Εμφανίστηκε στον μεταπολεμικό Πειραιά και συγκεκριμένα στις περιοχές της Β' Πειραιά, όπου πολλοί οίκοι ανοχής είχαν μια ιδιαιτερότητα: διέθεταν μεσοτοιχία με τρύπα από όπου ο κώλος της γυναίκας ήταν προσβάσιμος στον άνδρα. Εξ ου και κωλάδικο.

Τα αίτια του φαινομένου ανάγονταν στην φτώχεια που ανάγκαζε πολλές γυναίκες να εκδίδονται ακόμα και αν δεν ήταν επαγγελματίες. Για να μην αναγνωρίζονται όμως και για να μην στιγματιστούν ως «πουτάνες» κρύβονταν πίσω από τον τοίχο, αυτά σε εποχές που η φτώχεια και η ανέχεια κυριαρχούσε στα λαϊκά στρώματα.

Στην συνέχεια η λέξη άλλαξε χαρακτήρα αφού την χρησιμοποιούμε για περιγράψουμε ένα μπαρ χαμηλού επιπέδου όπου γυναίκες κάνουν βίζιτες.

  1. Σιγά μην πάω εκεί, αυτό είναι κωλάδικο!

  2. Έχει μια Ρωσιδούλα στο κωλάδικο που πήγα χθες με τον Νίκο, σκέτη κάβλα!

Βλ. και τσιμπουκότρυπα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Για αρχή η λέξη δεν πρέπει να μπερδεύεται με το «λέτσος» [<ιταλ. lezzo (=δυσωδία)], το οποίο σημαίνει ακριβώς το αντίθετο.

Ντύθηκα λέντζος σημαίνει πως έχω ντυθεί στην τρίχα ή στην πένα, δηλαδή πάρα πολύ καλά και επίσημα.

Κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από την επωνυμία λέντζος (παλιό κατάστημα ανδρικού ρουχισμού στον Πειραιά με ρούχα υποτίθεται πρώτης διαλογής - το κατάστημα αυτό μάλλον υπάρχει ακόμα).

Παραδόξως κάποιοι παλιοί λούμπεν θρύλοι αναγνωρίζουν ευκολότερα τη λέξη λέντζος (την οποία χρησιμοποιούν και συχνότερα) από την αντίθετή της «λέτσος».

...και που λες Κωτσαρή, ρίξαμε «κορώνα-γράμματα» έξω από την «Πάρνηθα», και έπεσε το γαμημένο το κέρμα κάτω απ' τ' αμάξι. Τι να κάνω, συρθήκαμε όλοι από κάτω να δούμε τι ήρθε... και φόραγα ρε το άσπρο κουστούμι με τα άσπρα τα σκαρπίνια, γιατί όποτε ανέβαινα στο «βουνό» ντυνόμουν λέντζος από πάνω μέχρι κάτω...
(Σημ. πραγματική εξιστόρηση)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία