους της ελληνικής είχε τη χρήση του στερητικού "α"+έπος, δηλαδή αυτό που δε μιλά ή δεν μπορεί να μιλήσει). Το λαβέ έγινε λάβε στα νέα ελληνικά κι ακολούθησε έτσι τον κανόνα, το ελθέ, έλα ενώ τα υπόλοιπα γίναν μονοσύλλαβα (πες, δες, βρες).
Είναι εύηχη ως λέξη και επιβλητική γι' αυτόν το λόγο, προστακτική. Αναβαθμίζει το κύρος του ομιλητή της, υπάρχει και ως ιδού στην Καινή Διαθήκη. Ακούγεται κομψή και κυριλάτη σε αντίθεση με το πιο άγριο γιάε και μπορεί να έχει και ελαφρώς ειρωνική χροιά. Οπωσδήποτε δηλώνει και το θαυμασμό αυτού που περιγράφει προς το συμβάν/πρόσωπο που αναφέρεται, χωρίς όμως να λείπει μία λανθάνουσα περιπαικτική διάθεση.


- Ιδέ τηνε, πως πάει, κοτσονάτη και τριζάτη...
- Ιδε κατάσταση, ιδέ πράματα...
(ισοδυναμεί με το "για δες εκεί" σ'αυτά τα δυο) - Ιδέ, ίντά 'βγαλα στη χέρα... Σήμερο τό’δα...

Στράφου

Από το ρήμα στρέφομαι. Μπορεί να αποδοθεί μορφολογικά ως στρέψου στην κοινή. Από την προστακτική του ρήματος αυτού απαντά οριστική ενεστώτα ως "στραφέρνω", με την εξειδικευμένη έννοια "προσέχω". Εδώ το στρέφομαι έχει την έννοια του "στρέφω το νου μου", δηλαδή προσέχω πάρα πολύ αυτό που μου δείχνουν ή αυτό που θέλω να δω.


- Στράφου δα και γροίκησε τούτη να την αθιβολή(=εξιστόρηση, συνήθως αληθινού περιστατικού με σκοπό τη διδαχή).
- Κι όντεν ελάλιε το κουράδι(=και όταν οδηγούσε το κοπάδι)...
- Στράφου δα να σου πω ιντα μου εσύμβηκε τση κακορίζικης με ντο γεροτράο απού ερήμαξέ με, σήμερο!...

Βλέπε

Η ενεστωτική προστακτική του ρήματος βλέπω που απαντά σπάνια στην κοινή, παρά μόνο στις παραπομπές (Π.χ.:βλ.λ., βλέπε λέξη κ.λπ.)


- Πώς πεταρίζει κι είναι ένα γ-καμάρι... Βλέπε ν-το...
- Μα βλέπε εδά που δείχνω σου!...
-Βλέπε ν-το γ-κοπέλι, να πάω στη χώρα να ψουνίσω...

Θώριε

Από το ρήμα θωρώ(=βλέπω) από το αρχαίο θεωρώ(=επιβλέπω, και επιβλέπω γνώμη δηλαδή νομίζω, μεταγενέστερα). Έχει την ευρύτερη έννοια του επιθεωρώ - προσέχω, αλλά και τη στενότερη που εφιστά την προσοχή εκείνη τη δεδομένη στιγμή που ζητείται.


- Θώριε μωρέ μπαϊλντισμένε που γράφεις, μην έρθω με τη ρίγα... Δε νιώθεις;
- Θώριε το πετειναράκι τσι πήδους απούσα κάμει...
- Θώριε το τρακτέρι μια ολιά(=λιγάκι) μέχρι να γαείρω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αμετάβατο ρήμα, από Ηράκλειο Κρήτης μεριά. Σημαίνει την πρώτη ή τις πρώτες συνουσίες των νεαρών αρσενικών χομοσάπιε, πράξη που γίνεται συνήθως με την παρότρυνση και τη μεσιτεία - βλ. συνοδεία σε μπουρδέλο - μεγαλύτερων αρσενικών της οικογένειας, προκειμένου αυτά τα νεαρά να βγάλουν τα χοντράδια, δηλαδή, να "ξεβαρβατέψουνε" προς ώρας, και να τωσε φύγει η πολύ έξαψη της παροξυσμικής λόγω ορμονών εφηβικής βαρβατίλας, και για λόγους πρόληψης, μη πάθουνε κανά ψυχολογικό καραμπεγλέρι ή μην πουστέψουνε ή μην παραφουριέψουνε και κάνουνε καμιά ψιλο-χοντρομαλακία και δε μαζώνουνται ύστερα.

Σίγουρα βουκολικής προέλευσης, ή που θα προήλθε από κάποιο πιο εκτεταμένο "ξε-βαρβατ-σίζω" (τα λεξικά λένε ότι βαρβάτος<barbatus λατινικά ο μουσάτος, δηλ. ο μη ευνούχος), ή μπορεί πιο άμεσα από το βατ(σ)- που έχει σχέση με το βατεύω = πηδώ, ζευγαρώνω, για ζώα, - υπάρχει βέβαια και το βατσ- από το vaccine, που σημαίνει κατά λέξη δαμαλισμός, βλ. βατσίνα, αλλά νομίζω άσχετο.

Αλλά ο πληροφοριοδότης μου που είναι από την πόλη μου είπε ότι έχει ακούσει να το λένε για αθρώπους.

Σε πήγε ρε γρόθε ο πατέρας σου να ξεβατσίσεις ή ακόμης; Να του πεις μιας στιγμής να σε πάει μη μας-ε επάθης πράμα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα Ανώγεια Κρήτης και στο πολιτισμικο-γλωσσικό τους Lebensraum γύρω από τον Ψηλορείτη, το ρήμα αγαπώ σε αμετάβατη σύνταξη σημαίνει είμαι ερωτευμένος, και πιο συγκεκριμένα: είμαι για πρώτη φορά (και άρα φόλα) ερωτευμένος (βλ. καψούρης) και (λόγω αυστηρών ηθών) συνήθως μυστικά. Δηλαδή, αγαπώ δε σημαίνει "νοιάζομαι", "είμαστε ταιριαστό ζευγάρι", "παρά τα χρόνια δε σε βρίσκω εντελώς τελείως αποκρουστικό", και λοιπά αντικλιμακτικά και κλιμακτήρια. Αγαπώ σημαίνει εδώ αποκλειστικά είμαι ερωτευμένος για πρώτη φορά και σφόδρα, γιατί μία φορά νοείτο να ερωτευτείς, την πρώτη, κι αν ήταν να ερωτευτείς καλό θα ήταν να ερωτευτείς πολύ... και μετά παντρευόσουνα.

Το αμετάβατο της σύνταξης είναι σημαντικό: δεν έχει σημασία ποιον αγαπάς, αλλά πρωτιστως το ότι αγαπάς, το σκανδαλώδες του ότι είσαι ερωτευμένος.

Η πιο συχνή και εμφατική χρήση του παραμένει στην ερώτηση "αγαπάς;" την οποία την απευθύνουν, με λύσσα κακιά προς το κορίτσι που ξετζανώνει και γαμπρίζει, τα υπόλοιπα θηλυκά του περίγυρου (μητέρα, αδερφές, θειάδες, ξαδέρφες, φίλες), όταν ψυχανεμίζονται ότι κάτι τέτοιο εξηγεί την αλλοπρόσαλλη εσχάτως συμπεριφορά της μέχρι πρότινος απονήρευτης κορασίδας. Αν την απευθύνουν αρσενικά (π.χ. πατέρας, αδερφός) έχουμε πρόβλημα.

- Μωρή, γιάντα δεν επήγες στο φροντιστήριο; Μωρή, αγαπάς;
- Όι μάνα, μάνα! Ετρεζάθηκες μάνα;!!!

Μόνο σπάνια μπορείς να ακούσεις σε τέτοια πλαίσια την λέξη αγαπώ για τη σχέση μεταξύ παντρεμένων. Πιο συχνά την ακούεις/ την άκουγες μεταξύ συγγενών και φίλων για τη συγγενική και φιλική αγάπη (μεταβατική σύνταξη).

- Χαρώ σε κι αγαπώ σε! (προς παιδάκι)

- Εγώ κουμπάρα να κατέεις σ' αγαπώ πιο πολύ απ' την αδερφή μου (κουμπάρες συνομιλούν).

Στη σχέση μεταξύ παντρεμένων την ακούεις/την άκουγες περισσότερο όταν ο ένας από τους δύο είχε πάει στον άλλο κόσμο:

- άχι, μωρέ, τον ηγάπουνα τον κύρη σας!

λέει η χήρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ποσυνάζω (ρήμα) και ποσυναμένος (επίθετο).

Τακτοποιώ κάτι, είμαι τακτοποιημένος μετά από κάποια δουλειά, έχω κάνει μπάνιο, ξυριστεί και ντυθεί, και είμαι έτοιμος να πάω στο καφενείο του Νίκου ή της Ιωάννας για ρακές. Χρησιμοποιείτε κατά κόρον σε χωριό της Κρήτης.

- Για σου ωρέ Δημήτρη, ίντα γίνεται;
- Για σου ωρέ Κούνελε, πάω να ποσυνάξω τα εργαλεία, να ποσυναχτώ κι εγώ, και τα λέμε στο καφενείο.
- Σε ποιο από τα δύο, στο ελληνικό ή στο αλλοδαπόν;
- Άντε απόψε στο αλλοδαπό, θα πάμε για κεφαλάκια!
(προηγουμένως είχε ποσυνάξει δυο κατσικάκια)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία