Επίσης μονοστέκι. Το απόλυτο ρησπέκ στο μπιλιάρδο. Όταν ένας παίχτης καθαρίσει το τραπέζι με τη μία, χωρίς να παρεμβληθεί καθόλου ο αντίπαλός του. Αναφερόμαστε φυσικά στο αμερικάνικο μπιλιάρδο, αλλά και στο βρετανικό σνούκερ (γενικώς σε όσα μπιλιάρδα υπάρχουν τρύπες).

Το μονοστέκι αποτελεί την μπιλιαρδάδικη εκδοχή του γενικού όρου παρθένα (flawless victory). Π.χ. σε πήρα μονοστεκιά = σε πήρα παρθένα.

Πιο αναλυτικά η διαδικασία που ακολουθείται για ένα σωστό και ξεγυρισμένο μονοστέκι: καταρχήν πρέπει να επικρατήσεις στο μέτρημα, ένα είδος δοκιμασίας κατά την οποία κρίνεται ποιος εκ των δύο μονομάχων θα γευτεί την ηδονή του εναρκτήριου σπασίματος. Το σπάσιμο επιβάλλεται να είναι δυνατό αλλά και τεχνικό, ώστε οι μπίλιες να ανοίξουν και να τοποθετηθούν σε ευνοϊκά προς εκτέλεση σημεία.

Κατόπιν, κι αφού έχεις καυλώσει απ' το ηχηρό κρακ που κάνουν τα κόκαλα καθώς εξακοντίζονται στα 4 σημεία του ορίζοντος, περνάς με τεμπεσίρι (κιμωλία) την άκρη της στέκας σου, αργά αργά πάντοτε και χωρίς να βιάζεσαι. Time is on your side.

Αφού τεμπεσιριάσεις καλά τη στέκα για να αποφευχθούν πιθανά επαίσχυντα τσαφ (ήτοι στραβοστεκιές), κάνεις ντου στο τραπέζι. Με όχημά σου την λευκή μπίλια, αρχίζεις να εκτελείς τις υπόλοιπες άτυχες μπίλιες μία προς μία, στέλνοντάς τις σπίτι τους, στην τρούπα τους (κλασική αμερικλανιά: send 'em home, babe!). Το ζητούμενο σε κάθε στεκιά είναι, εκτός βέβαια από την ευστοχία, να πλασαριστείς καλά για το επόμενο χτύπημα, δλδ η άσπρη να κάτσει σε ευνοϊκή θέση ως προς την επόμενη μπίλια. Αυτό ακριβώς το πλασάρισμα ονομάζεται τζόγος, και τζόγο φέρνεις όταν ξέρεις να χρησιμοποιείς τα κατάλληλα φάλτσα (να μη βαράς δλδ ξερά την άσπρη μπίλια στο κέντρο της, αλλά στις άκρες, δίνοντάς της την επιθυμητή περιστροφή).

Σε κάθε πετυχημένο χτύπημα, καυλώνεις όλο και πιο πολύ (όσο κι αν προσπαθείς πάντα να μη το δείξεις, ώστε να φαίνεσαι και καλά έμπειρος και συνηθισμένος σε τέτοιου είδους χαϊλίκια). Στο μεταξύ, ο αντίπαλός σου βουλιάζει όλο και πιο πολύ στην καρέκλα του, καθώς βλέπει το κωλοδάχτυλο της ήττας να του γνέφει απειλητικά. Κι αν ήταν μόνο η ήττα πάει στο διάλο. Είναι επίσης η ξεφτίλα του να μην έχει ακουμπήσει καθόλου μπίλια, κι ακόμη πιο πολύ η βασανιστική σκέψη πως πληρώνει απ' την τσέπη του για να χαίρεται ο άλλος - εφόσον το στοίχημα είναι ο πάγκος - ενώ ο ίδιος κάθεται και τα ξύνει. Εννοείται πως κι ο υφιστάμενος το μονοστέκι, σκίζεται να κάνει τον αδιάφορο, και καλά σα να μην τρέχει κάστανο. Διότι ακόμη μεγαλύτερο ξεφτιλίκι απ' το να χάσεις με μονοστέκι, είναι να δείξεις αδυναμία και να χάσεις την ψυχραιμία σου.

Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποστολής κάθε μιας μπίλιας στο σπιτάκι της, το τραπέζι έχει πλέον καθαρίσει. Ο νικητής ριλαξάρει στας δάφνας του, έχοντας προσθέσει ακόμη ένα μονοστέκι στο παλμαρέ του (κι είναι πολλοί αυτοί που μετράνε τα μονοστέκια που έχουν κάνει στης ζωή τους, σαν τις γκόμενες που γάμησαν). Ο ηττημένος μανάβης έχει το άχαρο σαν το Χάρο καθήκον να κάνει τελάρο, ήτοι να στήσει ξανά τις μπίλιες προς σπάσιμο, με τη βοήθεια του ειδικού τριγώνου.

Όλα αυτά τα μικροκομματικά που εκτέθηκαν ανωτέρω, ισχύουν ασφάλουσλυ μόνο στη σφαίρα του ερασιτεχνικού μπιλιάρδου. Εκεί, στο σφαιριστήριο της γειτονιάς, ένα μονοστέκι αποτελεί συνήθως εξαιρετικό γεγονός (σα να σκάει λάστιχο από φορτηγό σε επαρχιακή πόλη κυριακάτικα ένα πράμα). Περιποιεί δόξα και τιμή στον πραγματοποιήσαντα τον άθλο, ανεβάζοντας κατακόρυφα τις μετοχές του στο μικρόκοσμο των αλητόβιων της παρακείμενης πλατείας.

Αντιθέτως, σε επαγγελματικό επίπεδο, μονοστέκια είναι κάτι το συνηθισμένο (πάντα μιλάμε για αμερικάνικο μπιλιάρδο, το σνούκερ είναι άλλη ιστορία πιο αμαρτωλή). Υπάρχουν πολλές παρτίδες που λήγουν π.χ. με 7-0 σετ, με 7 συνεχόμενα μονοστέκια. Το περίεργο όταν κονταροχτυπιούνται προφέσορες, είναι να μην τελειώσει κάποιο παιχνίδι με μονοστέκι.

(στο σφαιριστήριο)

- Για πε ρε μαλάκα τι έγινε χτες που δεν ήρθα, έχασα τίποτα;
- Τι να σου λέω τώρα... ζωγράφιζα ο πούστης, Βαν Γκογκ πρέπει να με φωνάζουν απο δω και πέρα.
- Που πάει να πει;
- Που πάει να πει τρία μονοστέκια έριξα του Λάζαρου και δύο στο Γιωργάκη τον κατσαρίδα. Τους μάδησα σε λέω, τους πήρα και τα σώβρακα, μόνο τα κλάματα δε βάλανε, ειδικά ο Λάζος.
- Αυτός ρε μαλάκα δεν είναι απλά άσχετος, είναι ο Φον Γίδης αυτοπροσώπως..
- Και λοιπόν τι να λέει; Εγώ μια φορά μόνος μου έπαιζα. Ζήτημα να πιάσανε στέκα 5 φορές.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παμπάλαιος σλανγκ όρος. Με πολλαπλές χρήσεις. Αναφέρω τις κυριότερες:

  • Ποδόσφαιρο: Ένας παίχτης που κυριολεκτικά σέρνεται μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Είτε παίζει είτε δεν παίζει, ένα και το αυτό.
  • Ιππόδρομος: Ένα άλογο που σπανίως τερματίζει, και αν γίνει το θαύμα και τερματίσει καταλαμβάνει την αριθμητική θέση των συμμετεχόντων αλόγων (π.χ. όγδοο στα 8 που έτρεχαν). Υπάρχει και ιπποδρομία κουτσάλογων (όλα τα κουτσάλογα τρέχουν μαζί).
  • Υπάλληλος: Κάνει εντελώς τα ανάποδα απο αυτά που του λες. Όχι μόνο δεν προσφέρει, αλλά καταστρέφει κιόλας.
  • Κωλόμπαρο: Η κονσοματρίς που στο τέλος της βάρδιας της, αντί να πληρωθεί, το αφεντικό της ζητάει να πληρώσει τα ποτά που ήπιε.

    Ο όρος προέρχεται από την χρηστικότητα του συγκεκριμένου συμπαθέστατου ζώου, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το γεγονός ότι πρέπει να πατάει γερά και στα τέσσερα πόδια του. Δυστυχώς, ένα κουτσό άλογο ισοδυναμεί με ένα άχρηστο στην αρχή και νεκρό στη συνέχεια άλογο.

-Ο πρόεδρος υποσχέθηκε ότι θα κάνει μεταγραφές του χρόνου. -Ποιος ξέρει τι κουτσάλογο θα μας κουβαλήσει πάλι...

-Όλα τα λεφτά στο 5, έχω πληροφορία.
-Άσε μας ρε Λάκη. Όλο σότα μας δίνεις. Ο ΤΡΕ ΜΠΙΕΝ (το 5) είναι γνωστό κουτσάλογο. εγώ σε πάω στοίχημα, ότι δεν θα τερματίσει καν...

(από electron, 02/09/09)(από electron, 02/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παραλλαγή του γαλλικού μπιλιάρδου (carom, carambolage, το τραπέζι χωρίς τρύπες με τις τρεις μπάλες).

Στο κανονικό γαλλικό, στόχος είναι η μπάλα μας να πετύχει τις άλλες δύο. Αυτό λέγεται καραμπόλα. Στο τέλος, όποιος φτάσει πρώτος τον απαιτούμενο, προσυμφωνημένο, αριθμό από καραμπόλες, είναι και ο νικητής.

Στο τρίσποντο, καραμπόλα μετριέται μόνο αν η μπάλα μας χτυπήσει τρεις φορές σε σπόντα προτού βρει την τελευταία από τις άλλες δύο μπάλες (κάπου στην διαδρομή, πριν τις τρεις σπόντες, μετά ή ενδιάμεσα, εννοείται ότι έχει χτυπήσει και την πρώτη). Αυτή η καραμπόλα λέγεται και τρίσποντη.

Τρίσποντο παίζουν οι τιτανοτεράστιοι παίκτες, διότι είναι δύσκολο, και εκτός από το ότι πρέπει να κατέχεις γενικά το άθλημα, απαιτείται συγκροτημένη σκέψη, λόγω των υπολογισμών που χρειάζονται. Βέβαια υπάρχουν και τυφλοσούρτες μέθοδοι, αλλά απλά βοηθάνε στα πρώτα στάδια.

- Πάμε «ακαδημία» για τρίσποντο;
- Γάμησέ το, θα με πιάσει το κεφάλι μου. Δεν παίζουμε χαλαρά ένα απλό γαλλικό, να πιούμε και τις μπύρες μας;
- Νταξ, πάμε «ρόξι» τότε, να μπανίσουμε και κάνα κοριτσάκι, καθώς θα σενιάρω το κωλαράκι σου.

(από electron, 24/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αθλητική σλανγκιά για είδος αριστοτεχνικού σουτ ή πλασέ που περνάει πάνω από παίχτες και καταλήγει ακριβώς εκεί που θέλει ο μάστορας. Σλανγκίζεται κι ως σκαφτό, λόμπα, καντήλι και —στην υπέρτατα καγκουριάρικη μορφή του— λαμπρέτα.

Φυστικά παίζει και σε άλλα αθλήματα (μπάσκετ, μπιλιάρδο, κ.ά.)

1. Ψηλοκρεμαστό από τη σέντρα!!! Τα είδε όλα ο γκολκίπερ!

2. Το ψηλοκρεμαστό τακουνάκι του Ενγκμπακότο

Ψηλοκρεμαστός και με την κακή έννοια (από σφυρίζων, 03/04/13)Ψηλοκρεμαστή βάζει φωτιά στην Λεωφόρο. (από σφυρίζων, 03/04/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παίζω μπαρμπούτι, παίζω ζάρια στα καλιαρντά.

- Ἄντε μωρή, ξεκοῦνα νὰ πᾶς γιὰ τροτουάρ νὰ δοῦμε Θεοῦ πρόσωπο!
- Νάκα Ἀντρέα κατετζόρνα, βαρυέμαι! Θὰ ντὶκ κρυσταλλοσινοῦ... Ἂει κυβοκοκκαλιάσου νὰ ματσωθῇς, οὔφ...
- Ἴσα ρὲ σπαριλόμπεη (εἰρωνικά)! Ντὰπ, ντούπ (τὸν πλακώνει...). (Παράδειγμα Αἴαντος).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η μονολεκτική εκδοχή της φράσης «ψήσου για τίτσου». Γιατί όταν σε έχει πιάσει η γκάβλα να παίξεις, δε μπορείς να λες πολλές κουβέντες. Απαντάται και ως ψήτσου. Φυσικά δεν υπάρχει β' πληθυντικό στην έκφραση, γιατί πάντα ένας είναι ο ξενέρωτος που δεν ψήνεται να παίξει.

Έλα ρε, έχω φέρει τράπουλα. Μη μας το χαλάσεις πάλι. Ψίτσου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία