Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Ο τσιφούτης, ο σπαγκοραμμένος, σκοτώνει τις ψείρες που έχει πιάσει πάνω του διότι ζει υπό άθλιες συνθήκες, και αυτό γιατί δε χαλάει σεντς ούτε για σαπούνι, μαζεύει χρήμα συνέχεια, από μισθούς και ενοίκια θέλοντας να αυξήσει τα μύρια του, για να έχει για τα γεράματα, και για να νοιώθει ασφαλής.

- Καλά αυτός δεν έχει όλο το οικοδομικό τετράγωνο; (που λέει ο λόγος)
Δεν ξέρει τι έχει ρε, και τον είδα στους κάδους να παίρνει κάτι παλιατζούρες που είχανε αφήσει απέξω, κοίτα να δεις τι γίνεται στο κόσμο μας ρε φίλε!
- Χαχα ναι ρε, είναι ο ψειροσκοτώνης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σκυλί ειδικά εκπαιδευμένο για τη φύλαξη ανολοκλήρωτων οικοδομών (κοινώς «γιαπιά»). Τείνουν να στέκονται στην άκρη και να προστατεύουν το γιαπί όχι μόνο από ανθρώπους αλλά και άλλους σκύλους. Ένας σκύλος είναι η μεγαλύτερη απειλή για έναν άλλο σκύλο καθώς μπορεί να απειλήσει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία την οποία προστατεύει.

Αρχική δημοσίευση: γιαπόσκυλο.

Ρε συ Κοσμά αρχιμπετατζή, λες να συμβεί τίποτε που αφήνω την οικοδομή αφύλαχτη με όλα τα υλικά χύμα χωρίς να έχω ούτε καν ένα γιαπόσκυλο;

(από anandam, 29/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη εξαιρετικά κλασσική, χτυπάει κάμποσο.

Πρόκειται για το κατ' εξοχήν μπινελίκι που απευθύνεται σε κάποιον του οποίου οι ιδέες, τα λεγόμενα ή οι πράξεις προσήκουν σε ιδεολόγο ή δηλωμένο υποστηρικτή της χούντας της επταετίας. Αν και δικτατορίες είχαμε και παλιότερα σ' αυτόν τον ευλογημένο τόπο, η χούντα, όπως και το Κόμμα και η πρεσβεία, είναι μία, αυτή του '67-'74. Βεβαίως, το κράτος και ο μηχανισμός του κράτησε την απαιτούμενη συνέχεια των θεσμών, «σταθερότητα» στο νιούσπηκ, οπότε τα χουντόσκυλα έχουν ιδεολογική συγγένεια με τους υποστηρικτές παλαιότερων (και επερχόμενων) δικτατορικών καθεστώτων, αλλά δεν χαρακτηρίζονται έτσι γι αυτό.

  1. - Ό,τι και να λέτε, πάντως, ο Παπαδόπουλος, ο Μακαρέζος και όλοι, πέθαναν στην ψάθα, όχι σαν τους πολιντικάντηδες που έχουνε χεστεί στο τάλιρο.
    - Δε μας γαμάς ρε χουντόσκυλο και συ, που σας πήρανε οικογενειακώς μπάτσους το '71 και θα μας κάνεις και καθοδήγηση.

  2. - Γαμάει ο Ζαμπέτας ρε φίλε!
    - Τι να σου πω ρε συ, αυτόν και τ' άλλο το χουντόσκυλο τον Κωνσταντάρα δεν μπορώ να τους κρίνω αντικειμενικά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Η κωλοφωτιά στο Κυκλαδίτικο ιδίωμα, το μαμούνι δηλαδή του γιαλού.

  2. Συνομοταξία πρηξαρχίδως που υπεραναλύει τα πάντα με τετριμμένα κλισέ της ποπ-ψυχολογίας. Εκ του γιαλόμα και του γαμοσλανγκοτέτοιου «-μούνα».

  1. - Σας στέλνω μια πανέμορφη πυγολαμπίδα να φωτίζει την κάθε σας στιγμή!!!zzzzzzzzzzzzzz.................... πείτε την και κωλοφωτίτσα :) ή και γιαλομαμούνα όπως τη λένε στα νησιά!!!
    (εδώ)

  2. - Το νησί που λαμπιρίζει σα γιαλομαμούνα στα περιοδικά και τις τηλεοράσεις, που αποκαλύπτει μια ντίσνεϋλαντ κι όχι έναν ιστορικό οικισμό καθώς πλησιάζεις απ’ τη θάλασσα, που μουλιάζει σαν τον μπακαλιάρο στις ακριβές πισίνες, που ξημερώνεται ντοπαρισμένο με live streaming στα κλαμπ και πουλάει την εσωτερική αρμονία στα spa...
    (για την Μύκονο, εκεί)

  3. Καυλαγόρας: - Τι όμορφη που είσαι σήμερα!
    Πρηξαρχίδοβα: - Και γιατί ειδικά σήμερα και όχι χθες; Και με ποια κριτήρια ορίζεις την ομορφιά; Καυλαγόρας: - Μπη στα διάλα, γιαλομαμούνα!

Το μικρό μαγαζάκι Γιαλομαμούνα στην Χώρα της Άνδρου... (από Vrastaman, 13/09/10)Γιαλομαμούνα Κυκλαδική (από Vrastaman, 13/09/10)Mme Yalom, teh original Yalomamouna (από Vrastaman, 13/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παμπάλαιος σλανγκ όρος. Με πολλαπλές χρήσεις. Αναφέρω τις κυριότερες:

  • Ποδόσφαιρο: Ένας παίχτης που κυριολεκτικά σέρνεται μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Είτε παίζει είτε δεν παίζει, ένα και το αυτό.
  • Ιππόδρομος: Ένα άλογο που σπανίως τερματίζει, και αν γίνει το θαύμα και τερματίσει καταλαμβάνει την αριθμητική θέση των συμμετεχόντων αλόγων (π.χ. όγδοο στα 8 που έτρεχαν). Υπάρχει και ιπποδρομία κουτσάλογων (όλα τα κουτσάλογα τρέχουν μαζί).
  • Υπάλληλος: Κάνει εντελώς τα ανάποδα απο αυτά που του λες. Όχι μόνο δεν προσφέρει, αλλά καταστρέφει κιόλας.
  • Κωλόμπαρο: Η κονσοματρίς που στο τέλος της βάρδιας της, αντί να πληρωθεί, το αφεντικό της ζητάει να πληρώσει τα ποτά που ήπιε.

    Ο όρος προέρχεται από την χρηστικότητα του συγκεκριμένου συμπαθέστατου ζώου, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το γεγονός ότι πρέπει να πατάει γερά και στα τέσσερα πόδια του. Δυστυχώς, ένα κουτσό άλογο ισοδυναμεί με ένα άχρηστο στην αρχή και νεκρό στη συνέχεια άλογο.

-Ο πρόεδρος υποσχέθηκε ότι θα κάνει μεταγραφές του χρόνου. -Ποιος ξέρει τι κουτσάλογο θα μας κουβαλήσει πάλι...

-Όλα τα λεφτά στο 5, έχω πληροφορία.
-Άσε μας ρε Λάκη. Όλο σότα μας δίνεις. Ο ΤΡΕ ΜΠΙΕΝ (το 5) είναι γνωστό κουτσάλογο. εγώ σε πάω στοίχημα, ότι δεν θα τερματίσει καν...

(από electron, 02/09/09)(από electron, 02/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γκόμενα που έχει κορμάρα που φουσκώνει παντελόνια αλλά μούρη που εκτροχιάζει τρένα από την ασχήμια της .... και ωσεκτουτού η χρησιμότητά της είναι αυτή της γαρίδας: τρως το σώμα και φτύνεις το κεφάλι ...

- Κολλητέ τσέκαρε κώλο το μωρό...!!
- Το είδα αλλά η τύπισσα είναι γαριδογκόμενα, άμα γυρίσει πρόσωπο θα πάθεις εγκεφαλικό!....

βλ. επίσης γαρίδα, γκόμενα-γαρίδα, γυναίκα-γαρίδα και πεσκανδρίτσα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μυρμήγκι στα καλιαρντά. Δηλαδή το τσιγκούνικο ζουζούνι, που καβατζώνει φαί για τη φωλιά.

Η λέξη βγαινει απο τον Εβραίο τοκογλύφο Shylock στον Έμπορο της Βενετίας του Σέξπηρ.

Καγκελόκαρο το τσαρδί. Ούτε ζουζουνοσάιλοκ δεν βιζιτάρει αποκατέ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο παμπόνηρος άνθρωπος, ο πιο πονηρός και από γάτα.

Δεν χαρακτηρίζει τον έξυπνο, αλλά και δεν φέρει μειωτική χροιά. Είναι ο καλών προθέσεων πονηρός, που δεν είναι απατεώνας.

Ακόμα χρησιμοποιείται και για χαϊδευτικό μεταξύ ερωτευμένων, ή από γονείς προς παιδιά (ενίοτε με καμάρι).

Σύνθετη λέξη, παιδί του μπαμπά «πονηρός» και της μαμάς «κατσούλα (γάτα)». Η δε μαμά προέρχεται από το μεσαιωνικό «κάτα» = γάτα, και «κατ(σ)ίον» = γατάκι, από τα οποία έγινε η κατσούλα που ακόμα χρησιμοποιείται σε όλη σχεδόν την Πελοπόννησο και ιδιαίτερα στη νότια.

Χαρακτηριστική η διήγηση για τον πρωτευουσιάνο δάσκαλο που μάθαινε ανάγνωση τα πρωτάκια σε χωριό της Πελοποννήσου.

Δάσκαλος: - Εσύ Κωστάκη, Γ+Α;
Κωστάκης: - ΓΑ, κύριε.
Δάσκαλος: - Μπράβο, Τ+Α;
Κωστάκης: - ΤΑ, κύριε.
Δάσκαλος: - Μπράβο, και όλο μαζί;
Κωστάκης: - Κατσούλα κύριε.

Η κατσούλα = γάτα, δεν έχει την ίδια καταγωγή με την κατσούλα = σκούφια. Η τελευταία προέρχεται από την Ρουμάνικη λέξη για την τριγωνική σκούφια του κεφαλιού.

  1. - Πώς σου φάνηκε ο Τάκης;
    - Συμπαθής, είναι και πονηροκατσούλα.

  2. - Μπαμπά, ήμουν καλό παιδί, θα μου πάρεις παγωτό;
    - Θα σου πάρω, αλλά είσαι μια πονηροκατσούλα εσύ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία