Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Το θεόμουνο, ο μουνάγγελος, ο καυλάγγελος. Άλλη μια λατρευτική σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Βλ. επίσης: -μούνα.

«Ωωωωωχ!... Άααααχ!...» έκαμνε συνεχώς και ο θαυμαστής της, τρίβων αδιακόπως την ψωλήν του επί του σφύζοντος προ αυτού ανοικτού μουνέττου, λέγων μεταξύ των στοναχών του γλυκασμού που εδοκίμαζε: «Μουνίτσα μου!... Μικρή μου Μίς:... Αγγελομούνα μου!... Φλώσσυ!... Φλώσσυ!... Μουνάγγελε!... Ψωλέττα μου! Ψωλήνα!...»
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 38)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εξωτική -ως προς τον ήχο της- παραλλαγή της έκφρασης «γαμώ!». Δηλώνει θαυμασμό... Προέρχεται από τα γαμώ (ή μάλλον από το ναζιάρικα προφερόμενο γαμάω) και *ουάου**(α)*. Μιλάμε για άκρατο ενθουσιασμό. Η «κακιά» λέξη παίρνει έτσι μια χροιά αφέλειας και κοριτσίστικου ή αδελφίστικου καθωσπρεπισμού και χάνει την προστυχιά της. Όπως λέγανε κάποτε (και ακόμα λένε, είναι απίστευτο) «άει στο διάτανο» αντί για ασταδγιάλα (άσχετο).

- Δες το φορεματάκι που ψώνισα...
- Μαλάκα, είναι και πολύ γαμάουα! Πού το βρήκες;
- Α δεν έχει άλλο, ήταν το τελευταίο.

Γιουτιουμπική καμενιά (από Khan, 21/09/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μία από τις βασικές -ίλες, είναι η μυρωδιά που αναδίδει η γυναίκα, το αντίστοιχο του αντρίλα, μόνο- ελπίζουμε- πιο μυρωδικό. Βεβαίως, η γυναικίλα μπορεί να καλύπτει ένα μεγἀλο φάσμα οσμών από την μυρωδάτη τριανταφυλλίλα έως το καμένο ντουί, όταν υπάρχει θεματάκι με τα μουνικά, φτάνοντας μέχρι και τη μαμαδίλα μιας ώριμης γυναίκας που αποπνέει μιλφίλα, ή όλες αυτές τις μυρωδιές που αναδίδει η φύση μετά το πέρασμα μιας μουνοκαταιγίδας. Γενικά πάντως η γυναικίλα είναι το τζενέρικ, είναι συνήθως κάτι περισσότερο από μια οσμή, μάλλον περιγράφει κατάσταση, όπου υπάρχει υπερβολική δόση θηλυκότητας φορ μπέτερ ορ φορ γουόρς, ή που έχουμε έναν μουνόκαμπο από πάρα πολλές γυναίκες μαζεμένες.

Η λέξη παλιά, υπάρχει από τον 19ο αιώνα, καθώς την βρίσκω σε μια μετάφραση των Νεφελών Αριστοφάνους από τον Γεώργιο Σουρή (1900), και βεβαίως την βρίσκουμε στους δύο μεγάλους Νεοέλληνες πεζογράφους της -ίλας, ήτοι τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Στρατή Τσίρκα, που προσπαθούν και οι δύο να αποδώσουν με λέξεις στα μυθιστορήματά τους ένα ολόκληρο οσφραντικό σύμπαν εμπνευσμένο αντιστοίχως από την Κρήτη και από τις πολιτείες της Εγγύς Ανατολής. Σε παλαιότερες εποχές, η γυναικίλα ήταν η μυρωδιά μιας παστρικιάς, με την ευρεία έννοια, δηλαδή μιας γυναίκας που πλενόταν και μοσχοσαπουνιζόταν, πιθανόν σε αντίστιξη με τον άντρα της που μύριζε βαρβατίλα και τραγίλα. Η γυναικίλα μπορεί να ήταν και ύποπτη: Ένας άντρας που μυρίζει γυναικίλα σημαίνει ότι θα ξενοπηδιότανε με κάποια παστρικοθοδώρα, και δυστυχώς δεν έχει την καθησυχαστική γνώριμη αρχιδίλα του, αλλά αφενός πλένεται ο ίδιος για να κάνει τον δανδή, και αφεδύο κουβαλάει πάνω του και τις μυρωδιές της γκόμενας.

  1. Μπήκαμε. Μύριζε η παράγκα μυρωδιές, πούδρες, σαπούνια, γυναικίλα.
    - Κι αυτά τα μασκαραλίκια τι είναι, δε μου λες; φώναξα βλέποντας αραδιασμένα απάνω σ' ένα κασόνι τσαντάκια, μοσκοσάπουνα, κάλτσες γυναικείες, ένα κόκκινο ομπρελίνο, δυο μποτιλάκια μυρωδιά.
    - Δώρα... μουρμούρισε ο Ζορμπάς με σκυμμένο το κεφάλι.
    - Δώρα;! Έκαμα προσπαθώντας να αγριέψω. Δώρα;
    - Δώρα, αφεντικό. Μη θυμώσεις. Για την καημένη την Μπουμπουλίνα. Λαμπρή ζυγώνει. Άνθρωπος είναι κι αυτή.
    Κατάφερα να κρατήσω τα γέλια. (Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Αθήνα: Τυπ. Δημητράκου, 1946).
  2. Και δεν τον πρόδωσε, δεν τον φανέρωσε ποιος ήτανε σε κανένα, μήτε γνώρισε ποτέ άλλον άντρα, πιστή στ' όνομα που της δώσανε στη Νάξο, Αριάγνη, η πιο αγνή δηλαδή. Χρόνια τον κράτησε μακριά της. Στο ίδιο κρεβάτι, ναι- μα τίποτ' άλλο. Σπάραζε, παρακαλούσε, σήκωνε χέρι. Εκείνη: Αριάγνη. Έμπλεξε αυτός με άλλες, ξενοκοιμότανε, βρωμοκοπούσε γυναικίλα και μυρωδιές, ας τον χαίρονταν οι πατσαβούρες τέτοιον άντρα που δεν είχε αντρισμό. (Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1962).
  3. Και σαν γλυκοκοιμότανε τη νύχτα στο κρεβάτι, μ' εμένα τον χωριάτη, εγώ τρυγιαίς εμύριζα, σύκα, μαλλί, τραγίλα, και τόση βαρβατίλα, κι εκείνη πάλι μύριζε κρόκους και μύρα τόσα, παιχνίδια και φιλήματα που δεν τα ΄λεγε η γλώσσα, και γυναικίλα κι έρωτα και γκάστρωμα και γέννα (Αριστοφάνους Νεφέλαι, σε μετάφραση Γεωργίου Σουρή, 1900)

Στη δική μας εποχή η γυναικίλα έχει εξελιχθεί:

Στάνταρ το διηύθυνε γυναίκα. Η γυναικίλα αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα και ήταν πνιγηρή. Δεν ήταν μόνο τα διακριτικά rechaud με άρωμα βανίλιας και κανέλλας, οι απαράμιλλου γούστου καναπέδες με τα έθνικ μαξιλάρια - με τα καλύμματα κεντημένα στο χέρι σαφώς - ήταν... (Η μπλογοτέχνης Αγγελική Μαρίνου εδώ)

Άλλες σημασιολογικές αποχρώσεις: Η γυναικίλα μπορεί να είναι η γυναικεία ανθρωπίλα, η φυσική μυρωδιά, αν αφαιρέσεις όλες τις τεχνητές επιστρώσεις, που στην εποχή μας είναι πολυάριθμες. Η γυναικίλα μπορεί να σημαίνει έτσι μια νοσταλγική επιστροφή στη φυσική (μη)-καθαρότητα.

Το ανθρώπινο δέρμα δεν πρέπει να μυρίζει ανθισμένα ανοιξιάτικα άνθη αλλά "δερματίλα"!!! Σεξ με αντρίλα και γυναικίλα. Πλύσιμο μόνο με νερό. (Γλάιφο).

Μπορεί να είναι η θηλυκότητα.

Παντως για μενα, η γυναικιλα (ναι, η λεξη θηλυκοτητα δε μου αρεσει, ειμαι βλάχος, τι να κανουμε..) στη γυναικα δε χρειαζεται να ειναι μετρημενη. (Ινσόμνια).

Μπορεί να είναι η συσσώρευση γυναικείων ορμονών σε έναν μουνόκαμπο:

  1. Η εξαιρετική φωτογραφία είναι από δω. Μόνο που ο μουσάτος στο πίσω μέρος του κάδρου -είτε βρέθηκε εκεί από φωτογραφική άποψη είτε όχι- καταστρέφει στα μάτια μου την αρμονία της εικόνας, σπάζοντας την γυναικίλα με την αντρόφατσά του. (Ο μπλογοτέχνης Old Boy εδώ).
  2. Πολλές γυναίκες μαζί. Δυο, δυο. Τρεις, τρεις. Τέσσερις, πέντε... [...] Κουτσομπόλες όλες αντάμα, ραντεβού στην Βασ. Σοφίας. Δυο, τρεις τέσσερεις, φιλιούνται σταυρωτά, διαισθάνονται αμέσως αν η αύρα του φιλιού είναι θετική -και ναι της Τ είναι σταθερά αρνητική- χαριεντίζονται από κεκτημένη ταχύτητα, είναι σε φόρμα (Η Τ το ‘χει πάντα το προβληματάκι της, ποιος της φταίει που έχει να δει άντρα από τότε που βάφτισε τον γιό της;). Όλες μαζί. Κάτι σαν αδελφότητα ας πούμε. Αδελφότητα πολύπειρων, δυνατών, ευαίσθητων, χαρισματικών (middle aged) γυναικών. Αδελφότητα ανώριμων, ανασφαλών, εξαρτημένων, μαλακισμένων θηλυκών -αν και όχι τόσο, τώρα πια. Η ηλικία και τα «δώρα» της. Έχει και το middle age τα θετικά του… Δεν είναι πολύς καιρός που αυτή η «γυναικίλα» μου έφερνε ναυτία. Μου μύριζε γκρίνια, αγαμία, μπιρίμπα, μούχλα. (Εδώ).

Μπορεί να είναι αποδιοπομπαία οσμή.

Αν τεκνοποιήσεις με γυναίκα, μπορεί να κολλήσει το παιδί γυναικίλα και να βγεί με κέρατα και ουρά. (Μπουντουσουμού).

Τέλος μπορεί να σημάνει την γυναικεία ετεροκανονιστικότητα, ήτοι το γυναικείο αντίστοιχο της ματσίλας, που μπορεί να καταντήσει τουματσίλα και ως τέτοια να αποδοκιμαστεί από λοξούς, αχαρτογράφητους, χιπστέρια και άλλους περίεργους.

Άρα το pride είναι και για εμάς. Και πού ξέρεις μπορεί να ανακαλύψουμε και μια άλλη μας πλευρά που δεν τολμούσαμε. Σκατά στη γυναικίλα! (Ίντυ)

Γυναικίλα, απάντηση στο Μπραφ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γαμώ, ουάου, γαμάουα, ούμπερ, σούπερ, τοπ. Που παίρνει δέκα άριστα στη βαθμολογία. Όχι βέβαια ο σπασίκλας ή το φυτό στο σχολείο, αλλά αυτός που το αξίζει πραγματικά.

Αφορά τα πάντα, κάθε φύλο και γένος, άψυχα και έμψυχα, οποιαδήποτε ικανότητα, ιδιότητα, αλλά κυρίως χρησιμοποιείται όταν πρόκειται να αξιολογήσουμε -και κατόπιν να χαρακτηρίσουμε- το άλλο φύλο ως προς την εμφάνιση.

  1. - Ωραίος;
    - Δεκάρι σου λέω!

  2. Αυτό ήταν το δεκάρι μωρή; Σκέτη χουντόφατσα είναι!

(αγορασμένα, που λέει και ο σσττφφννσσ)

απο την "ομώνυμη" ταινία  (από anchelito, 29/11/10)

βλ. και δέκα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η εξέλιξη της έκφρασης είσαι ωραίος η οποία είναι
είσαι κατα στάδιο η εξής:

ωραιος -> σ'ωραίος-> σωραίος -> ναζωραίος -> ζαγοραίος-> ζαγοράκης

Σημειώνεται δε ότι από έγκριτους γλωσσολόγους θεωρείται αναμενόμη εξέλιξη του όρου καθώς ο πρώην αρχηγός της Εθνικής Ελλάδος και νυν πρόεδρος της ΠΑΕ ΠΑΟΚ Θοδωρής Ζαγοράκης είναι ο πιο άντρας, πιο γόης, πιο σκληρός, πιο μοβόρικος και με την καλύτερη χαίτη από όλους (με την εξαίρεση ίσως του επιθετικού της Bayer Leverkusen και συνέλληνα Θεοφάνη Γκέκα) και ωσεκτουτού θεωρείται από τους ειδικούς φυσιογνωμιστές όπως ο Evan Georgoulakis η προσωποποίηση της έκφρασης «είσαι ωραίος».

– Που λες Μάκη... Ψε η καλύτερη μερά... Πήγα είδα ΠΑΟΚ, νικήσαμε, τσάκισα δυο κυπριακές με γύρο στο Μάκης Γκριλ μετά και στο καπάκι τακτοποίησα και την Ρίτσα να μην γκρινιάζει...
– Με τις Κυπριακές στο στομάχι ρε Θηρίο;
– Ε, τι σε λέω...
– Ψψψψ, Ζαγοράκης...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στο ιδίωμα της BDSM κοινότητας είναι η θηλυκότητα αντικείμενο λατρείας από υποτακτικούς σούμπηδες.

  1. Εχτες που ειχα παει στο fetish ball και ειδα την Lola μου γεννηθηκε η εξης απορια: Ας υποθεσουμε οτι ειμαι δηλωνω Αφεντης η Κυριαρχος και βλεπω αυτο το θεικο πλασμα μπροστα μου να μαγευει. Αν εκεινη την στιγμη μου ερθει σαν κεραυνος η επιθυμια να αφεθω στα χερια της θα παψω να ειμαι Κυριαρχος; Και γιατι να μην το κανω οταν εχω μια ΘΕΑ διπλα μου; Προσωπική μου γνώμη - όπως έχω δηλώσει και αλλού: Αν κάτι θέλουμε και με αυτό δεν βλάπτεται κανείς δεν υπάρχει λόγος να αφήσουμε την όποια "ταμπελά" να μας σταματήσει. Είμαστε εδώ γιατί μας αρέσει. Γιατί λοιπόν να μην κάνουμε το κέφι μας υπακούοντας σε συμβατικότητες τη στιγμή που είμαστε στο χώρο αυτό και τις αποφεύγουμε? την γνωριζεις ως Ελληνάρας...την πολιορκεις ως Αφεντης...χαιροσαστε τον ερωτα σας οπως θελετε εσεις...δεν υπαρχουν περιορισμοι η ταμπελες Δεν καταλαβαίνω γιατί συνδέεται η ομορφιά με την επιθυμία υποταγής ή Κυριαρχίας εν προκειμένω, εφόσον δεν είναι κανένας παγκόσμιος νόμος πως η Κυριαρχία και η υποταγή έχουν άμεση σχέση με το θαυμασμό για την ομορφιά. Σε άλλα υποκείμενα δεν έχουν. Αν λοιπόν εσένα σου βγαίνει έτσι, τότε εξέτασε την πιθανότητα να επιθυμείς τη δική σου υποταγή σε μία γυναίκα Κυριαρχικής ψυχολογίας, που θα σε ελκύει όσο αυτή. (τι μου θύμισες τώρα, έχω διαβάσει "Αφέντρες" να καυχιούνται πως "έσπασαν" Μαστεράδες, και τους έκαναν να κυλιούνται στα πατώματα γι αυτές -με δικά μου λόγια, τα δικά τους ήταν αρκετά πιο άκομψα- πάντα θεωρούσα τέτοιες αυτάρεσκες δηλώσεις γελοίες και υποτιμητικές για το ίδιο άτομο που τις εκφέρει). Σε δεύτερη ανάγνωση, πάντα οι Κυριαρχικές μου κεραίες οσμίζονται ενοχική αντιμετώπιση της υποτακτικής επιθυμίας, όταν διαβάζω κάτι που μυρίζει "παρά τη θέλησή μου". Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Ομορφιά είναι ένα προπέτασμα για την ενοχή νομίζω. Σκέψου κι αυτό. Αν πραγματικά θέλει κάποιος να υποταχθεί, δε χρειάζεται πέπλα. (Εδώ).
    1. Προσευχή στη θεά. Μήτηρ ημών ενσαρκωθείσα επί της γης, 
% δοξασθήτω το όνομα Σου.
      
% Ελθέτω η βασιλεία Σου. 
% Γενηθήτω το θέλημα Σου, ως εν δώμασι και επί σκηνής.
      
% Τον πόνον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον.
      
% Και άφες ημίν τας ανυπακοάς ημών,
      
% ως και ημείς αφίεμεν τοις ορίοις ημών.
      
% Και εισένεγκαι ημάς εις πειρασμόν,
      
% και ουκ αν ρύσαι ημάς από του πονηρού. 
% Αμήν! (Προσευχή τελειωμένων σούμπηδων στη θεά τους εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

καταδρόμι, καταδρομί

Εξέχοντα μαχήμια μέλη τα καταδρόμια, των ειδικών δυνάμεων του στρατού, ομού μετά βατραχίων (οϋκίων), λοκατζήδων, αλεξιπτωτιστών κ.ά., συχνά πάσχοντα από ήπια πυρκαυλίτιδα, έως οξεία στρατοκαυλίτιδα -τους αλλάζουν τον αδόξαστο στις καταδρομικές αφού. Τους μένουν διάφορα κουσούρια, τ., κούρεμα καταδρομί, γυμναστική αλά καταδρόμι.
Καθ' εξτένσιο σημαίνει τον σωματικώς/ σεκσουαλικώς/ δυναμωτικώς 'σουπεργαμάωα', αλλά και το αντίθετό του, τον τελειωμένο.

  1. ο γιος μου το καταδρόμι! είσαι τόσο μαχήμι που περιμένω απτη ταράτσα να κατέβεις στο μπαλκόνι να μπεις στ σπίτι (εδώ)

  2. τους κατατροπώνει συνήθως το παλικάρι, ο παλαίουρας, το καταδρόμι, ο οϋκάς που μπορεί να μοιάζει χαμένο κορμί αλλά τελικά, είναι αυτός που σώνει την παρτίδα. (εδώ)

  3. Μια φορά πήγα σε παρόμοιο περιστατικό να βοηθήσω (και καλά ο γυμνασμένος, πολεμικοτεχνίτης, ex-αμφίβιο καταδρόμι και έτσι) και μου προτείνανε ένα κουμπούρι στη μούρη που τα είδα όλα. Δε λέει! (εδώ)

  4. Αυτά... και αν θέλαμε να σε πειράξουμε θα σΕ λέγαμε ότι δεν ήσουν καταδρόμι με αρχίδια, αλλά αρχίδια καταδρόμι (παλιοσπασοκλαμπάνια που θα με πεις σούργελο και μάλιστα πορτοκαλί το μηχανάκι που καβαλάω). (εδώ)

  5. ΔΕΝ ΜΑΣΑΜΕ ΤΑ ΚΑΤΑΔΡΟΜΙΑ....ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΚΠΑΙΔΕΥΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΟΥΜΕ 200 ΠΑΚΙΑ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ (εδώ)

  6. Δε θα γίνει το #praksikopima_28Sep και θα πάει άκλαυτη η φρεσκοκουρεμένη καταδρομί κουρούπα της Νάντιας. Φτου (εδώ)

  7. Αυτο το καταδρόμι οταν παει σπιτι ξελασκαρει 1 βαλβιδα που χει στο στομαχι κ αμολαει 5λεπτη κομπολογατη κλανια (εδώ)

  8. Ολες το παιζετε καταδρομια του σεξ αλλα μολις λερωθει κανα μαλλι μας τα κανετε τσουρεκια. (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη σύνθετη από το καυλέας+λέοντας. Φιλοφρόνηση που σκοπό έχει να αναδείξει την ρώμη, το πόσο γαμάτος και γενικά την εκτίμηση στο πρόσωπο αυτού που απευθύνεται. Ανώτερο του καυλέα/καβλέα. Βλέπε και καυλέας, καβλέας.

-Τι κάνει ρε συ ο φίλος σου ο Σάκης; -Ο Σάκης; Μεγάλος καυλέοντας! Κάθε βράδυ κι άλλο μουνί φορτώνει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το Κορμί (με κεφαλαίο) αποτελεί απαύγασμα όλων των εξιδανικευμένων προδιαγραφών που καθιστούν ένα αμαρτωλό επιθυμητό στο τριχεπώνυμο και μη ανδρικό πλήθος.

(Αεριωθούμενη λεβεντομούνα ρωτάει τεχνοφοβικό Ελληνάρα πώς να συνδέσει το κινητό της με τον φορητό της υπολογιστή...)

... Α, δεν είναι τίποτα ... συνδέεις τα ψιψιψίνια με τα κοκοκόψαρα και οδήγα...

(Ντροπιασμένος, αλλάζει θέση και κλαίγεται σε αδιάφορο Ασιάτη συνεπιβάτη...)

.... To χάσαμε το Κορμί πατριώτηηηη...!!!!

(Διαφήμιση ΓΕΡΜΑΝΟΥ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο δυνατός, ο ισχυρός στην αρχαία ελληνική. Στον μοδέρνο κόσμο, χρησιμοποιείται εις την σλανγκικήν καταχρηστικά, ως επίθετο ή και ως επιφώνημα, σε τετριμμένες περιπτώσεις, όπου αναδίδει μια ντελικάτη εσάνς γαλλο-φερμένης αργκό, μαζί με το αυστηρό του κλασικού χαρακτήρα.


1.
-Ψιτ, τσέκαρε...
-Κραταιό (πατούρι)!
2.
-Ρε δε θα 'ρθει ο Σάββας το βράδυ για ταινία, βγήκε ραντεβού.
-Μαλάκα σπάει ο κραταιός κύκλος των αγάμητων;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε