Κρητική λέξη, προερχόμενη -προφ- από το χαλικούτης, χαλικουτίζω, η οποία χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα μέρος που είναι τρομερά ακατάστατο ή/ και βρώμικο, και συνήθως κατοικείται από πολλούς. Προφέρεται με υποτιμητική διάθεση.

-Θα 'ρθείς στου Σήφη το βράδυ;
-Είντα λες μπρε, κουζουλός 'σαι; Εκειά μέσα είν' χαλικουταριό! Ούτε να μπεις δε χωρείς!

Χαρακτηριστικό παράδειγμα χαλικουταριού (από mafie, 20/03/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγετε ειρωνικά για δημόσια σχολεία (λύκεια συνήθως) που το επίπεδο τους είναι, τουλάχυστον, κάτω του μετρίου. Ξέρετε τώρα, καθηγητές άχρηστοι, μαθητές με μέσο όρο που κυμαίνεται στο 10 και κτήριο πιο χάλια και από αυτά του Βωβού.

Από τα πιο γνωστά είναι το 16 κόλετζ οφ Αμπελόκηποι, το 24 κόλετζ οφ Πολύγωνο και το σχολικό συγκρότημα της Γκράβας στο Γαλάτσι, δεν είναι τα μόνα όμως. Κάποια ήταν από την αρχή της λειτουργίας τους έτσι και κάποια πήραν την κατηφόρα με τον καιρό.

  1. - Ρε συ, τι μου 'πανε; Πήρες μεταγραφή για το 16;
    - Ναι...γιατί;
    - Θα καλοπεράσεις στο κολέγιο... καημενέεεε!

  2. - Καλά, εσείς καταλαβαίνετε τίποτα από το μάθημα του Σκορδομπούτσογλου;
    - Όχι... Welcome to the college.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία