Η περιγραφή του ατόμου των ΜΑΤ... Της γνωστής αστυνομικής μονάδας...

Έκαναν ντου οι ματατζήδες και τους σάπισαν στο ξύλο...

(από Khan, 27/03/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η σερβιτόρα που κάνει τα ρεπό των άλλων.

- Πώς πήγε το καλοκαίρι;
- Καααλά. Αθήνα έμεινα.
- Πήξιμο!
- Μπα, καλά ήταν, γνώρισα όλες τις ρεπατζούδες στα στέκια, είδα επιτέλους καναν καινούργιο κώλο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επίσης και ναισεόλας (κατά το παρτόλας;).

Αυτός που είναι αντίθετος στο πνεύμα της εορτής του «Όχι» της 28ης Οκτωβρίου που γιορτάζουμε σήμερα, δηλαδή αυτός που λέει «ναι σε όλα», και είναι επομένως yes man, μειοδοτικός, ή και προδότης. Η έκφραση εννοεί κυρίως βουλευτές που υπερψήφισαν στο κοινοβούλιο τα Μνημόνια σε όλους τους όρους τους με την χαρακτηριστική φράση «ναι σε όλα», αλλά μπορεί να σημάνει και ευρύτερα τον μειοδοτικό προδότη που παραχωρεί τα πάντα.

Πάσα: Gatzman.

  1. ΜΗΝ ΠΙΣΤΕΥΕΤΕ ΤΟΥΣ ΝΑΙΣΕΟΛΑΤΖΗΔΕΣ ΒΟΛΕΥΤΕΣ…
    ΜΗΝ ΠΙΣΤΕΥΕΤΕ ΤΟΥΣ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ…
    ΜΗΝ ΤΟΥΣ ΑΦΗΝΕΤΕ ΣΕ ΧΛΩΡΟ ΚΛΑΡΙ…
    ΟΠΟΥ ΤΟΥΣ ΔΕΙΤΕ, ΟΠΟΥ ΤΟΥΣ ΒΡΕΙΤΕ ΠΡΟΓΚΙΞΤΕ ΤΟΥΣ, ΚΡΑΞΤΕ ΤΟΥΣ, ΜΠΟΥΓΕΛΩΣΤΕ ΤΟΥΣ, ΠΑΡΤΕ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΙΣ ΠΕΤΡΕΣ. (Φωνακλάςεδώ).

  2. ΘΑ ΚΡΕΜΑΣΤΕΙΤΕ ΣΤΟ ΓΟΥΔΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΝΑΙΣΕΟΛΑΤΖΗΔΕΣ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΣΑΣ ΤΟΝ ΓΑΠ ΤΑ ΑΔΕΡΦΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΥΣΩΛΕΙΟ ΤΗ ΜΑΝΑ ΤΟΥ (Άλλος φωνακλάς εκεί).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρεμπέτικη φρασεολογία για το λαθρεμπόριο και τον κοντραμπατζή, αντίστοιχα. Επί τουρκοκρατίας, μια μεγάλη μερίδα Ρωμιών θησαύριζε διακινώντας λαθραία καπνά. Οι σύγχρονοι κατσιρματζήδες διακινούν λαθραία τσιγάρα με κακοτάξιδα πατατάδικα.

Ως ναρκοσλάνγκ, κατσιρματζής αποκαλείται επίσης το βαποράκι που (συχνά εν αγνοία του) μεταφέρει πράμα (βλ. εδώ).

Εκ του τουρκικού kaçırma / kaçırmasi (απαγωγή). Στην γουγλογραφία εμφανίζεται κι ως κατιρματζής.

1.
Επαγγελματίες βαρκάρηδες, ξεμπαρκάρανε τους επιβάτες από τα μεγάλα βιαστικά βαπόρια, τα ποστάλε, που δεν μπαίνανε μες στο λιμάνι, μόνο αράζανε μισό η κι ένα μίλι στ' ανοιχτά. Κοντά σ' αυτό, λίγο ψαράδες, λίγο κατσιρματζήδες, λίγο νταβατζήδες στα καφέ σαντάν και τα καφέ αμάν του λιμανιού. Ποτισμένοι άρμη, ψημένα παλικάρια κι από τις δυο μεριές.

  1. ♪♫ Μες τα Βουρλά κατιρματζής
    αντάμης και κοντραμπατζής
    και της τουρκιάς ο τρόμος
    καβάλα σε λιγνό φαρί
    το μάτι του θόλο βαρύ
    πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος

Είχε σκοτώσει τσαντιρμά
Όταν περνούσε κατσιρμά
Μπροστά απ’ το καρακόλι
Για να γλιτώσει τα καπνά
Σκαρφάλωσε από τα βουνά
Και τα φευγάτισε στην Πόλη ♪♫ («Ο μπάρμπας μου ο Παναγής», Μιχ. Ζαμπέτας)

3. Κατιρματζής είναι ο λαθρέμπορος. Επί Οθωμανών υπήρχε ένας τεράστιος υπόκοσμος που ζούσε από το λαθρεμπόριο καπνών για το οποίο υπήρχε αυστηρότατος έλεγχος. Οι Έλληνες της ανατολής πρωτοστατούσαν σε αυτή τη δραστηριότητα.

(από Khan, 19/06/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο βοθρατζής, αυτός που εκκενώνει βόθρους, αλλά και κάθε ένας που λέει μαλακίες και είναι γεμάτος σκατά στην ψυχή του.

  1. Να μου θυμίσεις να πάρω τηλέφωνο τον σκατατζή, γιατί δεν πάει άλλο η κατάσταση στο εξοχικό. Βρωμάει όλη η γειτονιά!

  2. Έχει μαζέψει στο κόμμα του όλους τους σκατατζήδες και μας κάνουν και τους έξυπνους.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο συντάκτης / υπεύθυνος ύλης σε εφημερίδα, αυτός που «ζωγραφίζει τις σελίδες της εφημερίδας, στο πλαίσιο των εντολών και των κατευθύνσεων που αφορούν την ''οπτική'' γραμμή του εντύπου» (δες). Ο υλατζής πρέπει να συνεννοηθεί με τον αρχισυντάκτη και τους υπεύθυνους τμημάτων για το πώς θα μπουν και θα διαταχθούν τα άρθρα στις σελίδες. Στη συνέχεια επιμελείται τα άρθρα, τους βάζει τίτλους, υπότιτλους και υπέρτιτλους, γεγονός καθοριστικό για την αναγνωσιμότητα. Και φτιάχνει το κασέ, επιλέγοντας και φωτογραφίες και συντάσσοντας λεζάντες. Στην συνέχεια στέλνει το σύνολο στον φωτοστοιχειοθέτη ή σελιδοποιό (δες). Με λίγα λόγια φροντίζει το οπτικό αποτέλεσμα στις σελίδες, το οποίο, στην εποχή μας, που δεν θα κάτσει ο αναγνώστης να διαβάσει τα πάντα, αλλά θα πάρει περισσότερο μια γενική ιδέα για το περιεχόμενο της εφημερίδας, έχει πολύ μεγάλη σημασία.

Για τις διαφορετικές αξιολογήσεις του όρου υλατζής, μεταξύ λάτζας, εκμετάλλευσης, καλλιτεχνικού αισθητηρίου, απογοητευτικής αφάνειας και ασημίας, αλλά και ανακούφισης από την άλλη που δεν φέρεις το εμφανές στίγμα του δημοσιοκάφρου, ευθύνης και δυνατοτήτων προαγωγής, βλ. τα παραδείγματα.

Πάσα (Δ.Π.): Δεινόσαυρος.

1. Εκτός από όλα τα άλλα εξωτικά όντα που παρεπιδημούν στον χώρο, υπάρχουν ανάμεσά τους και οι “υλατζήδες”. Aυθαίρετα υποθέτω πως ένας “υλατζής” είναι για το MME στο οποίο τον έχουν μαντρωμένο , κάτι μεταξύ λοστρόμου, θερμαστή και θαλαμηπόλου. Απλά όταν αλλάζει ρόλους πλένεται και ίσως προλαβαίνει να αλλάζει και βρακί. Δεν ξέρω τι άλλο να υποθέσω. Κι από τη στιγμή που διάβασα πως “υπάρχει υλατζής που κάνει 32 σελίδες” [...] Τι να είναι λοιπόν ο “υλατζής” ; Αντικείμενο εκμετάλλευσης ή μηχανή του κιμά ; [...] Δεν μπορεί να βγάζεις μόνος σου 32 σελίδες έστω κι αν γράφεις σε μηνιάτικο έντυπο. Ακόμη κι αν σου φορτώσαν στην καμπούρα να γράφεις τα ζώδια, τη σελίδα με τα περιεχόμενα και να επιμελείσαι τη σελίδα με τα ροζ τηλέφωνα, τριανταδυό σελίδες δεν βγαίνουν. Σ’ αυτό το σκληρό άθλημα, στα 31 καίγ.. (πάλι…γαμώτο…). Αντικείμενο εκμετάλλευσης ; Σαν τη Σβετλάνα του ορόφου δηλαδή. Ίσως. Αλλά έχω μια σκοτεινή υποψία πως της συγκεκριμένης Σβετλάνας τα θέλει ο κώλος της αφού ήθελε να δηλώσει δημοσιογράφος (με η χωρίς ταυτότητα της ΕΣΗΕΑ ή της ΕΣΗΕΜΘ ή της Daily Mirror) και όχι βιζιτού. Μερικές φορές είναι προτιμότερο να ακολουθείς τη φύση σου. [...] Από τη στιγμή, όμως, που υπάρχουν παιδιά ή λιγότερο παιδιά που για 400, 500 και 600 ευρώ παρακαλούν για αναθέσεις έργου κατά παραγγελία και με το μέτρο, για να ρουφάνε μελάνι και να φτύνουν λέξεις, το ζήτημα είναι λιγότερο αστείο από ότι δείχνει η εντελώς χυδαία περιγραφή εργασίας τους. Άλλο αν στα credits του έντυπου, περήφανα φαντάζει κεντημένο το όνομα τους κάτω από τη μαρκίζα “ειδικοί συνεργάτες” ή – μεγαλεία ! - “συντακτική ομάδα”. Πάντα οι γυάλινες χάντρες και τα καθρεφτάκια είχαν πέραση στους αποσβολωμένους ιθαγενείς που πρωταντίκριζαν τα μεγάλα καράβια…

2. Υλατζής, απαντώ πονηρά όταν με ρωτούν με τι ασχολούμαι. Ακούγεται κάπως σαν λαντζέρης, το ξέρω, αλλά καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή. Η λέξη με βολεύει απίστευτα, καθώς ελάχιστοι τη συνδέουν με τον Τύπο κι έτσι γλιτώνω την κατακραυγή που προκαλεί το «λειτούργημα» στην κοινωνία.

3. Το αρχαιότερο επάγγελμα στην αρχαιότερη δημοκρατία. Μετά από την περισυλλογή των διακοπών και τα άδεια περίπτερα των Χριστουγέννων, τα σημερινά πρωτοσέλιδα είναι κάπως ανέμπνευστα. Φαίνεται πως η μικρή διακοπή έκοψε τον οίστρο σε ρεπόρτερ, υλατζήδες και διευθυντάδες. Ούτε μια €ντολή Σαμαρά δεν υπάρχει να καταλάβουμε πως Χριστός γεννάται σήμερον (έστω προχθές).

4. Πολλές φορές έχω σκεφτεί πόσο άσχημο ήταν, για τον ίδιο, που έγινε συντάκτης ύλης. Δεν εννοώ με αυτό ότι το να είσαι συντάκτης ύλης σε μία εφημερίδα είναι μία άσχημη δουλειά. Αντιθέτως, οι περισσότεροι υλατζήδες που έχω γνωρίσει είναι πολύ ποιοτικοί δημοσιογράφοι, ενώ έχουν και καλλιτεχνική φύση. Αυτό που είναι άσχημο, είναι ότι ξεκίνησε να γράφει στα διεθνή, με παρακαταθήκη πολύ δυνατό χειρόγραφο, με τη δική μου ματιά να διαβλέπει πολλές προοπτικές, μέχρι να αποφασίσει η διεύθυνση να τον γυρίσει στην ύλη.]

5. Κάποτε για να γίνει κανείς διευθυντής εφημερίδας, έπρεπε να είχε ικανότητες περίπου …πρωθυπουργού. Γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να αντισταθεί στις διάφορες πιέσεις. Σήμερα, πρώην υπάλληλοι κομματικών γραφείων διευθύνουν εφημερίδες. Πρώην «υλατζήδες» και γραφίστες παριστάνουν τους «διευθυντές» εφημερίδων. Επειδή αυτό που έχει σημασία είναι η εικόνα και όχι το κείμενο, όπως ακριβώς στην τηλεόραση. Αλλά η εφημερίδα δεν είναι τηλεόραση.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατάπτυστος και επαίσχυντος σλανγκισμός που αναφέρεται σε πάσχοντες από aids ή φορείς του HIV.

Η κατάληξη -τζής εξισώνει την πάθηση με κάποια επαγγελματική εξειδίκευση (π.χ. πατωματζής, μπογιατζής, βοθρατζής) ή κάποια πλευρά του χαρακτήρα (π.χ. αεριτζής, κοπανατζής) και προσδίδει μια απαξιωτική εσάνς.

Η χρήση του θα πρέπει να αποφεύγεται, όχι γιατι είναι politically incorrect (disclaimer: η σλανγκ απεχθάνεται τέτοιου είδους νεοφιλελέ αυτολογοκρισίες) αλλά γιατί προδίδει κακογουστιά, χαμηλή νοημοσύνη και πρώιμο χρυσαβγιτισμό.

- Ένας μύκητας που είναι εντελώς αθώος για έναν φυσιολογικό άνθρωπο μπορεί να αποβεί μοιραίος σε έναν ανοσοκατασταλμένο εϊτζή.
-Φτάνει η πούτσα σου στον κώλο σου, αούγκανε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο δεσπότης, ο επίσκοπος, στα καλιαρντά, εκ του βακουλή που σημαίνει εκκλησία και του νταβατζής.

- Αααα, τώρα κατάλαβα. Αλλά δεν ήξερα ότι τα είχε με εκείνο το αγλαρότεκνο. - Καλέ ναι. Γνωρίστηκαν σε κάτι βακουλόσταμπα, που είχε παραστεί ο βακουλονταβατζής ο ίδιος! (Αποκατέ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο λαθρέμπορος. Ο όρος αναφέρονταν κυρίως σ' αυτούς που έκαναν λαθρεμπόριο δια θαλάσσης. Ο αντίστοιχος όρος για την ξηρά ήταν κατσιρματζής ή κατιρματζής. Η ακμή των κοντραμπατζήδων είναι από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή, αν και κάποιοι συνέχισαν και αργότερα σε περιορισμένη κλίμακα. Οι κοντραμπατζήδες είχαν δικό τους "κώδικα τιμής" (π.χ. έκαναν αγαθοεργίες, απέδιδαν δικαιοσύνη υποστηρίζοντας τους αδυνάτους) και είχαν γίνει ένα είδος λαϊκών ηρώων.

Ο κοντραμπατζής-κι αυτός λαθρέμπορος- ο μυτιληνιός κι αϊβαλιώτης, είναι η απόλυτη λεβεντιά, όπως την οραματίζεται ο αγνός μας λαός, παρουσιασμένη από έναν άνθρωπο. Λεβεντιά στο κορμί, λεβεντιά στο ψυχή, λεβεντιά στη καρδιά. Είχε βέβαια σκοπό το κέρδος. Μα μαζί μ' αυτό πιο πολύ τον ξεσήκωνε η ιδέα πως μεταφέροντας απ' το λεύτερο ελληνικό κράτος και πουλώντας κρυφά τα καπνά, το μπαρούτι και τα πολεμικά τουφέκια-τίποτα άλλο- έδειχνε τη σωματική του αξιοσύνη αλλά και την παλικαριά να αψηφά τους ζαπτιέδες και τους κολτζήδες. Από εδώ

Ο Ηλίας Βενέζης στην "Αιολική Γη"τους περιγράφει έτσι:

"Ήταν θεοπάλαβα, χαμένα κορμιά. Μέσα τους έκαιγε ένας δαίμονας, το πάθος για το αίμα και για τον κίνδυνο. ...ποτές κανένας κοντραμπατζής δε φύλαγε το χρυσάφι...Το σκορπούσαν σε γλέντια, το ξόδευαν σε γυναίκες, το μοίραζαν σε φτωχές νοικοκυρές."

Συνώνυμο: κοντραμπαντιέρης

Ετυμολογία (από Μιτζνούρ): κοντραμπάντο < ιταλ. contrabbando < ιταλ. contrabando από contra- αντι- και bando απαγόρευση. bando < υστερολατιν. bannum < φράγκικο ban = απαγόρευση, < υστερογερμανικο *bannan δηλώνω, διατάζω, απαγορεύω < πρωτογερμ. bannen αποκλείω, απαγορεύω, πιθ. πρωτογενής σημασία μιλάω δημόσια, < πρωτο-ιαφεθιτικό μορφημα *bha- μιλάω. Κι εξ αυτού, φημί και φήμη, από εδώ.

Χαρακτηριστικό επίσης είναι και το τραγούδι "Κοντραμπατζήδες" του Κώστα Ρούκουνα, αγαπημένο τραγούδι του παππού μου, του καπτα-Μήτσου, που έκανε αυτή τη δουλειά στα νιάτα του.

Κοντραμπατζήδες

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η αναπληρώτρια ταναπού που αντικαθιστά στο ντέλο την τακτική, όταν εκείνη ρεπάρει.

Η λέξη “ρεπατζού” (απο το ρεπό, γαλλικό repos) δηλώνει την πόρνη που δουλεύει εκτάκτως, στο μπορντελάκι τις μέρες της αδιαθεσίας της πόρνης- οικοδέσπινας, ώστε να μη κλείσει το μαγαζί. Η ρεπατζού καλύπτει τον εργάσιμο της χρόνο συνεργαζόμενη με πεντέξι συναδέρφισές της. Φυσικά η ρεπατζού δεν έχει δικό της στέκι. Η λέξη ρεπατζού προέρχεται απο την ειδική φτωχή αργκό των πορνών.
(Ηλίας Πετρόπουλος, “Το Μπουρδέλο” Εκδόσεις Γράμματα, 1980, σελ 89)

- Για τν ακρίβεια μπουρείς να πεις ότι είμαστε καλντεριμτζού, χαμούρα, βιζιτού, τ’ δρόμου, φακλανιαζμέν’, καραπτανάρα, πτανομστουρεμέν’, δηλουμέν’, πρόστυχ’, πτανοθήκα, πομπεμέν’, κούρβα, δημόσια, φτωχοπτανί, ρεπατζού κι τα ρέστα γαζουζούδες. (εδώ)

Χρησιμοποιείται βεβαίως βεβαίως και ευρύτερα με κακεντρεχή διάθεση:

Την πολλή τεστοστερόνη την βαριέται κι ο Stallone

Εναλλακτικά, η αναπληρώτρια γκαρσόνα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία