Στα καλιαρντά είναι ο κακούργος, προφ από τον λήσταρχο Χρήστο Νάτσιο- Νταβέλη (1832-1856) με τη μυθιστορηματική ζωή που ενέπνευσε τη λαϊκή μούσα, γενόμενος ήρωας του Θεάτρου Σκιών, αλλά και πολλών θρύλων.

Ο λήσταρχος Χρήστος Νάτσιος- Νταβέλης, έργο του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου

Η μπατσαρία, άμα έβγαινε για παγανιά, έπρεπε ζορ ζορνά να τσακώσει κανένα κακομοίρη ή να ντουπάρει για να γουστάρει. Μπιζ και τζαζ. Μια δόση κάνουν οι ρούνες ένα ντου, τσακώνουνε δυο από μας, μας χώνουνε στο ρουνικό και μας πάνε στο Ηθών για ανάκριση. ΚουλάΚουλά. –Πιάσανε μαζί μου και την άχαλη, τη φίλη μου την Πόντια, τη μυταρού. Σούμη, το χαϊδευτικό της απ’ το Σουμέλα. Μας πήγαιναν συνοδεία κι αυτή έκανε την πλάκα της, η άτιμη. «Μάνα μου, θα γαμούνε μας και ντο πολλοί πα είναι», πέταξε την παροιμία της. Δεν είχα ξαναμπεί σε πούλμαν, έχω και κλειστοφοβία. Νόμιζα πως θα τεζάρω. Ταραγμάν-ταραχάν. Δε ρίξανε καθόλου ντουπ, πέσαμε σε καλά παιδιά, με τρόπους. Τελειώσανε τα τυπικά, κάνω να φύγω, «ελεύθερος, αγορίνα» μου λέει ο φρουρός και «πέρνα να μας βλέπεις και μας». Τον δικέλω, κούκλος, θεόλατσος. Τα φτιάχνω μ’ αυτόν, πολύ τον γουστάριζα, κόβω και λίγο απ’ την πιάτσα, με τάιζε. Όσο αρρενωπός ήτανε ο μπάτσος μου, άλλο τόσο παθιασμένος ήταν με την πάρτη μου. Δε λατσευότανε το κουραβάλιασμα. Βέρος τζιναβωτός ήτανε, μ’ είχε τρελάνει στα τσιμπούκια, αυτός σε μένα, όχι εγώ σ’ αυτόν. Φιλιά στο στόμα, άγριο κοντροσόλ με τη γλώσσα σα τριμπουσόν κι από κει τσιμπούκια συνέχεια, σε σημείο να μπουχτίζεις. Δε γουστάριζε κουραβέλτα. Μέσα στο περιπολικό τα κάναμε τα αίσχη μας, μας κοίταζε κι ένα μωρό από μια μικρή φωτογραφία δίπλα στο τιμόνι. Τελείωνε την πίπα ο καλός μου και άβελε κοντροσόλ από πάνω και στο παιδάκι του. Πατέρας, μικροπαντρεμένος ήτανε. Ποιος ξέρει τι μουσαντά θα μπέναβε στη γυναίκα του. Ε, δεν κρατάνε πολύ αυτά. Δεν είμαι δα και των δεσμών. Ούτε και της προστασίας, γιατί δε φοβάμαι. Είμαι πολύ δυνατή. Μας ζυγώνανε μερικοί και μας κάνανε τον κατελάνο. Ή τον νταβελάκη. Ε, δε σήκωνα τέτοια. Μια φορά έδειρα κάποιον νταγλαρά στο Βαρδάρι, ένα κωλόπαιδο, που μ’ έψαχνε με την πρόθεση να με χτυπήσει ο κατέ. Αδερφή είναι, σου λέει, μαθημένη να τις τρώει. Τώρα θα δεις ποια ειν’ η αδερφή και ποιος ειν’ ο μάγκας. (Από το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη Ο Γύρος του Θανάτου, εκδ. Άγρα, 2010, δες εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο κλεπταποδόχος.

Πάσα: Δεινόσαυρος.

1. Ρε ανθρωπακι τι σκεβεσαι που εισαι μια ζωη μπατιρης και ψυχραιμος, ντιπ κατα ντιπ δεν ανοιγεις γλεφαρο πως γινεται το χοντρο κονομι. Το οποιον μόρτες μια βολα και ενα καιρο ηταν ενας αετος με ισα τα ζυγια,τον λεγανε Βαγγο Καψούρη κοτοπνιχτης πρωτης, βρηκε το εταιρο ημισυ και γενικε κώλος και βρακί με το Βδελατο το Τσικιρικιντζη και δεν αφησανε απο βερνικι μεχρι ρυζι Μπαρμπαμπεν. Πεσανε και κατι αρκουδομαγκες στην απανω γειτονια και κανανε ενα ταράφι σενιο, ο τζες εδινε τας εντολας, και οτι πιπτει εις τας χειρας να περνανε στον Κλεφτακουμπα,ναι για! Ξηγιεται ομως ο Βδελατος αλμυρο φιστικι περι αντιρρησης να πουμε. -Ρε τραγο μοιαζουμε με αμερικανάκια να πεσουμε στο λουκι; Διοτι την σημερον το παν δεν ειναι να κανεις τσαρκες με μονοσολο παπουτσι αλλα η μεγαλη φτιαξη ειναι να μην σακουλεύονται τη μαγκια σου. Βαλανε το λοιπον ποιο εργο θα μπη στον πρωτο Λυκο να του φαει το σπλαχνο, και ασε το λαο να λεει, τσιριμπανεμ', τσιριμπανεμ' δεν εισαι ενταξει ουρανεμ'. Ετσι ο Μουσιου Κομ'ντε Μωλ' τη γαζωνει παρεα με τον αλεπουδιαρη και το πραμα ρολλαρει μεχρι νεωτερας.

  1. Ο Ονούφριος πήγε στη Λάρισα, βρήκε ένα κλεφτακούμπα που τον είχε γνωρίσει στις φυλακές, έδωκε τα τζοβαέρια, πήρε τη χαρτούρα και ξαναχάθηκε. Κάτι φήμες λένε ότι ζει στην Αθήνα χαμένος μέσα στην ανωνυμία του πλήθους. Κάτι άλλες λένε ότι παντρεύτηκε στη Καλαμάτα κι’ έχει ουζάδικο. Κάτι άλλες λένε ότι έφυγε κατά Βραζιλία. Δεν βρίσκεις όμως άκρη με κορόιδο που ξύπνησε και κατάλαβε ότι όποιος θέλει να ‘ναι μάγκας για τους άλλους είναι κορόιδο, και μάγκας είναι αυτός που είναι μάγκας για τη πάρτη του και δεν ξέρει κανείς τι κάνει και πως το ‘κονομάει, κι’ άμα γουστάρεις να σπας μύτες, να κάνεις τσαμπουκάδες, και να τη φουντώνεις μες στα ουζάδικα για να σου λένε οι πιτσιρήδες μάγκα, και να σου χαλάνε οι μπάτσοι κάθε τρεις και λίγο την ησυχία σου, είσαι κοροϊδάρα ξεγυρισμένη και βάλε δυο ρέγκες να σε κλαίνε και άσε τους πραγματικούς μάγκες να τις τρώνε για μεζέ και να γουστάρουν. Μάγκας να ‘σαι για πάρτη σου κι’ όχι για τα μάτια των άλλων. (Ήθελε να γίνει μάγκας).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πορτοφόλι γεμάτο με χαρτονομίσματα, στην αργκό των κλεφτρονιών.

«Τα λεμονάδικα»:
Εμείς τρώμε τα λάχανα
βουτάμε τις παντόφλες
για να μας βλέπουν ταχτικά
τις φυλακής οι πόρτες.

(από Khan, 06/11/11)

βλ. και πράσο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία