Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

  1. Μου διαρρηγνύεται η κωλοτρυπίς και είμαι πλέον τρύπιος.

  2. Παίρνω ναρκωτικά με ένεση.

  3. Ανορθογραφιστί, τριπιέμαι σημαίνει βρίσκομαι σε τριπάκι.

Ιδιαίτερα ευπαθείς ομάδες για AIDS είναι αυτοί που τρυπιούνται και με τις δύο έννοιες. Όχι ότι οι άλλοι πρέπει να βρίσκονται σε ρατσιστικό εφησυχασμό...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ρήμα «γαμπρίζω» περιέγραφε κάποτε, στα χρόνια τα παλιά, την απέλπιδα προσπάθεια κάποιου (συνήθως γένους θηλυκού, αλλά όχι απαραίτητα) να βρει σύντροφο, με στόχο την αποκατάσταση, δηλ. το γάμο.

Εν συνεχεία, το ρήμα μετεξελίχθηκε ελαφρώς και έλαβε τη σημασία του ερωτοτροπείν γενικότερα. Κατά κόρον το ρήμα χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα ερωτικά σκιρτήματα νεαρών και κορασίδων.

1.Διάλογος χρηστών σε forum:

- Που εισαι εσυ χαμενος καλε; Γαμπριζεις;Ατακτο παιδι!!
- Ε όχι και γαμπρίζω βρε Στέλλα!!! Είχα κατέβει Αθήνα για μία εβδομάδα, να δω το αγαπάκι μου! :) Τώρα γύρισα και είμαι ανανεωμένος!!! :) Σε φιλώ!

  1. Η μήνη του χρήστη, διαδικτυακα:

ΑΡΧΙΤΕΛΕΙΩΜΕΝΕ ΚΑΡΑΓΙΟΖΗ ΠΟΥ ΛΕΣ ΓΙΑ ΠΑΡΤΗ ΜΟΥ ΣΕ ΞΕΦΤΙΛΙΖΩ ΟΠΟΤΕ ΘΕΣ ΚΑΙ ΣΕ ΟΤΙ ΘΕΣ.ΟΣΑ ΔΕΝ ΦΤΑΝΕΙ Η ΑΛΕΠΟΥ ΤΑ ΚΑΝΕΙ ΚΡΑΜΑΣΤΑΡΙΑ.ΚΡΥΨΟΥ ΤΩΡΑ ΑΡΧΙΞΕΦΤΙΛΑ ΣΕ ΚΑΜΙΑ ΤΡΥΠΑ ΚΑΙ ΑΣΕ ΕΓΩ ΠΟΥ ΕΧΩ ΝΑ ΧΑΛΑΩ ΛΕΦΤΑ ΝΑ ΛΕΖΑΡΩ ΚΑΘΕ ΜΑ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΣΤΗ ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΟΠΟΥ ΑΛΛΟΥ ΜΟΥ ΚΑΒΛΩΝΕΙ ΒΛΑΚΑ ΑΛΒΑΝΕ!!!ΓΑΜΠΡΙΖΩ ΓΙΑΤΙ ΕΧΩ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΧΙΔΙΑ ΝΑ ΓΑΜΠΡΙΖΩ ΟΠΟΤΕ ΓΟΥΣΤΑΡΩ ΠΑΝΙΒΛΑΚΑ ΟΛΟΤΕΛΑ ΠΑΝΗΛΙΘΙΕ ΑΥΝΑΝΟΠΑΙΧΤΗ.ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ ΤΩΡΑ ΣΤΗ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΗ ΑΝΟΥΣΙΑ ΖΩΟΥΛΑ ΣΟΥ!ΟΣΟ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΣ ΔΕΝ ΘΑ ΜΕ ΦΤΑΣΕΙΣ ΠΟΤΕ...ΠΑΡΤΟ ΑΠΟΦΑΣΗ.

  1. Περιγραφή του γαμπρίζειν:

Στα 15 μου άρχισα να γαμπρίζω... Αν δεν έφαγα ξύλο. Κανείς δεν της ήταν καλός, όλοι ήταν κοπρόσκυλα και αλήτες (δεν θα πω τι έλεγε για της μάνες των παιδιών). Μα όλο και με πασάλειβε με κάτι στο σώμα!
Μα όλο και μου έραβε ρούχα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ρήμα «κακαρώνω» χρησιμοποιείται στην αργκό με την έννοια «πεθαίνω ξαφνικά» (συν. άμεσο).

Είναι προελεύσεως αρχαιοελληνικής (αρχ. «κάρος» = αναισθησία, νάρκη, ρ. (κα)καρ-ώνω, πέφτω σε λήθαργο).

Συχνά χρησιμοποιείται με σκωπτική ή ειρωνική διάθεση, όταν αναφερόμαστε στον θάνατο κάποιου ή σε τεχνικό πρόβλημα συσκευής ή μηχανήματος.

  1. Τίτλος σχολίου blogger:

Τα κακάρωσε ο Χιθ Λέτζερ...

  1. Σχόλιο σε forum:

Δε δούλεψε η μέθοδος της μπαταρίας... Πάει τα κακάρωσε τελείως ο (αν-)εγκέφαλος... Άντε να δούμε ποιο νοσοκομείο (συνεργείο) εφημερεύει σήμερα Σάββατο μπας και μπορέσουν και το δουν.. Τι το ήθελα το VAG-COM ο έρμος...

  1. Άλλο ένα σχόλιο:

Αφού τα κακάρωσε ο μπάρμπας που μου τα 'σταζε, θα τα γυρέψω απ' τον πατέρα μου.

4.

Φίλε pan34 η Αμερική μας τελείωσε... και μαζί της και όλοι όσοι συνταχθήκαν(μ)ε με το κεφάλαιό της, φυσικό, συναισθηματικό και ιδεολογικό...
Όπως και η Σοβιετία επίσης τα κακάρωσε πριν μερικά...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

λέμε / λέμετε:

(δήλωση), λέμε(!): α' πληθυντικό ενεστώτα του ρήματος «λέω - λέγω». Χρησιμοποιείται, συνήθως στο τέλος μιας δήλωσης αλλά και ενδιάμεσα σε πρόταση, ως εμφατικό.

Υπενθυμίζει στον συνομιλητή ότι θα έπρεπε να αντιμετωπίσει το θέμα που θίγεται ως αδιαμφισβήτητο. Δηλαδή σαν να λέμε, κάτι το λέμε και το ξαναλέμε για να το εμπεδώσει ο αδαής μέσω της επανάληψης (κυρίως αν δεν υφίσταται επανάληψη καθεαυτή). Παράδειγμα 1

Όταν πραγματικά υφίσταται επανάληψη, έχει χροιά έντασης και εκνευρισμού. Παράδειγμα 2

Αντίστοιχες μορφές του ίδιου ρήματος με την ίδια χρήση είναι τα «είπα!» και «λέω!», όμως, όπως και να το κάνουμε, το α' πληθυντικό δίνει μεγαλύτερη υπόσταση και αντικειμενικότητα στον λόγο μας, δεδομένου ότι, άλλο να λέω κάτι εγώ, άλλο να το λέμε όλοι.


(δήλωση), λέμετε(!): Ανύπαρκτη μορφή ρήματος «λέω - λέγω» στην Ελληνική γλώσσα - λεκτική επινόηση. Χρησιμοποιείται:

  • ως απλό εκφραστικό λάθος επειδή ο άσχετος δεν διάβαζε γραμματική στην τρίτη δημοτικού (δεν είναι σλανγκ σο δεν μας αφορά στο προκείμενο)

  • ως χαριτωμενιά για να δώσει μια ελαφρότητα και μια παιγνιδιάρικη χροιά στον λόγο. Παραδείγματα 3, 4, 5

  • ως εναλλακτικό του ανωτέρω «λέμε!» για να δοθεί μια ελαφρά μεγαλύτερη έμφαση - Παραδείγματα 6, 7 - ακολουθεί επεξήγηση:

Η αποτελεσματικότητα της χρήσης του στηρίζεται σε καθαρά ψυχολογικούς λόγους: Έχει ως αποτέλεσμα, ο συνομιλητής, που εντοπίζει την ασυνέπεια με τους κανόνες της γραμματικής, να σκαλώσει περισσότερο για μερικά κλάσματα δευτερολέπτου. Έχει δηλαδή αντίκτυπο αντίστοιχο με αυτό των italics σε ένα κείμενο: ανεπαίσθητα τραβούν την προσοχή, χωρίς την καταπιεστικότητα των bold, που μπορούν να εκληφθούν και ως «σε αυτό το σημείο είναι ουσία ρε καθυστερημένε» και να έχουμε παρεξηγήσεις, συνεπώς η χρήση τους πρέπει να είναι φειδωλή.

Συνοψίζοντας, το «λέμετε» είναι ένας ψυχολογικός εξαναγκασμός του συνομιλητή να δώσει βάση στο νόημα.

Αατα.

Παράδειγμα 1:
-Καλά, άκουσες την μαλακία που πέταξε ο Στάθης στις γκόμενες; Τι είναι αυτός ρε, τον ακούν οι μουνίτσες και κάνουν μπραφ! Δεν είναι να τον ξαναπάρουμε μαζί τον παπάρα!
-Άσε ρε μαλάκα, το άτομο δεν υπάρχει λέμε!

Παράδειγμα 2:
[το πάρτυ στο σπίτι του Παύλου προς το τέλος του - σκάει μύτη ο Κώστας]
-Ρε συ Παύλο, τέλειωσαν τα μπυρόνια παίζει καμια καβάτζα;
[ο Παύλος έχει στο μπίρι-μπίρι μια κοπελίτσαεδώ και ώρα - χωρίς να γυρίσει το κεφάλι απαντάει]
-Στο ψυγείο στο διάδρομο.
[Ο Κώστας δεν άκουσε]
-Παύλο, έχεις πουθενά καβατζωμένη καμιά μπύρα;
[Ο Παύλος γυρίζει τσαντισμένος]
-ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ ΣΤΟ ΔΙΑΔΡΟΜΟ ΛΕΜΕ!!!

Παράδειγμα 3
[Forum]: Εσύ ξαναβάλε το άβαταρ με τον Zippo...κορυφή λέμετε

Παράδειγμα 4
[Forum- συζήτηση κοριτσιών για τον Λεωνάιντα]: - Γάμησέ τα, τα παιδιά μου τα θέλω μαζί του. Και όσο για τον κοιλιακό πάρε να δεις που είναι δικός του λέμετε!

Παράδειγμα 5
[Forum]: Έλα κάτω λέμετε..!!!!!!!!!! Έλα και'χω φοντανάκια!!!

Παράδειγμα 6
[Forum] Ξεκαμπούρα. Είσαι πιασμένος. Αν σ' ελευθερώσουν, τα λέμετε.

Παράδειγμα 7
[Forum]: Το ακριβώς αντίθετο θέλει η Γερμανία, να δέσει στο άρμα της Ευρώπης όσο το δυνατόν περισσότερα κράτη για αντίβαρο στις ΗΠΑ, θεωρώντας βέβαια ότι εντός της ΕΕ θα κάνει πολύ περισσότερο κουμάντο από αυτές. Τι λέμετε τώρα ρε παιδιά;

Τα παιδιά μου τα θέλω μαζί του λέμετε. (από Galadriel, 07/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ξεκουμπίσου, στο πολύ μάγκικο.

Ξεκούμπα, πούστη, γιατί δε θα βγεις αλλιώς ζωντανός από δω μέσα, κατάλαβες;

Βλ. και ξεκουμπίδια, ξεκουμπιδιέν

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται στην Κρήτη, συνήθως ως ερώτηση: «εφυρομυάλιασες;» που σημαίνει: «εχάζεψες;», «εμπουντάλιασες;», «εκουρκούθιανες;» κ.λπ.

Εκ του «φύρα + μυαλό».

- Μωρή Λίλιαν, μού πλυνες το σώβρακο;
....
- Μανώλη, εφυρομυάλιασες μωρέ; Ίντα Λίλιαν μωρέ Μανώλη μου λέεις; Μανώλη, με απατάς μωρέ σκύλε;
- Όχι Ζαμπία μου, όχι, κάτι εδιάβαζα στο ιντερνέτι κι εμπερδεύτηκα...
- Τσι γδυμνές μωρέ εξάνοιγες πάλι...;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ρήμα υπό διάφορες μορφές χρησιμεύει ως πιο σλανγκέ εκδοχή διαφόρων εκφράσεων οι οποίες είναι ήδη σλανγκ:

- ως «την ψαχουλεύομαι» σημαίνει «την ψυλλιάζομαι», παίρνω γραμμή.

- ως «ψαχουλεύω + αντικείμενο» σημαίνει «ψάχνω κάτι» με την έννοια «γνωρίζω κάτι καλά», «έχω εμπειρία από κάτι» (βλ. πιο κοντινό σχετικό λήμμα ψακτικές). Σε αντίθεση με το «ψάχνω», που χρησιμοποιείται σχεδόν για κάθε θέμα που μπορεί να «ψαχτεί», δηλαδή για το οποίο μπορεί να υπάρξει εις βάθος γνώση, συνήθως ψαχουλεύουμε τη ζωή, τις γυναίκες ή/και τους άντρες, και γενικά τα πλέον ουσιώδη πράγματα. Σπάνια μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως «την έχω ψαχουλέψει με (κάτι)».

- ως μετοχή, «ψαχουλεμένος» μπορεί να αναφέρεται ειρωνικά ή όχι σε κάποιον/κάτι ψαγμένο... στην περίπτωση που δεν υπάρχει ειρωνεία, μιλάμε για κάτι το πολύ ψαγμένο...

Από το ψαχουλεύω (από Τριανταφυλλίδη) = ανασκαλεύω κάπου με τα χέρια μου, συνήθ. για να βρω κτ, ψάχνω να βρω κτ. επάνω μου.

- Καλά, η θέση ήτανε μιλημένη, μου το είπε και ο Ιερόθεος, καλά που την ψαχουλεύτηκα και δεν περίμενα σα το μαλάκα...

- Να πάνε να γαμηθούνε όλες... όλες πουτανοφέρνουνε, όλες!
- Καλά ρε φιλαράκι δεν την έχεις ψαχουλέψει τη ζωή λιγάκι, τώρα το 'βγαλες το συμπέρασμα;...

- Ψάχνω να βρω κανά ψαχουλεμένο παράδειγμα, αλλά δε μού 'ρχεται..
- Μεταμοντερνιά, γράψε αυτό...

Μα τι ψάχνει;;; (από Galadriel, 26/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Κρεμάω, χαλαρώνω
  2. Βάζω μέσα σε σακκούλα
  3. Είμαι φυτό, ζαμπόν, αλοιφή
  1. Εσύ που γυμνάζεσαι πολύ, να ξέρεις ότι δεν πρέπει ποτέ να σταματήσεις γιατί οι μυς μετά σακκουλιάζουν και δεν θα βλέπεσαι...

  2. - Τι να τα κάνω τώρα όλ' αυτά τα φαγητά, κρίμα είναι να τα πετάξω...
    - Σακκούλιασέ τα και ρίχ' τα στις γάτες.

  3. Χθες ήπιαμε τόσους μπάφους που μέχρι τα ξημερώματα ήμουν σακκουλιασμένος σε έναν καναπέ και δεν ένιωθα τίποτα.

βλ. και σα(κ)κουλέας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μου έρχεται να κάνω τσίσα μου όταν τρέχει η βρύση, ειδικά δε την ώρα
που ξυρίζομαι.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς.

Κατούρησα, μετά ξυρίστηκα και μετά νερούρησα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πετάω σε κάποιον γιαούρτι, συνήθως στη μάπα του. Συνήθως το θύμα είναι κάποιο γνωστό πρόσωπο (π.χ. πολιτικός) που δε χωνεύει κάποιος.

Ο Ψωμιάδης γιαουρτώθηκε και μετά τραγούδησε Καζαντζίδη για να βγάλει τον πόνο του.
– Το πρώτο τραγούδι ήταν «θα κλάψω πικρά μα θα ξεχάσω με τον καιρό, καινούργια ζωή θα χαράξω να μην πονώ».
Το επόμενο ήταν «πέφτουν τ’ άστρα μες στη λασπουριά».
– Ήταν τόσο το πάθος και η συναισθηματική φόρτιση του Πανίκα, που δεν αντιλήφθηκε τις σπόντες των εσωκομματικών του αντιπάλων που αμφισβήτησαν τα ιερά και τα όσια του με το άσμα «έχεις κορμί αράπικο και μαύρα μάτια πλάνα, η μάνα που σε γέννησε θα ήτανε τσιγγάνα».

πηγή: www.epohi.gr

Κι αυτοί είχαν γιαουρτώσει κάποιον... (από krepsinis, 10/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία