(Ουσιαστικό, θηλ. πληθ. γκωλάθρες)
Η μεγάλη/επιβλητική και συνάμα αξιοθαύμαστη κωλάθρα αλλά με Θεσσαλονικιώτικο αξάν και στυλ.
- Πω πω, το βλέπεις το μωρό απέναντι;
- Ναι ρε φίλε, και έχει και τέλεια γκωλάθρα
(Ουσιαστικό, θηλ. πληθ. γκωλάθρες)
Η μεγάλη/επιβλητική και συνάμα αξιοθαύμαστη κωλάθρα αλλά με Θεσσαλονικιώτικο αξάν και στυλ.
- Πω πω, το βλέπεις το μωρό απέναντι;
- Ναι ρε φίλε, και έχει και τέλεια γκωλάθρα
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!