Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Συνομιλώ με την υπόλοιπη μπάντα, μέσα από το όργανο που βαρώ.

Συνεκδοχικά, μιας και το τζάμι συνήθως πάει υπόγεια, επικοινωνία μη άμεσα αντιληπτή.

- Ρε συ, μαζί με τη Χριστίνα δεν μπήκα; Πώς στο διάτανο έγινε και έφυγε με το Ζιακό;;
- Ααασε, τζαμάρανε τα δυο τους, όρτσε και συ γαμβρέ κουφέτα (του σκάει δυο μουτζιλίκια), τσάκα δυο cousano roja μεταξοσκώληκα (με το σκουλήκι) να λαμπικάρουμε, χαρ χαρ χαρ!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βρίσκομαι σε κατάσταση αποχαύνωσης κατά την οποία δεν νιώθω βασικά πράγματα, όπως πόσο κάνει 1+1. Χάνω 50% απ' το Iq μου. Μπιφτεκοποιούμαι σε ένα σύμπαν ηλιθιότητας από το οποίο δεν μπορώ να ξεφύγω.

1.- Ρε συ πώς έγινε έτσι ο Λάκης; Να φανταστείς, με ρώτησε ποιος είναι ο αριθμός του 100!
- Άσε, από την πολλή μαλακία τζανεροποιήθηκε τελείως.
2. - Καλά ρε Φανούρη, ολόκληρη κολόνα δεν την είδες;
- 'Άσε ρε Λάμπρο, έχω τζανεροποιηθεί τελείως.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τζιαμπουνάω = Φωνάζω δυνατά, ακατάπαυστα.

Παράδειγμα: Τι μ' τζιαμπουνάς ιδώ πέρα μωρ' συ α ;;;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Κανονικά και με το νόμο το ρήμα "λήγω" είναι αμετάβατο (εδώ) και η σύνταξη αμετάβατων ρημάτων με αντικείμενο είναι λανθασμένη. Δηλαδή λέμε,

''Το θέμα της Κριμαίας έχει περίπου λήξει'' (εδώ)

Όπως ήδη όμως σλανγκαποτυπώθηκε στο σφύριξα κι έληξες και το το έχει λήξει από κώλο και αλλαχού, αλλά και σε σχόλια όπως:

(...) το λήγω από μέρους μου (πλην του λογικού κομματιού που θα μας θαυμάσετε να πλακωνόμαστε με τον βίκαρ σε λάκκο με μουστάρδα σχόλιο του jesus εδώ

γίνεται ευρεία χρήση του ρήματος ως μεταβατικό τοιούτο, με την έννοια του σταματώ, τελειώνω κάτι.

Παρέμβαση στα αποδυτήρια του ΠΑΟ: "Λήξε το θέμα τώρα" (εδώ)

Απ' ότι δε είδα στα σημερινά πρωϊνά σηκώματα του Σφυ, στο παράδειγμα ο Στουρνάρας φέρεται να λέει:

"Η Ελλάδα σχεδιάζει να λήξει τον 4ετή αποκλεισμό της από τις αγορές μέσω μιας μικρής έκδοσης ομολόγου το επόμενο έτος δήλωσε ο Γ. Στουρνάρας. Προέβλεψε ότι η οικονομία θα επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης από το 2014."

euro2day.gr

Η τουκανιστική έμφαση στην γαμάουα ανάπτυξη το 2014, έ;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Μου διαρρηγνύεται η κωλοτρυπίς και είμαι πλέον τρύπιος.

  2. Παίρνω ναρκωτικά με ένεση.

  3. Ανορθογραφιστί, τριπιέμαι σημαίνει βρίσκομαι σε τριπάκι.

Ιδιαίτερα ευπαθείς ομάδες για AIDS είναι αυτοί που τρυπιούνται και με τις δύο έννοιες. Όχι ότι οι άλλοι πρέπει να βρίσκονται σε ρατσιστικό εφησυχασμό...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. νικώ

  2. σκοτώνω

  3. γαμιέμαι

  4. ως συνθετικό πολλών εκφράσεων έχει διαφορετικές σημασίες. Βλ. παραδείγματα 4-9

  1. Τους φάγαμε! 4-1 το σκορ!

  2. Πήγανε να τον φάνε αλλά δεν τα κατάφεραν.

  3. Χθες τον έφαγα και το 'φχαριστήθηκα. Τρεις μήνες είχα να γαμηθώ!

  4. τρώω γκολ π.χ. Χθες η ομαδάρα σας έφαγε τρία και τα παίξατε ε;

  5. τρώω τον πούλο
    α. χάνω (σε παιχνίδι, κλπ) Χθες η ομαδάρα σας έφαγε τον πούλο και τα παίξατε ε;
    β. φεύγω (με διώχνουν)
    -Είναι ακόμα αυτοί εκεί;
    -Μπα, πήραν τον πούλο και άδειασε ο τόπος...

  6. τρώω τον σκασμό = το βουλώνω

  7. τρώω ξύλο, τις τρώω = με χτυπάνε, με δέρνουν

  8. τρώω από το τρίτο το μακρύτερο = την παθαίνω, την πατάω

  9. τρώγομαι
    α. είμαι ανήσυχος, έχω αγωνία, π.χ. Χθες η Έλλη τρωγόταν όλη μέρα, δεν ξέρω τι την έπιασε.
    β. τσακώνομαι, π.χ. Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Οι από κάτω τρωγόντουσαν και δεν με άφησαν να κλείσω μάτι.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καταβροχθίζω ένα -συνήθως πρόχειρο ή/και ανθυγιεινό- έδεσμα.

  1. -Κατά τις 4 το πρωί βγήκαμε τελικά από το κλαμπ και μιας και μας έκοψε η πείνα, τσακίσαμε απο δύο πιτόγυρα ο καθένας. Ας είναι καλά το γυράδικο του Βαγγέλα που λειτουργεί 24/7!

  2. Λουτσιάνο Βαρελότι: «- Ρε λούστη μου, πάλι 220 κιλά έχω πάει. Τι θα κάνω;»
    Χωσέ το Τέρας: «- Εμ πως να χάσεις βάρος όταν τσακίζεις τα ντόνατς 5-5;»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κλέβω, αρπάζω, αφαιρώ κάτι ύπουλα. Στην ντοπιολαλιά των Ιωαννίνων.

Ωραίο ρολογάκι! Το τσάλεψες από πουθενά;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έλεγχος ή διασταύρωση ανεπιβεβαίωτης πληροφορίας.

Προέρχεται από το αγγλικό «check» που σημαίνει, ακριβώς, «ελέγχω», «διασταυρώνω». Ο όρος διαδόθηκε στο ευρύ κοινό κατά τη δεκαετία των ογδόνταζ, μέσω των σατιρικών εκπομπών της Μαλβίνας Κάραλη («Malvina Hostess»), που αποτέλεσαν πρόδρομο παρόμοιων εκπομπών («Αλ Τσαντήρι», «Ελληνοφρένεια» κλπ).

Ενίοτε, ο όρος χρησιμοποιείται και για αναξιόπιστα πρόσωπα, π.χ. «θα σε τσεκάρω», ή «θα την καρατσεκάρω» κλπ.

  1. - Μου είπαν ότι στο σλανγκρ κυκλοφορεί λαθραία τσόντα. Δες το λήμμα «μουνί καλλιγραφίας».
    - Τι μου λες; Θα το καρατσεκάρω πάραυτα!

  2. - Η Μαίρη πήγε για δουλειά στην Αθήνα.
    - Πήγε για δουλειά ή για «δουλειά»;
    - Λες; Θα την τσεκάρω!

Malvina Hostess (από panos1962, 12/11/09)

Βλ. επίσης καρατσεκαρισμένο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τσιγκλάω = Πειράζω κάποιον, τον τζινάω.

Παράδειγμα: νας πω θα σιβαρέσου μημι τσιγκλάς άκσες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε