Χρησιμοποιείται επίσης για να καταδείξει τον κόλπο γεννητικού οργάνου κοινής ή ελαφρών ηθών γυναικός, του οποίου το μέγεθος είναι πέραν του κανονικού.

Αυτό μπορεί να συμβεί από την κατάχρηση του κόλπου για σεξουαλική ευχαρίστηση, με τη χρήση αντρικών μορίων, ομοιωμάτων αυτών ή άλλων αντικειμένων.

Το αποτέλεσμα είναι ο ευμεγέθης αυτός γυναικείος κόλπος να φέρνει στο νου την διάμετρο μιας εξίσου ευμεγέθους ζάντας, όπως για παράδειγμα αυτής της καλογυαλισμένης ζάντας 21'' που αναφέρει ο φίλος deusxt παραπάνω.

Βλέπε και της έκανα το μουνί πηγάδι.

- Και εγώ σου λέω ότι και ως πόλεμος του κόλπου μπορεί να θεωρηθεί και ο πόλεμος στην Τροία.
- Στην Super 3;
- Τη λε ρε βρομοσκούληκο! Της Τροίας εννοώ, με τον Πάρη και την ωραία Ελένη, η οποία είναι γυναίκα και η οποία διαθέτει...
- Ε, τι; δε ξέρω...
- Διαθέτει κόλπο βρε όργιο, μουνί πως να στο πω, εξ ου και πόλεμος του κόλπου!
- Ζάντα της το είχανε κάνει δηλαδή!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από τις σεξιστικότερες ύβρεις, σύμφωνα με την οποία το γυναικείο αιδοίο (και κατ' επέκταση η γυναίκα που το φέρει) παρομοιάζεται και εξομοιώνεται με μια απλή, νέτη σκέτη Τρύπα. Στο μυαλό αυτών που το λένε (διαβεβαιώ τον Τζίζας που πρότεινε τον όρο πως το λεν αρκετοί) η λέξη αυτή είναι ακόμα υβριστικότερη από το μουνί, μουνότρυπα και τα συναφή, καθότι υποβιβάζεται πλήρως η αξία του στη μη αξία μιας τρύπας η οποία, στην καλύτερη περίπτωση να βουλώσει και τίποτ' άλλο. Απαθής, αμέτοχη και αδιάφορη για τους πάντες τρύπα, αυτό είναι η γυναίκα στο μυαλό όσων τις αποκαλούν έτσι. Μάλλον έχουν τους προσωπικούς τους λόγους και δεν έχει να κάνει με το ποιόν της γυναίκας που υφίσταται αυτή την επίθεση.

Υπάρχουν και γυναίκες που το λένε προς τις ομόφυλές τους και τότε έχει μεγαλύτερο μένος η βρισιά. Τώρα αν λέγεται και σε αδελφές, ουκ οίδα. Μεταξύ τους, υποθέτω πως ναι, το λένε.

- Αχ συγνώμη κύριε, δεν το είδα το στοπ...
- Ουστ μωρή τρύπα, μιλάς κι από πάνω...

(από ironick, 22/11/08)

Βλ. και καυλόμουνο, αμαρτωλό, ξεψώλι.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία