Επιλεγμένες ετικέτες

Ο στοιχηματισμός, κλάδος του τζόγου που ασχολείται με πρόβλεψη αποτελεσμάτων αθλητικών, κυρίως, γεγονότων, με αποδόσεις εξαρτώμενες από τις πιθανότητες επέλευσης του κάθε αποτελέσματος ("μπούκις"). Στην Ελλάδα το "Πάμε Στοίχημα" του ΟΠΑΠ, οι διάφορες ιστοσελίδες ηλεκτρονικού στοιχηματισμού, τα παράνομα στοιχηματζήδικα κλπ.

Επιπλέον ετικέτες

Στην γλώσσα των αλογομούρηδων, το αουτσάιντερ άλογο, το αργό, με τις λιγότερες πιθανότητες να κερδίσει.

-Καλά πόνταρες το νούμερο 6;
-Ναι έχει καλή απόδοση.
-Επειδή είναι γαϊδούρι γι΄αυτό!

Βλ. και μουλάρι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στοιχηματικός όρος, η ισοπαλία σε ποδοσφαιρικό αγώνα.

- Ρε συ έπιασα πέντε χινάρια κι η βαζέλα μου σπάσε το δελτίο με τον Αστέρα
- Τι θες και παίζεις τους τσουρουκάδες ρε

Προφανώς από το «Χ», δες και χηνόπουλο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Παίζω πάγκο» κάποιον: είναι όρος του μπιλιάρδου που σημαίνει πως όποιος χάσει θα πληρώσει για τον χρόνο χρήσης του τραπεζιού.

- Σε παίζω πάγκο ένα εννιάμπαλο.
- Όχι πάγκο ρε φίλε, θα με ξεφτιλίσεις και δεν έχω φράγκα. Μισά μισά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που χρησιμοποιείται από αυτούς που παίζουν στοίχημα, για να πουν πως έχασαν κάποιο ή κάποια από τα παιχνίδια που είχαν παίξει.

Πάλι στον κουβά ρε γαμώτο! Δυο εβδομάδες τώρα δεν έχω πάρει ούτε ευρώ! Μήπως να κόψω το στοίχημα και να αρχίσω το Kino;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία