Όταν κάποιος έχει πολλά λεφτά, τα κάνει μασούρια:

α) για μεγαλύτερη ασφάλεια και τσιγκουνιά (τα κουβαλάει μαζί του)
β) για εξοικονόμηση χώρου (ώστε να χωρέσουν και οι αυριανές εισπράξεις).

  1. Καλά ρε, δανεικά σου ζήτησα, αν θέλεις μη δίνεις... κάν' τα μασούρια.

  2. Πω πω, αυτός βγάζει τόσο χρήμα, που το βράδυ κάνει μασούρια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία