Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Εκτός απ' το να *παθαίνεις το όνομα*, όπως λέει ο πρώτος ορισμός, μπορείς να πάθεις και το ... ρήμα!

Όταν με λέτε γκαύλα...Παθαίνω το ρήμα! (εδώ)

Ακριβώς αυτό! Το αξιοσημείωτο λοιπόν γεγονός είναι οτι το "παθαίνω", τα τελευταία χρόνια συντάσσεται και με ουσιαστικά που σημαίνουν ακριβώς το ίδιο με υπάρχοντα -ομόρριζα με τα ουσιαστικά-, ισχυρότατα (και όλα τα λεφτά) ρήματα. Δηλαδή, αντί για ερωτεύτηκα ή μορφώθηκα, κουλτουριάστηκα, εντυπωσιάστηκα, λες: έπαθα έρωτα, έπαθα μόρφωση, έπαθα κουλτούρα, έπαθα ποιότητα, εντύπωση, ευτυχία, θλίψη, ευεξία και άλλα τέτοια πολλά και κουλά.

Σημείωση (γιατί όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας): Συμβαίνει, για λόγους απλοποίησης ή γιατί δεν σού'ρχεται η λέξη να λες π.χ. έπαθα σοκ, έπαθα πανικό, αντί για σοκαρίστηκα ή πανικοβλήθηκα.

Το ρ. παθαίνω χρησιμοποιείται και με δύο ακόμη τρόπους:

  1. Κανονική σύνταξη με νορμάλ (!) ουσιαστικά, π.χ. παθαίνω εγκεφαλικό, αφυδάτωση, ιλαρά, αγκύλωση, ντεζαβού κ.ά., όπου, όταν υπάρχει αργκό αυτή χαρακτηρίζει μόνο το ουσιαστικό, γιατί το παθαίνω παίζει εδώ βοηθητικό, διακριτικό ρόλο (δεν 'παθαίνεις εντύπωση' μαζί του).

  2. Σύνταξη με ευφάνταστα, πειραγμένα ουσιαστικά όπως τα καρασλανγκισθέντα:
    παθαίνω μιλφόπλακα,
    σεντόνι,
    πλάκα,
    κάζο,
    ντουβρουτζά,
    κωλομπέρδεμα,
    λαλά,
    μπακακάο,
    κολούμπρα,
    κοκομπλόκο,
    τραμπάκουλο,
    μουνόπλακα,
    τη μούνα μου.
    Μπορούν να προστεθούν και τα παθαίνω ζημιά και παθαίνω τσιμπουκόφσκι. (Δες παράδειγμα 5).

Σλανγκασίστ: Galadriel, εδώ.

  1. Παθαίνω έρωτα, καύλα, αναστάτωση βλέποντάς σε να μου χαμογελάς. Συνέχισε, μη σταματάς. (εδώ)

  2. Πάθαμε ευτυχία για τρια δευτερόλεπτα στο κεντρο. τοσο χιονισε (εδώ)

  3. Είμαι στη φάση που χαίρομαι που έφυγα από το γραφείο στο 9ωρο αντί για 10- ή 11ωρο, μη μου μιλάτε για τις διακοπές σας, παθαίνω θλίψη. (εδώ)

  4. Έχετε μπερδέψει τον έρωτα με πάρτυ. Σε πάρτυ κάνουμε εντύπωση. Στον έρωτα παθαίνουμε εντύπωση (εδώ)

  5. Έπαθα τσιμπουκόφσκι. (εδώ)

  6. Έπαθα αξιοπρέπεια. (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ερωτεύομαι, αφού.

Συνώνυμα: Δαγκώνω την λαμαρίνα, είμαι καψουροκαμένος.
Πώς λέμε μου ζάλισες τον έρωτα; = Αντώνυμο

Σε αναλογία με το παθαίνω μόρφωση. Χάρις Αλεξίου - Θα Πάθεις Έρωτα
♪♫ Εσύ για μένα θα πάθεις έρωτα
κι εγώ για σένα θα κινδυνέψω.
Με τα βρεμένα και τ' ασιδέρωτα
της αλητείας θα βγαίνουμε έξω.
♪♫

  1. 'Να πάθω έρωτα αντί να παθαίνω ξενέρωτα' -expectations_2015 (εδώ)

  2. Παθαίνω έρωτα, καύλα, αναστάτωση βλέποντάς σε να μου χαμογελάς. Συνέχισε, μη σταματάς. (εδώ)

  3. Εγω επαθα ερωτα και εσυ επαθες σταρχιδιασου

  4. -Ωχ
    -Τι έπαθες;
    -Έρωτα
    μαζί σου!
    (δεν γαμάτε και θα γελάει με τις φίλες της για κανένα χρόνο)

  5. φημες λενε οτι αν χαμογελας σα χαζος πανω απ το κινητο στη 1 το βραδυ επαθες ερωτα και περαστικα σου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έπαθα μόρφωση, παραμορφώθηκα, οπότε ... "κουλτούρα να φύγουμε".

  1. Κι όλους τους ξέμπαρκους θα τρώει το σαράκι μα όσοι ταξίδεψαν ζηλεύουν την Ιθάκη. έπαθα κουλτούρα. (εδώ)

  2. Ναι ρε πούστη παθαίνω κουλτούρα που και που. (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έδειξα την κλάση μου. Αποφάνθηκα - τελεία com, έβγαλα απόφαση αφού. Τέρμα οι κουβέντες, αλεβουζάν!

Μόνο στον αόριστο (άντε και στον υπερσυντέλικο).
Συνώνυμο: είπα.
Ο θεός μίλησε:εδώ

Σημείωση
Παίζει και η φράση "μίλησα και είπα", που είναι συνήθως πλεονασμός χωρίς περαιτέρω έμφαση (π.χ. το παιδί μίλησε και είπε"μπαμπά") και βοηθάει να μάθουμε, στην ίδια πρόταση, τί είπε αυτός που περιμέναμε να μιλήσει. (Δες και 7ο παράδειγμα).

  1. -Ο ΛΑΟΣ ΜΙΛΗΣΕ!!!
    -Και τι είπε?
    -νιάου (εδώ)

  2. -μάσ' τα σέα σου!
    -πριτς
    -μίλησα!

  3. Ο άντρας, ο μόρτης, ο μάγκας, ο ασίκης, ο καραμπουζουκλής, η καυλοπαγίδα, ο μπούγκα-μπούγκα μίλησε, αφού πρώτα συνομίλησε με τον “Νέστωρα” της Βουλής Απόστολο Κακλαμάνη (εδώ)

  4. Οι Λιθουανοί ξέρανε το παιχνίδι και μαζί με το άγχος, δεν κάναμε καλό παιχνίδι μέχρι το 30′. Μετά μίλησε η κλάση των παικτών". (εδώ)

  5. Με Δία και Αφροδίτη στο Λέοντα, το ζώδιο του #Tsipras, δε μπορεί παρά να κλείσει η συμφωνία...τα άστρα μίλησαν (εδώ)

  6. Εντάξει παιδιά μίλησε η Λίτσα Πατέρα και είπε ότι οι πλανήτες είχαν μιλήσει. (εδώ)

  7. καλά η ΔΗΜΑΡ υπάρχει ακόμη? σαν τι? αμοιβαδα? έλα Χριστέ και Παναγιά ο Κουβελης μίλησε και είπε ΠΡΟΠΟ (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

ζας, ζάμε, ζάτε

Αντί του 'ζεις, ζούμε, ζείτε', του συνηρημένου ρήματος ζήω, ζω.
Το ρήμα ζω έχει απώτερη μορφή το ρ. ζάω και από 'κει θα μπορούσαν να προέρχονται τα 'ζας, ζάμε, ζάτε', αφού η γλώσσα ακολουθεί -μεσ' τη σλανγκιά της ή παρ' όλη τη σλανγκιά της ή εξ αιτίας της- χορταριασμένα μεν αλλά υπαρκτά μονοπάτια.

Το επιτακτικό μόριο «ζα» είναι πολύ γνωστό και το χρησιμοποιούμε σε πολλές λέξεις και έχει ως στόχο να ενισχύει το δεύτερο συνθετικό της λέξης. Για παράδειγμα ζά(μ)πλουτος ή ζάπλουτος σημαίνει ο πολύ πλούσιος, ο πάμπλουτος, ο βαθύπλουτος, ζαφελής ο πανύ αφελής, ο πανβλαξ (ο ζα- αφελής), ζατρεφής ο ευτραφής (ο ζα- τρεφής) και (Λεξικό Σούδα) τα εξής: Ζαχρειής ο άγαν χρειώδης, Ζατρεφής ο ευτραφής κ.λπ.

[...] από το ζα- και ζη- βγαίνει και η λέξη ζάω (ζάω ή ζήω = ζω) = είμαι στην ζωή, ζω, είμαι ζωντανός || ακμάζω, είμαι ακμαίος. Με αυτήν την λογική Ζατρίκιον σημαίνει ακόμη και «ζω για να κινώ» ή διαβιώνω νικηφόρα». Θα μπορούσε δηλαδή να είναι Ζατρίκιον και Ζητρίκιον.

Πηγή εδώ

  1. Μα τι είπε ο έντεχνος; Χωράφια και αξίνες; Που ζας ρε; Η επανάσταση, τώρα πια, γίνεται στα σόσιαλ μίντια; #thivaios (εδώ)
    Που ζας ρε; Η επανάσταση, τώρα πια, γίνεται στα σόσιαλ μίντια

  2. Πλοκ ρε αιδιόπανο που θα μου κάνει κ ρτ ο κανέκος! Για ένα κούτελο ζάμε γαμώ τη γκενωνία (εδώ)

  3. - θέλω να μου φύγει η καϊλα. να κυβερνήσουν όλοι οι αριστεροί να δούμε τι θα γίνει
    - αχαχαχαχα ρε αμα κυβερνησουνε ολοι δε θα ζάμε για να δουμε τι θα γινει!!! (εδώ)

  4. Σε τι χωρα ζάμε ρε φιλε

  5. ζάμε μεγάλες στιγμές(εδώ)

  6. @pasok ακόμα ζάτε εσείς; (εδώ)

  7. Ρεεεε! Ζατε εκεί στην Ελλάδα; Τι παίζει; (εδώ)

  8. ΠΟΙΟΣ ΝΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙ? Ο ΒΟΛΕΜΕΝΟΣ ΦΡΑΠΕΔΑΡΑΣ ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ? ΠΟΥ ΖΑΤΕ ΡΕ! ΕΔΩ ΕΧΟΥΜΕ ΜΟΥΝΤΙΑΛ κ ΚΑΛΛΙΣΤΕΙΑ ΡΕ (εδώ)

Σημείωση 1.
Υποψιάζομαι οτι λέγεται και το 'ζαν' (=γ' πληθ.), αλλά στο δίχτυ βρίσκω μόνο χαριτωμενιές τ.:

Ο τύπος θυμίζει ανέκδοτο Ψαραντώνη
-Ποιός χτυπά τέτοια ώρα;
-Ζαν-Πoλ-Μπελμοντό.
-Αν κατεβώ κάτω θα σας πηδήξω και τους τρεις! #spaliaras (εδώ)

Σημείωση 2.
Στα τσακώνικα ζάμε, ζάτε σημαίνουν πάμε, πάτε.

Επέτσε να βάλει ένα σφαχτέ να φάμε ... Ταν πορεία πη θα κεινάσωμε, ας φάμε. Εμ’ έχουdε τσαι ύ’ω. Να ζάτε απ’ οπά από τα Πραματευτά να μάθετε τα Τσακώνικα. Να ζάτε απ’ οπά, ταν άβα πορεία. Λοιπόν, θα ζάμε να νι οράμε τσαι από ’τσει τσ’ ύστιρα ....

Είπε να βάλει ένα σφαχτό να φάμε ... Στο δρόμο που θα πεινάσουμε, ας φάμε. Έχουμε και νερό. Να πάτε από εκεί, από την Πραματευτή [χωριό], για να μάθετε τα Τσακώνικα. Να πάτε από εκεί, [από] τον άλλο δρόμο. Λοιπόν, θα πάμε να το δούμε και από εκεί και ύστερα ...

Ι.Λ.Ν.Ε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα καλιαρντά σημαίνει αυνανίζομαι και εκσπερματίζω συνεπεία μοναχικού αυνανισμού, εκ του ιταλικού solo (= μόνος) και του φλόκια.

Βαβέλιασα βαθιά λατινικά και ετρούσκα για να γροικάει η τζασλή να κάμει σολοφλόκιασμα. (Μπουντουσουμού).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πατηγκά: Προέρχεται από την γρήγορη συνήθως, εκφορά της φράσης "Πάω να την κάνω", δηλ. φεύγω. Στη μη συνημμένη εκδοχή πατηγκάω κλίνεται ως πατηγκάω, -ας -άει, -άμε, -άτε, -άνε .

- Πατηγκά, ρε...
- Φεύγεις;
- Ναι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δοκίμως είναι κερδίζω, άντε να δεχτούμε ότι μπορεί παλιότερα να υπήρχαν και εναλλακτικοί τύποι όπως κερδαίνω και κερδεύω. Το κερδάω είναι μάλλον αργκοτική μορφή και ίσως έχει ενδιαφέρον για τη γαμοσλανγκοτέτοια το φαινόμενο αυτό αντικαταστήσεως της κατάληξης -ίζω μέσω λαϊκότροπης απλοποίησης.

Το κερδάω λέγεται σε αθλητικό πλαίσιο, τ. κερδάει η ομάδα, αλλά έχει χρησιμοποιηθεί και ειρωνικά, τ. σώθηκα. Είναι πολύ της μοδός φέτος το 2015 στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης συριζανέλ, χρησιμοποιούμενο από κριτικούς της για να ειρωνευτούν κινήσεις που υποτίθεται ότι γίνονται για λόγους εντυπωσιασμού χωρίς κάποιο πρακτικό αντίκρυσμα κ.ο.κ.

Περισσότερο στον α΄ πληθυντικό: κερδάμε.

  1. Ρε γίνεται να κερδαω βάζελο και αεκ? Τέλος, αυτό, άντε γεια, Πειραιάς, είσαι στο μυαλό κάτι σαν πακιστανικό κινητοοοοο. (Από Τουίτερ).
  2. Ως τώρα κερδάω !!!!!! Να μάθεις Σήφη ποιος είναι ο καλύτερος. (Από Φέισμπουκ).
  3. Κερδάμε αδέλφια! Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά! Όλοι στο συλλαλητήριο συμπαράστασης στην Κυβέρνηση που διαπραγματεύεται σκληρά! (Εδώ, ειρωνικώς)
  4. Στάθης Κουβελάκης... Καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας: "Η Ελλάδα, λέγοντας όχι, δεν έχει απολύτως τίποτα να χάσει". Από το Παρίσι μιλούσε ο κύριος, στο Λονδίνο ζει. Ο ένας με τη θεωρία των παιγνίων, ο άλλος με τις πολιτικές φιλοσοφίες.... Σωθήκαμε... Κερδάμε... (Από το Φέισμπουκ)

Και ένα μπόνους παράδειγμα για τουκανιστές:

Ψηφάμε ... κερδάμε ... καβαλάμε! (Εδώ, οι τουκανιστές θα το προσέξουν).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βγάζω (το ψυχολογικόν)

Το ρήμα βγάζω + αντικείμενο (λ.χ. βγάζω θυμό) τείνει να γίνει σλανγκικό ρήμα αναφοράς στην περιγραφή ψυχολογικών νοημάτων. Σήμερα, κατά κόρον βγάζουμε όλο και πιο ψυχολογικά πράματα, όπως:

βγάζω παράπονο, βγάζω πόνο, βγάζω θυμό, βγάζω αυτοπεποίθηση, ακόμα ακόμα: βγάζω ψυχολογία (σε ποδοσφαιρικά συμφραζόμενα σημαίνει επίσης αυτοπεποίθηση), βγάζω ανασφάλεια/ες, βγάζω άγχος, βγάζω (κατά)θλιψη, βγάζω ψυχαναγκασμό, βγάζω εμμονή/ές, βγάζω φοβία/ίες, βγάζω στέρηση και σε πολύ προχωρημένη γιαλομοποίηση, βγάζω ενοχή/ές, βγάζω άμυνα/ες (ο ενικός είναι πιο ψυχανάλα φάση).

Η συγκεκριμένη μορφή με το βγάζω + δεν περιορίζεται στα ψυχολογικά νοήματα, αλλά χρησιμοποιείται γενικά για να περιγράψει ανθρώπινες ποιότητες - ηθικές, αισθητικές κ.λπ. Πιθανόν, άλλωστε, τέτοιες χρήσεις να προηγήθηκαν και να έγιναν η "μήτρα" για τις πιο ψυχολογίστικες. Π.χ. τα βγάζω κακία, βγάζω ζήλεια (περισσότερο με την ηθική έννοια) ή τα βγάζω (μια) αρχοντιά, βγάζω (μια) γυφτιά/βλαχιά/κακομοιριά μοι φαίνονται κάπως πιο παλιά, όπως και ένα σωρό άλλα, ηθικοψυχολογικοαισθητικά: βγάζω εγωισμό, βγάζω σνομπισμό, βγάζω ερωτισμό κ.λπ.

Τώρα πια, όμως, είναι σαφές ότι το μεγαλύτερο μερίδιο στην αυξημένη πίτα χρήσης του βγάζω (με τις πάμπολλες περιφράσεις του βγάζω +, που αν ήμασταν δεξιούρες θα λέγαμε ότι είναι κατάχρηση, ισοπέδωση της γλώσσας κ.λπ.) το έχουν οι ψυχολογικές περιγραφές, οι οποίες ακριβώς συνετέλεσαν στη μεγέθυνσή της.

Όπως ίσως έχετε ήδη παρατηρήσει ή σκεφτεί, υπάρχουν...

2 + 1 βασικές σημασίες του ψυχολογικού βγάζω.

(1) Νιώθω κάτι ή εμφορούμαι από κάτι. Από τις δόκιμες έννοιες που καταγράφει ο Τριαντάφυλλος, το βγάζω εδώ είναι πιο κοντά στην έννοια του εμφανίζω, με την βιολογική έννοια. Στις ψυχολογικές χρήσεις, θα λέγαμε ότι εννοείται: βγάζω προς τα πάνω, στην (ψυχική) επιφάνεια.

H Τασία βγάζει (μια) απελπισία όταν μιλάει για τη δουλειά της! Τη βλέπω να τα παρατάει.

(2) Εκδηλώνω ή αποπνέω κάτι (ηθελημένα ή αθέλητα, συνειδητά ή ασυνείδητα). Αυτό που νιώθω βρωμάει από μακριά, "αναδούδει". Το βγάζω, σημαίνει βγάζω προς τα έξω, στις διαπροσωπικές σχέσεις ώστε οι άλλοι το καταλαβαίνουν.

Βγάζει τόσο θυμό στην αδερφή του, που σε λίγο θα παίζουν ξύλο, αν δεν το κάνουν ήδη!

Αλλά υπάρχει και μια 3η σημασία (που θα χρειαστεί και λίγο περισσότερη γραμματική ανάλυση, βλ. πιο κάτω):

(3) Προκαλώ στον άλλο ψυχολογικά κάτι, και συνήθως αυτό που και ο ίδιος νιώθω. Από τις δόκιμες τριανταφύλλιες χρήσεις, το βγάζω εδώ σημαίνει περισσότερο παράγω, δημιουργώ.

Έβγαλε πολλή ενοχή που δεν πρόσεξαν το παιδί, και τώρα λέει κι αυτός τα ίδια.

Περαιτέρω Σημασιολογική Ανάλυση

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σημασία του βγάζω + κάτι ψυχολογικό κυμαίνεται κάθε φορά ανάμεσα στις 3 παραπάνω περιπτώσεις, και να τελειώνουμε. Αλλά δεν. Θα το κουράσουμε περισσότερο. Ουσιαστικά, η γενικευμένη χρήση του βγάζω αφορά σε μια εξίσωση του (1) βγάζω στην επιφάνεια με το (2) εκδηλώνω/αποπνέω/βγάζω στις σχέσεις. Τέτοια πράματα εξισώνονται εύκολα σε μια κοινωνία που το αυτο- και ετεροψυχοψάξιμο θεωρείται δεδομένο, σχεδόν καταναγκαστικό στοιχείο, κοινωνία στην οποία, δηλαδή, οι σχέσεις έχουν ψυχολογιοποιηθεί. Αυτοματισμός-εξίσωση, δηλαδή: Τό νιωσες; -> Τό βγάλες -> το βγάλες στον άλλο -> το βγαλες και από τον άλλο... και λοιπές παραλλαγές.

Το τσιμέντωμα έρχεται με την παραπέρα εξίσωση των (1)-(2), με το (3), δηλαδή με το προκαλώ στον άλλο το συναίσθημά μου. Γιατί, όμως; Νιώθω και βγάζω προς τα έξω δε σημαίνει απαραίτητα και προκαλώ στον άλλο, πέρα από την απαραίτητη για την αλληλοκατανόηση στοιχειώδη ενσυναίσθηση - συμπάθεια, ε; Χμμμ, αυτά λαστ γίαρ. Σήμερα υπάρχει κάτι σαν, ας μοι επιτραπεί, το συναισθηματικό αποτύπωμα - emo(tional) - footprint θα το έλεγα αν ήμουν αγγλοσάξων πουλ μουρ - αλλά δεν είμαι. Γιατί ο σύγχρονος άθρωπας οφείλει να είναι υπεύθυνος, τρόπον τινά, και για το συναίσθημα που συμβάλλει στην κοινωνία, και αν αυτό είναι αρνητικό, είναι και υπόλογος για την επιβάρυνση - των άλλων όλων. Είναι πρωθύστερα όλ' αυτά, ασφάλουσλυ, και προκύπτουν ως εξής: ο άνθρωπος (τείνει προς το να) θεωρείται αποκλειστικά υπεύθυνος για τον εαυτό του, γενικά, φουλστοπ. Τι άλλο μπορούμε να του καταλογίσουμε; Μα και το αρνητικό του συναίσθημα, φυσικά... Άρα, στη βάση του να αναζητούμε τι (μας) βγάζει ο άλλος συναισθηματικά, όλοι βιώνουμε ένα ενσυναισθητικό... αλληλοχώσιμο, έναν τούρμποεκφυλισμό ακριβώς της ενσυναίσθησης ως εκδημοκρατισμού της ψυχολογίας/ψυχολογιοποίησης.

Περαιτέρω γαμοσλανγκοτέτοια (σλανγκογραμματική) Ανάλυση

Οι σημασίες που - σχηματικά πάντα - σημειώσαμε πιο πάνω γίνονται πιο περίπλοκες όταν, όπως πολύ συχνά γίνεται, το βγάζω + κάτι ψυχολογικό συντάσσεται με μια γενική, που είναι μυστήριο τρένο, γιατί εκεί κρύβεται και η ψυχολογιοποίηση του όλου πράματος. Με την ίδια φράση, μπορούμε να λέμε και να εννοούμε διαφορετικά πράματα:

(α) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης με θυμώνει με αυτά που κάνει, ο Γιάννης με κάποιο τρόπο κάνει να βγάζω θυμό από μέσα μου.
(β) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = εγώ προκαλώ στο Γιάννη θυμό με αυτά που του κάνω, εγώ με κάποιο τρόπο κάνω τον Γιάννη να βγάλει θυμό από μέσα του.
(γ) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης μου δίνει την εντύπωση ότι είναι θυμωμένος, ότι έχει μέσα του θυμό, ακόμα κι αν δεν το δείχνει καθόλου ή αν το δείχνει αναιμικά.

Τελικά, έχω την εντύπωση ότι οι παραπάνω σημασίες τείνουν να κυμαίνονται/συμφυρόνται σε ένα ψυχολογίστικο αμάλγαμα όπως το παρακάτω:

(δ) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης μου δίνει την εντύπωση ότι είναι θυμωμένος (γ) μαζί μου (β), επειδή με θυμώνει (α) - άρα/επειδή ο ασυνείδητος στόχος του είναι να μου δείξει το θυμό του, ενδεχομένως προκαλώντας θυμό σε μένα παθητικοεπιθετικώ τω τρόπω.

[Και μπορεί ο θυμός να είναι ένα ιδιαίτερο παράδειγμα, αλλά παρόμοιας πολυπλοκοτητας - συχνά ασυνείδητα - ψυχοσημασιολογικά δυναμικά (τ' είπες τώρα!) υπάρχουν και στις άλλες χρήσεις του γενική + βγάζω + κάτι ψυχολογικό.]

Η γενική αυτή συντακτικά είναι έμμεσο αντικείμενο, αλλά με διαφορετικούς τρόπους: στην περίπτωση (α) η γενική δηλώνει τρόπον τινά τον αποδέκτη του συναισθήματος. Στην περίπτωση (β), η γενική δε δηλώνει τον αποδέκτη αλλά εκείνον από τον οποίο το συναίσθημα κατά κάποιο τρόπο αποσπάται. Και η περίπτωση (γ) αυτόν στον οποίο δίνεται η εντύπωση περί του συναισθήματος-άμεσου αντικειμένου.

Είμαστε εδώ, σε αυτό το γκλαμουροκατασκότεινο γραμματικό βασίλειο της μυστικοποίησης των σχέσεων. Τι να πούμε, λοιπόν, για την περίπτωση (δ) της διαπλοκής των σημασιών, η οποία έστω ως σπάνιο νόημα ή ως υποθετική κατασκευή θεωρώ ότι υπερκαθορίζει / διαποτίζει και τις άλλες σημασίες; Γιατί εκείνος που αποκομίζει την εντύπωση περί του συναισθήματος είναι και εκείνος που τρόπον τινά το υποκινεί (αφού το συναίσθημα είναι σχεσιακό πράμα) και το δέχεται. Νομίζω ότι μέσα στην casual πολυσημία της καθομιλουμένης, η γενική από έμμεσο αντικείμενο σταδιακά κινείται σημασιολογικά προς μια από αυτές τις "προαιρετικές" γενικές που δηλώνουν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο (σύμφωνα με την Γραμματική Φιλιππάκη-Warburton έτσι σημαίνεται ένα φιλικό ενδιαφέρον, π.χ. τι μου κάνεις κ.λπ.). Θα λέγαμε παραπέρα ότι σχετίζεται σημασιολογικά με αυτό που θα ονομάζαμε γενική του πατροναρίσματος (βλ. κάτι σχετικό στο μη μπερδεύεσαι), η οποία ας πούμε ότι δηλώνει ειρωνικό, διαχειριστικό, ελεγκτικό, ή άσπονδα φιλικό (!) ενδιαφέρον.

Ωστόσο, στην περίπτωσή μας εδώ (μου βγάζει + κάτι (κυρίως) αρνητικό ψυχολογικό) η γενική δεν έχει να κάνει τόσο με άμεσο πατρονάρισμα, αλλά περισσότερο με έμμεσο, υπόρρητο κανονιστικό ψόγο για κάποιον/α που η ψυχολογία του/της μας χαλάει τη "συλλογική" συναισθηματική σούπα. Όταν λες ότι κάτι/κάποιος μου βγάζει ανασφάλεια, θυμό, ενοχή κλπ δε λες ότι απλά σου φαίνεται έτσι, αλλά διατυπώνεις υπόρρητα και μια κρίση ότι αυτό (σου) είναι πρόβλημα. Με άμεσο πατρονάρισμα αυτή η γενική μπορεί να έχει σχέση όπως απαντά στη jargon των ψι επαγγελματιών (βλ. παρακάτω).

Τι σας βγάζει όλο αυτό που γράφω; Εμένα μου κάνει σε θυμό.

Περαιτέρω ψιλο-σκόρπια ανάλυση...

Επαγγελματική jargon
Ξεκινώντας από το προαναφερθέν, πολύ συχνά όταν αλληλοbriefαρονται επαγγελματίες από ψι επαγγέλματα και συναφή, μπορεί να λένε πράγματα όπως:

i. Του έκανα νωρίς την ερμηνεία και μου έβγαλε άμυνες.
ii. Ο πατέρας [ενν.:του περιστατικού] μου βγάζει παράπονο όταν μιλάμε για τη δική του μητέρα.
iii. Σε κάτι τέτοια θα σου βγάλει εκλογίκευση.

Και άλλα τέτοια. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς πού ξεκινά και που τελειώνει η μετοχή του πρόσωπου που δηλώνεται με αντωνυμία σε γενική στην ενέργεια που δηλώνεται με το ρήμα. Εδώ είναι πιο ξεκάθαρο το - τεχνικά, βεβαίως (;), νοούμενο - πατρονάρισμα τ. μεταβίβαση - αντιμεταβίβαση κ.τ.ο. Ποιος, όμως, μπορεί να πει και πού αρχίζει και πού τελειώνει η ψυχολογία και η ψυχολογιοποίηση;

Άλλες μορφές

I. μου βγαίνει/δε μου βγαίνει: εδώ δεν έχουμε το βγάζω αλλά το αμετάβατο βγαίνω, υποκείμενο του οποίου ήταν κάποτε συνήθως κάποιος "λόγος-λόγια" που εδυνάμεθα ή όχι να ξεστομίσουμε, αλλά τώρα είμαστε ένα κλικ πριν από αυτό, μας βγαίνει ή δε μας βγαίνει το συναίσθημα που σε δεύτερο χρόνο θα μας επιτρέψει να πούμε ή να κάνουμε κάτι. Είναι η πιο συναισθηματική εκδοχή του μού' ρχεται/δε μού' ρχεται.

i. Θέλω να του πω ότι τον αγαπώ αλλά δε μου βγαίνει.
ii. Μου βγαίνει να του πω ότι είναι καριολόπουστας

II. Μου βγαίνει σε...: και πάλι μία χρήση του βγαίνω, με σλανγκικό ενδιαφέρον, και πιο όψιμη, είναι όταν ένα εσωτερικό, μύχιο συναίσθημα, εκδηλώνεται ως κάτι άλλο.

Δε θέλω να μου βγαίνει σε ανασφάλεια το σαλτάρισμα. Και δεν ειναι δικαιολογία το ότι κόλλησα. πηγή

III. Βγάζω συναίσθημα... Ιδιαίτερη φράση είναι όταν κάποιος βγάζει συναίσθημα σε κάτι που κάνει, π.χ. όταν τραγουδάει, όταν μιλάει δημοσίως, ή και σε μια κοινωνική σχέση ή και απλή αλληλεπίδραση. Αυτό που προφανώς εννοείται είναι ότι το συναίσθημα - asset ή liability - μπορεί και να μην υπάρχει, έχει, δηλαδή, νοηθεί ως κάτι εντελώς διακριτό που μπορεί κάλλιστα και να λείπει εντελώς τελείως από αυτά που βιώνουμε ή κάνουμε.

Όταν η Ροκ σου βγάζει συναίσθημα τότε ακούς της Χρύσα και τα "Μουσικά Ταξίδια στον χρόνο". πηγή.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

γιάε, ιδέ, στράφου, βλέπε, θώριε

Όλες είναι κρητικές προστακτικές και αφορούν στην όραση. Εφιστούμε την προσοχή σ' αυτόν που απευθυνόμαστε, να προσέξει αυτό που του περιγράφουμε ή του δείχνουμε. Υπάρχουν λεπτές σημασιολογικές διαφοροποιήσεις για την καθεμιά, αν και στην κοινή ελληνική όλες μπορούν να μεταφραστούν ως "δες".

Γιάε

Λέξη που προήλθε από συμφυρμό της πρόθεσης "για" και της προστακτικής "ιδέ" του ρήματος βλέπω ->για ιδέ> γιάιδε (έκκληση τόνου,προφορά της φράσης ως μία λέξη)>γιάιε (έκπτωση του "δ", λόγω της προφοράς του "ι" της προστακτικής ως μεσαιωνικού μέσου απαλού ημιφώνου)>γιάε (αποβολή ημιφώνου). Χρησιμοποιείται με έντονο τρόπο, όταν θέλουμε οπωσδήποτε να καταστήσουμε κάτι φανερό.


Περνοδιαβαίνει την πλατέα μια γρα με βαρύ ριζικό. Δυο γειτόνισσες τήνε θωρούνε, χωρίς τα δικά τζη προβλήματα, αλλά πολύ πιο κακόστητες και σχολιάζουν μ' αγανάκτηση και ζήλεια:
"Γιάε τηνε τη γρα την κακορήμαλη, παρά τα βάσανά τζη, η αρχοντιά δεν έλειψε απ' την περπατηξιά τζη..."

Ιδέ

Προστακτική αορίστου από τα αρχαία ελληνικά του ρήματος "ορώ". Ανήκει στα εξαιρετέα ρήματα ως προς τον τονισμό, καθώς είναι ένα από τα πέντε της αρχαίας ελληνικής που τονίζονται στη λήγουσα, ενάντια στον γενικό κανόνα που προβλέπει τονισμό σε παραλήγουσα ή προπαραλήγουσα (ευρέ(<ευρίσκω), ιδέ(<από άχρηστο ενεστωτικό ρήμα που δίνει και τον αόριστο είδα, το ρήμα οίδα - παρακείμενου με σημασία ενεστώτα που σημαίνει γνωρίζω, τον άχρηστο ενεστώτα του οίδα, είδω που θα πει κι αυτό γνωρίζω αλλά πολύ συγκεκριμένα μέσα από το αισθητήριο της όρασης) , ελθέ (<έρ/λχομαι), λαβέ (<λαμβάνω), ειπέ (<από άχρηστο ενεστωτικό ρήμα απ' όπου βγαίνει το ουσιαστικό έπος που σημαίνει πρωταρχικά ομιλία, εξ ου και νήπιο - νη, αρνητικό μόριο όπου σε αρχαίες διαλέκτους της ελληνικής είχε τη χρήση του στερητικού "α"+έπος, δηλαδή αυτό που δε μιλά ή δεν μπορεί να μιλήσει). Το λαβέ έγινε λάβε στα νέα ελληνικά κι ακολούθησε έτσι τον κανόνα, το ελθέ, έλα ενώ τα υπόλοιπα γίναν μονοσύλλαβα (πες, δες, βρες).
Είναι εύηχη ως λέξη και επιβλητική γι' αυτόν το λόγο, προστακτική. Αναβαθμίζει το κύρος του ομιλητή της, υπάρχει και ως ιδού στην Καινή Διαθήκη. Ακούγεται κομψή και κυριλάτη σε αντίθεση με το πιο άγριο γιάε και μπορεί να έχει και ελαφρώς ειρωνική χροιά. Οπωσδήποτε δηλώνει και το θαυμασμό αυτού που περιγράφει προς το συμβάν/πρόσωπο που αναφέρεται, χωρίς όμως να λείπει μία λανθάνουσα περιπαικτική διάθεση.


- Ιδέ τηνε, πως πάει, κοτσονάτη και τριζάτη...
- Ιδε κατάσταση, ιδέ πράματα...
(ισοδυναμεί με το "για δες εκεί" σ'αυτά τα δυο) - Ιδέ, ίντά 'βγαλα στη χέρα... Σήμερο τό’δα...

Στράφου

Από το ρήμα στρέφομαι. Μπορεί να αποδοθεί μορφολογικά ως στρέψου στην κοινή. Από την προστακτική του ρήματος αυτού απαντά οριστική ενεστώτα ως "στραφέρνω", με την εξειδικευμένη έννοια "προσέχω". Εδώ το στρέφομαι έχει την έννοια του "στρέφω το νου μου", δηλαδή προσέχω πάρα πολύ αυτό που μου δείχνουν ή αυτό που θέλω να δω.


- Στράφου δα και γροίκησε τούτη να την αθιβολή(=εξιστόρηση, συνήθως αληθινού περιστατικού με σκοπό τη διδαχή).
- Κι όντεν ελάλιε το κουράδι(=και όταν οδηγούσε το κοπάδι)...
- Στράφου δα να σου πω ιντα μου εσύμβηκε τση κακορίζικης με ντο γεροτράο απού ερήμαξέ με, σήμερο!...

Βλέπε

Η ενεστωτική προστακτική του ρήματος βλέπω που απαντά σπάνια στην κοινή, παρά μόνο στις παραπομπές (Π.χ.:βλ.λ., βλέπε λέξη κ.λπ.)


- Πώς πεταρίζει κι είναι ένα γ-καμάρι... Βλέπε ν-το...
- Μα βλέπε εδά που δείχνω σου!...
-Βλέπε ν-το γ-κοπέλι, να πάω στη χώρα να ψουνίσω...

Θώριε

Από το ρήμα θωρώ(=βλέπω) από το αρχαίο θεωρώ(=επιβλέπω, και επιβλέπω γνώμη δηλαδή νομίζω, μεταγενέστερα). Έχει την ευρύτερη έννοια του επιθεωρώ - προσέχω, αλλά και τη στενότερη που εφιστά την προσοχή εκείνη τη δεδομένη στιγμή που ζητείται.


- Θώριε μωρέ μπαϊλντισμένε που γράφεις, μην έρθω με τη ρίγα... Δε νιώθεις;
- Θώριε το πετειναράκι τσι πήδους απούσα κάμει...
- Θώριε το τρακτέρι μια ολιά(=λιγάκι) μέχρι να γαείρω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία