Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Ρήμα αμτβ. ενεργ., κυρίως απαντώμενο σε στιγμιαίους χρόνους και δη παρελθοντικούς. Αναφέρεται σε κοπέλα και σημαίνει αποκτώ, μάλλον αιφνιδιαστικώς, σέξυ γυναικεία χαρακτηριστικά, εξελίσσεται η εμφάνισή μου, από αδιάφορη ή έστω απλά γαμήσιμη, σε παστάκι ή και μουνάρα.

- Είδες την Μαίρη τώρα τελευταία;
- Όχι, γιατί;
- Πώς μούνεψε έτσι ρε παιδάκι μου. Καμία σχέση με το Λύκειο που την ξέραμε. Κουκλάρα σου λέω!
- Θα χώρισε με τον μαλάκα και πρόσεξε λίγο τον εαυτό της η κοπέλα...

I agree with Snape. (από Galadriel, 07/07/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σερβίρω φραπέ σε άλλον, ή στην παθητική φωνή, «φραπεδιάζομαι», μου σερβίρουν φραπέ. Υπάρχει και το αυτοπαθές «αυτοφραπεδιάζομαι», που είναι κυριολεκτικά σκέτη μαλακία. Επειδή το φραπέ είναι σχετικώς ξεφτίλα, υπάρχει και το «άει φραπεδιάσου», που είναι χειρότερο από το «άει γαμήσου», όσο το φραπέ είναι χειρότερο απ' το γαμήσι. Και πολύ σεξιστικά- προσβλητικά για μια γυναίκα (ή γκέι): «Ούτε για φραπέ δεν κάνει!».

- Όλη μέρα αυτοφραπεδιάζεσαι ρε φίλε, θα σε ρίξει ψυχολογικά. Γιατί δεν πας να σου κάνει φραπέ και καμιά γκόμενα; Για σένα νοιάσου και φραπεδιάσου!

(από Vrastaman, 09/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ως έχει ήδη αναφερθεί εις το εκλεκτόν αυτό site, καβάτζα εστί η διαφύλαξη-αποθήκευση εφεδρειών όλων των κατηγοριών δια δύσκολας ώρας. Ποία όμως λέγω, είναι η προστακτική του ρήματος «καβαντώνω» ή κατ' άλλους «καβατζάρω» ή «καβατζάω-ώ»; Η λέξη «καβατζάου»! Χρησιμοποιείται μεταξύ φιλων και αποτελεί την ύψιστη προτροπή προς καβάτζα!

Αγησίλαος: «Ω Θεμιστολή, κοίταξον, ένα παρατημένο κινητό τηλέφωνον! Τι να κάνωμεν επ' αυτού;»
Θεμιστοκλής: «Καβατζάου! Θα το αναζητήσεις αν, ω μη γένοιτο, κλαπεί ή χάσεις το δικό σου!»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αποπατώ, βεβαίως, αλλά δεν είναι αυτή η έννοια που θα μας απασχολήσει απόψε.

Η λέξη - που, αντίθετα από το αποπατώ, είναι μεταβατική: χέζω κάποιον - σημαίνει ενίοτε και «κατσαδιάζω, κατακεραυνώνω». Παραδόξως, σ' αυτή τη σημασία είναι ταυτόσημη με το ξεχέζω, ενώ θα ανέμενε κανείς το αντίθετο.

Γενικά, το ξεχέζω λέγεται συχνότερα από το χέζω. Tο χέσιμο, όμως, και το ξέχεσμα - αμφότερα εδώδιμα: έφαγα ένα ξέχεσμα αλλά και έφαγα ένα χέσιμο - χρησιμοποιούνται περίπου εξίσου συχνά με τη σημασία της κατσάδας, της ρομπατσίνας.

Τι ώρα πήγε πάλι ρε πούστη! Πάω σπίτι, θα με χέσει η μάνα μου.

Βλ. και χεσίδι, κωλόχερο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συντασσόμενο με αντικείμενο που δεν πίνεται αλλά καπνίζεται, μπορεί να έχει τις εξής χρήσεις:

  • Kαπνίζω. Λέγεται για ναρκωτικές ουσίες (χασίσι, κρακ) και επίσης για τον ναργιλέ, είτε περιέχει χασίσι είτε σκέτο καπνό.
  • Το πίνει (ενν. το τσιγαριλίκι) ο αέρας. Λέγεται όταν οι άνεμοι πνέουν ισχυροί έως τοπικά θυελλώδεις, και ο μπάφος καίγεται γρήγορα και στο βρόντο. Σύνηθες φαινόμενο σε κατάστρωμα πλοίου.
  • Παλιότερα το λέγανε για την καθ' οιονδήποτε τρόπο λήψη ναρκωτικών (μυτιά, ένεση κλπ.), αλλά δε νομίζω ότι λέγεται πια. (Παράδειγμα 4)
  • Η σύνταξη «πίνω τσιγάρο», όταν το τσιγάρο είναι κυριολεκτικά τσιγάρο και όχι μπάφος, δεν εντάσσεται στο λήμμα γιατί δεν είναι σλανγκ, είναι απλώς μια παλιά έκφραση για το «καπνίζω», που ακούγεται καμιά φορά ακόμη σήμερα από λαϊκούς ανθρώπους μεγάλης ηλικίας.
  1. Άσε, ήπια ένα τσιγάρο το πρωί κι έχω γίνει ωραίος!

  2. Πίνε - δίνε (δηλ. μην αργείς να το περάσεις στον επόμενο).

  3. Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε, πίνουν οι μάγκες ναργιλέ. (ρεμπέτικο)

  4. Πρέζα όταν πιεις ρε, θα ευφρανθείς, κι όλα πια στον κόσμο ρόδινα θε να τα δεις. (επίσης)

(από Khan, 05/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προκύπτει από το επίθετο οριζόντιος, ήτοι αυτός που είναι ευθύς.

Περισσότερο χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια οριζόντια, ξαπλωτή κυρίως, φάση.
Ρήμα που χρησιμοποιείται τόσο στην ενεργητική, όσο και στην παθητική φωνή, διαφοροποιώντας την σημασία αντίστοιχα:

  1. Οριζοντιώνω κάποιον / α, κάτι κ.τ.λ. = τον / την φέρνω σε οριζόντια θέση, κυρίως μετά από απότομη μετάβαση (κοινώς για να δηλώσει είτε ευθεία απειλή, είτε τετελεσμένη πράξη συντριπτικής βίας και ποδοπατήματος).

  2. Οριζοντιώνομαι = φέρω εαυτόν σε οριζόντια θέση, κυρίως με σκοπό την ανάπαυση.

  1. - Φίλε, κάτσε ήσυχα μη σε οριζοντιώσω...

  2. - Πώπω, ερείπιο είμαι... Κάτσε να οριζοντιωθώ κανενα τρίωρο μηπως και πάρω τα ίσα μου...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ισπανίζουσα απόδοση της σλανγκικής έκφρασης «τα σπάει».

Προέρχεται από την φιλο-ετική τάση των σλανγκιστών (τάση να διαμορφώνονται οι λέξεις με την κατάληξη -έτο). Ίδετε και γκομενέτο (ή απλά νέτο), κολπέτο, Μπεμπέτο κτλ.

(σ.ς. δέον να συνοδεύεται από την λέξη carnal που, στα ισπανικά, αποδίδει το αμερικανικό brother των nigaz.)

- Ρε συ Μητσάρα, τώρα στ' αλήθεια σ' αρέσει αυτό που τρως;
- Τα σπαέτο μάγκα...
- Πώς είναι έτσι ρε φίλε! Λες και είναι σάπιο φαίνεται!
- Στ' αρχίδια μου.
- Στο στόμα σου.

βλ. και γαμοσλανγκοτέτοια (σλανγκογραμματική)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όπως παρατηρεί η χρήστρια Mes, το σνιφ είναι το ρούφηγμα της μύτης μετά το κλάμα. Οπότε το σνιφάρω είναι ηχομιμητική λέξη που δηλώνει την εισπνοή από την μύτη μαζί με άλλη ουσία, τα δάκρυα και μύξες στα Μικυμάου, ή συνηθέστερα κάποια ναρκωτική ουσία, όπως η κοκαΐνη. Κοινώς, το να κάνεις μυτιά ή μύτινγκ. Χρησιμοποιείται και για οτιδήποτε άλλο μπορεί να έχει λειτουργία ναρκωτικού.

Συνήθης έκφραση: σνιφάρω γραμμές.

  1. (από την Ελευθεροτυπία)
    «Τώρα σνιφάρω μόνο μουσική. Είναι πιο δυνατή από οποιαδήποτε ποσότητα κόκα».

  2. (Από βλόγιον)
    «Σνιφάρω κρατισμό.»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Κάνω εμετό, βγάζω από μέσα μου ό,τι έχω καταπιεί.

  2. Τα ξερνάω: μαρτυρώ μια αλήθεια ενώ δεν θά 'πρεπε.

  1. Πάλι ξέρασες; Σιγά και τι έφαγες! Ανορεξική έχεις γίνει;

  2. Πήγε και του τα ξέρασε όλα, η μαλάκω. Τώρα... καλά κρασιά!, πρόκειται να γίνει της πουτάνας, θα χωρίσουν.

(από Khan, 29/05/14)

Βλ. και βγάζω τ' άντερά μου. Για τη φράση 2, δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη που χρησιμοποιει ο παρουσιαστής του x-factor Σάκης Ρουβάς 7,5 φορές κατά μέσο όρο σε κάθε πρόταση.

-Αισθάνομαι... x-factor live... κριτική επιτροπή... αισθάνομαι... υπέροχα... μουρατίδης... αισθάνομαι... yeaah... αισθάνομαι... χαχαχα... show... αισθάνομαι... ναι... πάμε... τραγούδι... αισθάνομαι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία