Καλιαρντή λέξη εκ των κιμπάρης και πουρό (βλ. λήμματα για ετυμολογία). Ο Ηλίας Πετρόπουλος δίνει τη σημασία μερακλήςμερακλής), αλλά φαντάζομαι μπορεί να έχει όλες τις σημασίες του κιμπάρης που δίνει το Πονηρόσκυλο, κι εφόσον μιλάμε για κάποιον πουρό, πρόκειται για έναν ηλικιωμένο κιμπάρη, ο οποίος ενδέχεται να σκάει τα λεφτά του μάλλον με διάθεση χορηγού τ. suggar daddy ή πουστοπατέρα- ζάχαρη, σε τεκνά και τεκνίτσες μικρότερης οικονομικής δύναμης. Ο επίμονος κιμπαροπουρός συχνά ανταμείβεται για την επιμονή του.

Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιροκλύσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα. (Αποκατέ).
Μετάφραση κατά προσέγγιση: Στη φυλακή (ή μήπως στο μπιντιεσεμικό ντάντζιον;) κιμπάρης ηλικιωμένος με ελευθεριάζουσα και πλούσια πουτανιάρα παντρεμένη βασάνισε με (κάποιο τέλος πάντων είδος από) ένεση γέρο χωρίς προφυλακτικό και ο γέρος ο επαρχιώτης ζήτησε μαστίγιο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μεταφορά στα ελληνικά της έκφρασης cyber-bully, πρόκειται για αυτόν που κάνει cyber-bullying ήτοι διαδικτυακό εκφοβισμό, δηλαδή εκφοβίζει, απειλεί ή ταπεινώνει άλλους χρήστες του Διαδικτύου, δρώντας ως μπούλης και νταής. Όπως σημειώνει η Βικούλα, μεταξύ των πρακτικών που συνιστούν κυβερνο-νταηλίκι είναι η "αποστολή φωτογραφιών του ατόμου ή αλλού είδους μαγνητοσκοπημένου υλικού, η αποστολή προσωπικών πληροφοριών του ατόμου σε πολλαπλούς παραλήπτες, η αποστολή απειλητικών μηνυμάτων σε αλλά άτομα υποκρινόμενος το άτομο που εκφοβίζεται, η υποκίνηση τρίτων για διαδικτυακή παρακολούθηση και παρενόχληση του ατόμου", όπως επίσης και το να "ποστάρεις φήμες και κουτσομπολιά για ένα άτομο στο ιντερνέτι προκαλώντας μίσος στους άλλους, ή να εντοπίζεις και στιγματίζεις συγκεκριμένα άτομα, δημοσιεύοντας υλικό που τους συκοφαντεί και τους εξευτελίζει δημόσια".

  1. O θάνατος του βιολιστή και οι κυβερνονταήδες. Ο 18χρονος Αμερικανός Τάιλερ Κλεμέντι οδηγήθηκε στην αυτοκτονία από δύο συμφοιτητές του οι οποίοι τον βιντεοσκόπησαν κρυφά να συνευρίσκεται ερωτικά με έναν άλλον άντρα και «ανέβασαν» τις περιπτύξεις του στο Διαδίκτυο. (Εδώ).
  2. Μέ έχουν αποκαλέσει υποστηρικτή τρομοκρατών. Μας έχουν αποκαλέσει παιδιά, κυβερνονταήδες, μας έχουν αποκαλέσει χούλιγκανς και ξέρεις κάποιες φορές, αυτά τα ονόματα δεν είναι τελείως άδικα. Αλλά αυτό είναι ένα σοβαρό πολιτικό κίνημα. (Εδώ η διερώτηση αν μπορούν οι Anonymous να χαρακτηριστούν ως κυβερνονταήδες).
  3. Από την άλλη πλευρά, η ανωνυμία σημαίνει ότι οι κυβερνο-νταήδες μπορούν να κάνουν συκοφαντικούς ισχυρισμούς χωρίς να λογοδοτούν για την ομιλία τους. (Ανωνυμία και λογοδοσία).

Τον όρο κυβερνονταήδες χρησιμοποιεί και ο Γιώργος Κυριαζής, μεταφραστής του Thomas Pynchon και δη του έργου Bleeding Edge:

Σε λίγο είναι συνδεδεμένοι και και κατεβαίνουν αργά από το πρωινό Μανχάταν στο ζοφερό σκοτάδι, με τις μηχανές αναζήτησης του επιφανειακού διαδικτύου από πάνω τους να σέρνονται από σύνδεσμο σε σύνδεσμο, αφήνοντας πίσω τους τα μπανεράκια και τα αναδυόμενα παράθυρα και τις ομάδες χρηστών και τα αυτοαναπαραγόμενα τσατ ρουμ... εκεί βαθιά όπου μπορούν να αρχίσουν να περιπλανιούνται ανάμεσα σε ιδιοποιημένα κομμάτια χώρου διευθύνσεων με κυβερνονταήδες να φρουρούν την περίμετρο, κέντρα λειτουργίας σπαμ, βιντεοπαιχνίδια που με τον ένα ή άλλον τρόπο κρίθηκαν υπερβολικά βίαια ή προσβλητικά ή όμορφα, και επομένως ακατάλληλα για την αγορά, όπως αυτή ορίζεται σήμερα...

Τόμας Πύντσον, Υπεραιχμή, Αθήνα: εκδ. Ψυχογιός, 2014, σ. 282

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλαιότερα αποτελούσε μειωτικό χαρακτηρισμό των οπαδών και μελών της ομάδας του Παναθηναϊκού στη λογική ότι η ομάδα εκπροσωπούσε τα αστικά και μεγαλοαστικά στρώματα της Αθήνας, και δη των Βορείων Προαστίων, με λίγα λόγια τους φλώρους της υπόθεσης, σε αντίθεση με τον αιώνιο αντίπαλο Ολυμπιακό, που αντιπροσώπευε το λιμάνι, την εργατιά και την προσφυγιά (λέμε τώρα) ή τις προσφυγικές ομάδες της Α.Ε.Κ. και του Π.Α.Ο.Κ.

Ως προς την ετυμολογία του τζιτζιφιόγκου βρήκα εδώ την ενδιαφέρουσα (πλην όχι σίγουρη) άποψη ότι πρόκειται για νόθο σύνθετο από το τουρκικό τζιτζί (< cici = ωραίος, χαριτωμένος) και το φιόγκος.

Νικώντας οι «μαουνιέρηδες» τους «τζιτζιφιόγκους» ήταν σαν να νικούσαν οι Αποκάτω τους Αποπάνω. Ιδεολόγημα; Βεβαιότατα! Και αν, μάλιστα, κάτσεις και καλοσκεφτείς ότι «τζιτζιφιόγκοι» δεν ήσαν οι ποδοσφαιριστές του ΠΑΟ (που ήσαν μεν και εκείνοι παιδιά των λαϊκών τάξεων, αλλά έπαιζαν για την ομάδα της «καλής κοινωνίας»), τότε το συγκεκριμένο ιδεολόγημα γίνεται αφόρητο και απύθμενο.
Ωστόσο, ιδεολόγημα-ξεϊδεολόγημα, από όλη αυτή τη συγκρουσική ιστορία έβγαινε κάθε Κυριακή απόγευμα ένα συμπέρασμα: ότι ο εργατικός και προσφυγικός Πειραιάς νικά την καλοταϊσμένη Αθήνα των βολεμένων αστών. (Εδώ).

Μια χρήση του "τζιτζιφιόγκος" που έχει συζητηθεί, από πρώην (πλέον) στέλεχος του Ποταμιού. (από Khan, 02/04/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία