Κατά τον Μπάμπη, το εξάπαντος είναι λόγιον επίρρημα που σημαίνει ό,τι κι αν συμβεί, σε κάθε περίπτωση, οπωσδήποτε, ανυπερθέτως, το δίχως άλλο. Είναι μεσαιωνικό από το ἐξ ἅπαντος δηλαδή εκ πάσης περιστάσεως. Όμως ο Μπάμπης δεν ξέρει από τάβλι...

Κατά τον τάβλαρχο Χότζα, λοιπόν, πρόκειται για την ζαριά έξι- πέντε (τάβλι και αλλού). Μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωσή της μας περιγράφει εδώ: «Έξι-πέντε, όταν ο αντίπαλος είναι μαζεμένος με μια πόρτα στον άσσο στο σπίτι του παίκτη και ο τελευταίος μαζεύει κι έχει από δυο πόρτες στο 6 και στο 5 αφήνει δυο πούλια ανοιχτά, αν έχει πάνω από δυο πούλια στο 5 αφήνει ένα στο 6, αν έχει πάνω από δυο πούλια στο 6 αφήνει ένα στο 5 κλπ κι ο αντίπαλος παίζει να τον τσακώσει».

Μπορούμε να φανταστούμε την έκφραση στο στόμα μαγκιτών παλαιάς κοπής που πανηγύριζαν και υπονόμευαν την καθαρεύουσα. Επίσης, αν συμβεί η ζαριά έξι πέντε να είναι καλή μπορεί να γίνει και λολοπαίγνιο με την δόκιμη σημασία, στο στυλ «εξάπαντος θα σε γαμήσω» κ.ο.κ. Η ζαριά έχει απαθανατιστεί και στο δίστιχο της Παξιμαδοκλέφτρας:

«Έριξα τα ζάρια μου κι έφερα έξι πέντε
και τους μπάτσους στη γωνιά τους πάει πέντε πέντε».

- Ξέρεις ποδήλατο; Ε; Ε; Να σε κεράσω μήπως κανά νεραντζάκι;
Ο ταβλομάχος μιλούσε με έναν επιφαινόμενο τσαμπουκά που μόλις κάλυπτε την ακατάσχετή του ανασφάλεια. Ο αντίπαλος περιορίστηκε στο να κροταλίζει τα ζάρια μες στην φούχτα του και μόλις τα εκτίναξε και τα ατένισε:
- Εξάπαντος θα σου το πάρω το κωλαράκι...

(από Khan, 25/03/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σλανγκικὴ γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἐπιρρήματος «εὐρέως».

Φαντάζομαι πὼς εἶναι Ἑβραῖος γνωστὸν ὅτι ὁ πούστης καθέτου εἶναι ἀρχίδια τὴν γεωμετρίαν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παράφραση του «Σοβαρά;», δηλαδή του: «Τι λες ρε παιδί μου...», «Για δες...», «Αν είναι δυνατόν...» και λοιπών τυπικών και ξέπνοων εκφράσεων που προδίδουν πως ο συνομιλητής μας ποσώς ενδιαφέρεται για την καταπληκτική είδηση που με τόση ζέση του ανακοινώνουμε. Αν λοιπόν τον ακούσουμε να λέει «Σωβρακά;», τότε αντιλαμβανόμαστε την ακόμα πιο έκδηλη απαξίωσή του.

- ...και έβρεχε τόσο πολύ που οι δρόμοι είχαν πλημμυρίσει και στο ταξί όπου ήμουν τα νερά είχαν μπει μέσα και ήταν τόσο πολλά ώστε κόντευα να πνιγώ γιατί τα παράθυρα είχαν πάθει εμπλοκή και δεν άνοιγαν και ο ταξιτζής τά 'χε παίξει και δεν ήξερε πού να πάει το αυτοκίνητο και δεν έβλεπε να οδηγήσει και δώσ' του ανεβαίνανε τα νερά ώσπου σταμάτησε η βροχή ξαφνικά και όλα καλά, έτσι μπορώ και είμαι εδώ να σου τα πω.
- Πω πω, τελέρε παιδί μου, σωβρακά;; - Ναι μαλάκα... Μα το Θεό...

Βλέπε και σωβρακολογείς;.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τουλάχιστον. Προσδίδει γελοιότητα στο λόγο. Θεωρείται ίδιας συνομοταξίας με το «λουκλάνικο», το οποίο δράττομαι της ευκαιρίας να καταδικάσω ως κακόγουστη λέξη.

- Ψήνεσαι να βγούμε να πιούμε την ποτάρα μας;
- Άσε ρε, βαριέμαι. Πού να βγαίνουμε τώρα...
- Έλα μωρέ. Να πιούμε ένα ποτάκι τουλάστιχον...

Δες και Tούλα, χύσ' το! και αρκούδως.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία