Καψόνι στο στρατό κατά το οποίο ο νέος γυρίζει όλο το στρατόπεδο και μαζεύει από κάτω τις άπειρες γόπες τσιγάρων.

Προκύπτει απ' τη γόπα και την κατάληξη ing του αγγλικού γερούνδιου, που δηλώνει πράξη, κίνηση κτλ σε εξέλιξη. Στα αγγλικά θα γραφόταν woping.

- Νέεεεουυυυςςς!
- Διατάξτε!
- Πάρε τη σακούλα κι άρχισε γόπινγκ στο δυτικό στρατόπεδο.
- Μα κύριε Διοικητά...
- Μαμούνια! ΟΛΟ το στρατόπεδο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μάζεμα των φύλλων από φαντάρους στο στρατόπεδο, ιδίως το Φθινόπωρο. (Συνήθως με σκούπες, τσουγκράνες και φτιάρια + μαύρες σακούλες) - Δεν θεωρείται ιδιαίτερα βαριά αγγαρεία...

Της ίδιας οικογενείας με τα: γόπινγκ, τσάπινγκ

Ετυμολογία: = Φύλλο + ing (γερούνδιο)

Ομόηχο με το αγγλικό Feeling

- Ξέρεις τι αγγαρεία μας περιμένει σήμερα, ρε σειρά;
- Γόπινγκ και φύλλινγκ... Άσ' τα θα πήξουμε...
- Ωχ φύλλινγκ; Nothing more than feeling!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η αποψίλωση με τσάπες. Μαζί με το γόπινγκ αποτελούν τις δύο πιο διάσημες αγγαρείες του στρατού σε περίπτωση επιθεώρησης του στρατοπέδου.

- Άσε, δεν την παλεύω. Μας έβαλε χτες ο διοικητής να κάνουμε τσάπινγκ 4 ώρες μες στο λιοπύρι. Μου κόπηκαν τα χέρια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία