Ο βλάκας, μόνο με υβριστική χρήση και αρκετά πιο μειωτικά.

  1. Από εδώ:
    Και σύ μου απαντάς με αποχαυνωμένο το μάτι κουνώντας τις πλάτες σου σαν ξεδοντάρικο βλακόνι "δεν ξέρω".
  2. Από εδώ:
    skase re vlaka pou tha mas peis esu xatzireforma ti einai i AEK to idio kai sto vlakoni ton Ramon apo panw....

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το προσφιλές strap-on, το ζωνάτο δηλαδή ντίλντο που φέρουν όσες / όσοι επιθυμούν να συνουσιάσουν ενεργητικά αλλά αδυνατούν ελλείψει (λειτουργικού) πέοντος.

Βλ. επίσης: στραπούτσα, στραπονάρι, στραπονιάζω, αστραπόνγιαννος, γαμπρός, κ.ά συμπληρώματα διαστροφής.

1. κουφάλα Μαρκογιαννάκη το γλίτωσες το στραπόνι απ την Κωνσταντοπούλου

2.
Μαρία αν το δεις τράβα να ισιώσεις με κανα στραπόνι την γκεοπαρέα σου... φιλιλα πολλά μωρή μπαλότσα και στον Νικολάκι που έχει περίοδο αυτό τον καιρό !

2.
όταν τελειώσει το μπυρόνι
έλα περσεφόνη
λιώσε με με το στραπόνι
αλλά μάλλον θα με καψουρευτεί σαν χαζόνι
και τελικά θα φάω χυλοπιτόνι
και θα μείνει το στραπόνι
ξεχασμένο πάνω στο κουτί με το πριόνι
να θυμίζει όμορφες στιγμές στο χιόνι

2.
…Κορίτσι μου πολύτιμο
κατακτητή μεγάλε
το πέος σου είναι σκληρό
και δε νομίζω να μπορώ
τέτοια υπέρμετρο δοκό
ξωπίσω μου να βάλω…
(από το ποήμα «Το στραπόνι»)

(από σφυρίζων, 03/04/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μια πιο σλανγκενεργή εκδοχή του γλειψιματία, συνήθως εκφέρεται συνοδεία σιελογλωττικών ηχητικών εφέ τ. «σλουρπ. Σχηματίζεται εκ του γλείφτης και τση γαμοσλανγκοκατάληξης -ρόνι (κατά τα κλεφτρόνι, ραπερόνι, χακερόνι, πουστρόνι, κ.ά.).

Οι ανορθογραφιστές προκρίνουν την μορφή γλυφτρόνι.

Ανάδοχος εκ του δουπού: Γαλαδριήλ.

1. Αλιεύουν πρωτοετείς για να τους κάνουν ψηφοφόρους. Εκκολατόμενα κομματόσκυλα!!! Απο κεί ξεκίνησε την καριέρα του και ο Κος κνίτης-γλυφτρόνι-Τσίπρας...

2. «Γλυφτρόνι» αποκάλσε στον αέρα του πρωινού μαγκαζίνο του Mega ο Πέτρος Κωστόπουλος τον συνεργάτη του Δημήτρη Ουγγαρέζο.

3. ΣΛΟΥΡΠ! Γράφω για να μιλήσω για τα γλειφτρόνια που έχει κάθε τάξη σε όλα τα σχολεία. Οι κανόνες για να εξασφαλίσεις έναν καλό βαθμό, ακόμα κι αν δεν παίρνεις τα γράμματα, είναι:
1. Να κάθεσαι στο πρώτο θρανίο (άντε το πολύ στο δεύτερο) και να κοιτάς στα μάτια τον αγαπημένο σου καθηγητή.
2. Να σηκώνεις συνεχώς το χέρι σου και να έχεις συνέχεια απορίες.
3. Να σπαράζεις στα κλάματα όταν θα παίρνεις κάτω από την βάση για να δείξεις ότι σου έτυχε κάτι την προηγούμενη μέρα και δεν κατάφερες να διαβάσεις όσο το δυνατόν περισσότερο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νεότερη και πιο γιολαριστή εκδοχή του άραξε την πέτσα σου, σλανγκοτουμπανιζέ δια του προσφιλούς γαμοσλανγκοτέτοιου - όνι. Και για όποιον δεν κατάλαβε: τσίλαρε, κούλαρε, ηρέμησε.

Φοριέται πολύ από την σημερινή πιτσιρικαρία. Στο ιντερνέτι καταγράφεται κυρίως σε εφηβικά κοινωνικόμηδα τ. σνάπτσατ και ασκεφέμ.

1.
- Παρε καρέκλα, άραξε πετσόνι

2.
- μουσγουλη, αραξε πετσονι εχεισ σαπίσει ε;

3.
- Αραξε πετσονι μαι φρεντ ειμαιι κουκλα (δαεελη)✌

(από σφυρίζων, 24/02/15)Συνοπτικός ορισμός για σνάπτσατ (από Rebelais, 24/02/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που είναι εθισμένος σε ριψοκίνδυνα, δυνητικά θανατηφόρα σπορ. Από τα επινεφρίνη + πρεζόνι.

Αρχαιοελληνική, δηλαδής ορίτζιναλ μορφή του αγγλοσαξωνικού «adrenaline junkie».

- Ρε συ, αυτός πήγε με την Άννα Μαρία ΧΩΡΙΣ ΜΑΔΕΡΦΑΚΙΝΓΚ καπότα!
- Ε, τι περιμένεις; Το κλασικό επινεφρόνι είναι... Εδώ κυκλοφορεί με τα κτελ χωρίς να φορά ζώνη.
- Σωστόστ, για μια ακόμη φορά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπερθετικός ή/και συνώνυμο του τζιλφ, αλλά στο ακόμα πιο αδιάκριτα μειωτικό. Το γιαγιόνι είναι το τελικό στάδιο μιας γυναίκας μετά τα στάδια του μιλφονιού, του ματσουριού και του τζιλφονιού.

Κυριολεκτικά για ηλικίες 75-80+ που δεν ψάχνονται στις περισσότερες εκ των περιπτώσεων για σεξ γιατί έχουν απωλέσει και το τελευταίο ψήγμα γυναικείου θελγήτρου και σεξουαλικής επιθυμίας.

Δραστηριότητές του γιαγιονιού το πλέξιμο, η εκκλησία, το παραδοσιακό μαγείρεμα σε ξυλόφουρνο κτλ. Αν πρόκειται για γιαγιόνι της Ελληνικής επαρχίας τότε συνήθως φοράει το παραδοσιακό μαύρο τσεμπέρι και το μαύρο ένδυμα(χωρίς αυτό να αποκλείει και εμφάνιση παραδοσιακών σκληροπυρηνικών γιαγιονιών και στις Μεγαλουπόλεις).

Επίσης μπορεί να αποκαλέσει κάποιος έτσι επίσης μειωτικά/κοροϊδευτικά και ένα κακοδιατηρημένο ματσούρι 50-60 χρονών που γέρασε πριν την ώρα του.

- Πώς σου φαίνεται η κυρά Βάσω, κάλο ματσούρι για τα χοντρά ε;
- Έλα ρε μας δουλεύεις; Τι ματσούρι ρε; Αυτό είναι γιαγιόνι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το κλασσικό λάδι coppertone που σε μαυρίζει λες και είσαι χάλκινο ρομπότ που σκουριάζει.

Συνήθως το ακούς στην παραλία από Πακιστανούς με την χαρακτηριστική προφορά ή από οποιονδήποτε κάγκουρα που θέλει να το παίξει μούρη στο γκομενάκι.

Ρε συ βαράει ο ήλιος, δώσε μια το κοπερτόνι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τρελά γκατζετόνια; έχουμε ό,τι βλέπετε, σε αντικείμενα και υποκείμενα:

Να σας τα τυλίξω να τα πάρετε μαζί σας;

1. Η 510 ειναι τρελο γκατζετονι......αν δεν βγαζεις φωτο σε χαμηλο φωτισμο, χτυπα νικον. Αν βγαζεις, χτυπα σονυ.

2. Ο ρίζος ήταν απ τις πρώτες εφημερίδες που κυκλοφόρησε και διαδικτυακά και μάλιστα νομίζω για μια περίοδο ήταν και η μόνη που «ανέβαζε» το φύλλο της ημέρας κι όχι της προηγούμενης. Το Αλεκάκι επίσης μην ξεχνάς ότι είναι τρελό gadgetετόνι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπουκλόνι, το - (πληθ): μπουκλόνια.

Πεολειχία, στοματικός έρως προσδιδόμενος προς άρρεν (από άρρεν ή θήλυ ή trans ή by ή bye-bye... δεν έχει σημασία).

Συντομογραφία του «τσιμπουκλόνι».
Συγγενής ρίζα με το «μπουκώνω»...

... και με πλακώνει σε κάτι μπουκλόνια το γκομενάκι φίλε... άσε !!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γυναίκα ηλικίας άνω των 55 με προκλητική παρουσία (οριακά porn), με εμφάνιση συνήθως που είναι αποτέλεσμα αισθητικής χειρουργικής επέμβασης (αλλά με όχι τόσο καλά αποτελέσματα). Συνώνυμο: βλ. γρέτζω. Συναντάται συνήθως σε παρακμιακά σκυλάδικα, αλλά και σε αριστοκρατικούς κύκλους.

Καλά, αυτή η Μπα...ου είναι τρελό γριόνι, δεν συμφωνείς;

Βλ. και γριέντζω αλλά και τζατζόγρια, γιαγιά, γρίντζελο, ξεκωλόγρια, πιπινόγρια, γρετζώρα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία