Επιθετικός προσδιορισμός που δηλώνει ομοιότητα ή προσέγγιση. Συνώνυμο της φράσης "του στιλ". Πηγάζει πιθανότατα από τις ετικέτες προϊόντων όπως "τυρί τύπου ροκφόρ", "λουκάνικο τύπου Φρανκφούρτης".

-Τι ώρα είπατε να βρεθείτε;
-Ε κατά το βραδάκι μωρέ.
-Τύπου, 9;
-Ε ναι, κάπου εκεί.

-Τι εννοείς δε νιώθεις άνετα όταν είναι και ο Σπύρος στην παρέα, έγινε κάτι;
-Μου έλεγε κάτι περίεργα τις προάλλες μωρέ.
-Τύπου, στην έπεφτε;

έκφραση

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η σούπα, η σαβούρδα, η αγορά οικοπέδου: πρωτίστως για μηχανόβιους, και δευτερευόντως για πεζούς.

Εκ του τουμπάρω και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ίδι.

1.
- καμικάζι γιαπωνέζος πέφτει,σαβουριάζεται αλλά δεν σπάει..
- πω ρε φιλε τουμπιδι!!!

2.
« Τα μηχανάκια φεύγουνε !» φωνάζω. Παρακολουθώ το σύνολο να τσουλάει ισορροπόντας για λίγο, ύστερα να μπρουμυτίζει και να αρχίζει τις τούμπες. Μιλάμε να μπιστάει, να ανεβαίνει μέχρι και δύο μέτρα ψηλά και να ξαναπέφτει και πάλι κουτρουβαλώντας συνέχεια !!! Σπίθες, θραύσματα από τα μηχανάκια,ένα απερίγραπτο κακό και μέσα σε απανωτά τουμπίδια το «κουβάρι» περνάει μέσα σε ένα σύνεφο σκόνης στο αντίθετο ρεύμα και από κεί στο χαντάκι!!! (Δεν είχε τότε διάζωμα στη μέση η εθνική)

3.
Τι τουμπίδι είναι αυτό που έφαγε η Κιμ Καρντάσιαν; [ΒΙΝΤΕΟ]

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πέσιμο από γαιδούρι, μηχανάκι, μεταφορικά και με αυτοκίνητο, πέσιμο σε κολώνα, τοίχο, συνήθως με ευθύνη του αναβάτη-οδηγού.

Παράγωγα: στροφιάζω, στροφιάζομαι.

  1. Εκεί στο δρόμο στροφιάστηκε εχθές με το χόντα ο τάδε και έφαγε τα μούτρα του. (για κάποιον που έτρεχε με το μηχανάκι και έπεσε)

  2. Στρόφι ντε! (κακή ευχή, για να πέσει κάποιος που είναι απρόσεκτος)

  3. Στροφιάσου. (διαταγή σε κάποιον να κάτσει στη καρέκλα ή να πέσει κάτω)

Πτώσεις: μπίστος, σαβούρδα, σαβούρτα, σαβούρντα, σαβούρα, σάρα, σούπα, στρόφι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιά έκφραση. Λέγεται όταν κάποιος σκοντάφτει (και καλούα για να μην πέσει). Λέγεται και όταν έχει ήδη πέσει, κοροϊδευτικά.

ΓΚΝΤΟΥΠ.
- Όρθιοοοος!

Ορθιος ρε... Ορθιος.... Αλλά... δυυοξύνης το αναγνωσμα πρόσχωμεν... (από GATZMAN, 19/04/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι η αποτυχημένη προσπάθεια για βουτιά στη θάλασσα, κατά την οποία πέφτουμε με την κοιλιά.

Η σπάκα συνήθως προξενεί συναισθηματικό, αλλά και φυσικό πόνο στον πρωταγωνιστή του εγχειρήματος, έχει όμως αντιστρόφως ανάλογη επίπτωση στους θεατές του (ο μεν κρατάει την κοιλιά του απ' τον πόνο, ενώ οι δε κρατάνε την κοιλιά τους απ' τα γέλια).

Η διάρκεια αλλά και η ένταση των συνεπειών μιας σπάκας εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, όπως, το σωματότυπο του επίδοξου Λουγκάνη, το κοινωνικό του status, κυρίως όμως από το ύψος του βατήρα...

- Τι έγινε Μιχαλάκη, γιατί είναι κόκκινη η κοιλιά σου;;;
- Εεεε... τίποτα μωρέ... από τον ήλιο είναι...
- Ποιον ήλιο ρε, αφού πριν από δύο λεπτά ήσουνα μια χαρά... Δε μου λες, μήπως έπεσες καμιά σπάκα ρε;; Με σένα γελάει ο κόσμος εκεί πίσω;;;;;

(από barbas, 25/11/10)

βλ. και πατσά, μπόμπα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είδος βουτιάς, όπου ο βουτηχτής πέφτει από μεγάλο ύψος με τα πόδια οκλαδόν, τα χέρια μαζεμένα, και τον κορμό σχετικά κουρνιαστό. Σηκώνει πάρα πολύ νερό, γι' αυτό άλλωστε και ονομάστηκε έτσι, καθώς μετά το πέρας ο χώρος θυμίζει βομβαρδισμένο τοπίο. Για μια πλήρη καταλογογράφηση των βουτιών, δες το χότζειο πατσά.

- Καλά τι μπόμπα ήταν αυτή, λούτσα μας έκανε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχει ένας ποδοσφαιριστής που, όταν τον ακουμπάει κάποιος ή όταν φυσάει αέρας, πέφτει κάτω σηκώνοντας τα χέρια ψηλά, λες και τον πυροβόλησαν οι ληστές με τα καλάσνικοφ, για να εκμαιεύσει απο τον λάιντσμαν φάουλ ή πέναλντι - αυτός λέγεται καραγκούνης.

Επειδή η κατάσταση με τα χρόνια επιδεινώνεται και ο τύπος μάλλον
πάσχει απο την σπάνια νόσο των δυτών, από τούδε και στο εξής στο κάθε άσκοπο πέσιμο στο γηπέδο, στο δρόμο, στο μαγαζί ή στο σχολείο, ο οποιoσδήποτε επαγγελματιάς ή όχι ποδοσφαιριστής μπορεί άνετα να ονομάζεται καραβούτας.

Παίζεις 5x5 με συναδέλφους απο την εταιρεία, παίρνει το τόπι ο κοιλαράς προϊστάμενος, κάνει 2 μέτρα και πέφτει κάτω ζητώντας φάουλ. Πάς από πάνω και του λες «σήκω πάνω, ρε καραβούτα τι φάουλ». Bέβαια, την επόμενη φορά που θα ζητήσεις άδεια θα πάρεις τα @@ σου αλλα τεσπά.

(από kapetank, 23/02/10)(από kapetank, 23/02/10)

Δες και θέατρο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εντύπωση μου κάμνει πως το λήμμα αυτό δεν πάρχει σε τα σας...

Πρόκειται για την internetική σύνδεση αυτουνού που πέφτει συνέχεια...

Ωσάν τον Καραγκούνη, πρόκειται για τον Ευαγκέλου που πεφτάει συνεχώς, χωρίς να λογαριάζει το καυλό της ομαδας. Πονά για την ομάδα, αλλά κυρίως χάνεται στο διαπροσωπικό του πέσιμο...

- Άσε μαλάκα , προσπαθώ εδώ και 2 ώρες να μπώ στο ξανθομούνα.gr - Δε μπαίζει, είναι τόσο χαμηλό το wireless, που συστήνει σύνδεση Καραγκούνης...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κρητικο-σλανγκιά. Σημαίνει:

  • Πέφτω κάτω (συνώνυμη κρητική φράση: τσουρώ), τρώω σαβούρα κλπ. Όπως εννοείται και με τη σαβούρα, δεν πέφτω απλά και ακαριαία, αλλά μέσα από μια ταπεινωτική και μακρά διαδικασία, στην οποία σταδιακά χάνω όλο και περισσότερο τον έλεγχο τον οποίο αναλαμβάνει το έδαφος. Δια-σύρομαι κυριολεκτικά. Με την έννοια αυτή το χρησιμοποιούσαν οι παππούδες κυρίως.Επίσης (και πιο ωραία),
  • Αράζω και αφήνομαι / χαλαρώνω / χύνομαι - σε καρέκλες, πολυθρόνες, ντιβάνια... Με την έννοια αυτή το χρησιμοποιούν οι εγγονοί.

Το ρήμα υπάρχει και με ενεργητική διάθεση, όπου «φχερώ κάτι» σημαίνει το σκορπάω στο πάτωμα. Ετυμολογικά δεν μπορώ να βρω/σκεφτώ κάτι: φαντάζομαι ότι θα είναι παραφθορά του «ευχειρώ» ή κάτι τέτοιο. Ή ίσως του «ευκαιρώ» με την έννοια του διαθέτω - οπότε θά’ πρεπε με «αι»...

  1. Ετόνα ρε κοπέλια δεν μπόρω να καταλάβω ακόμης, και πείτε εσείς που κατέτε από τσι σκυφτές (σ.ς.: χαμηλές) μηχανές.
    Γιάντα όντε στρίβω τσι στροφές στ' Αδελιανού (σ.ς.: κάμπος στα ανατολικά του Ρεθύμνου), γκίζει ο πόδας μου χάμες, μια από την μια μπάντα και μια από την άλλη; Μην κάνω πράμα κακό; Μη μπα να φχερέσω καμιά ώρα ετσέ; Και όι πράμα άλλο, μόνο ακόμα τηνε χρωστω και ανε μισερωθώ πως θα πιαίνω (σ.ς.: πηγαίνω) στα οζά (σ.ς.: πρόβατα) να βγάλω κανένα παρά; Παρακαλώ πείτε μου, θα μισερωθώ ή όχι; (Από μοτοφόρουμ).

  2. - Να κάτσομε στη μπάρα ρε κοπέλια, ίντα λέτε; - Πάμε μρε στσι καναπέδες απού 'χουνε πλάτη να φκερέσομε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πέσιμο. Συνήθως από γλίστρημα ή σε ατύχημα. Συναντάται στην Β. Ελλάδα. Λέγεται και σαβούρντα ή σαβούρα στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Έτρεχε ο μαλάκας και πατάει το κορδόνι του και τρώει μια σαβούρτα...

Πτώσεις: μπίστος, σαβούρδα, σαβούρτα, σαβούρντα, σαβούρα, σάρα, σούπα, στρόφι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία