Μεταβαίνω από μία κατάσταση λογικής ύπαρξης σε μία κατάσταση άλογων πράξεων και σκέψεων, κατά την οποία δεν υφίσταται καταλογισμός, εξαιτίας τρίτων παραγόντων. Κυριολεκτικά, φέρομαι σα μουρλός, ως απότοκο ενός γεγονότος ή μίας πράξης. Μερικό συνώνυμο: Θολώνω.

Ετυμολογία [κάργα λαϊκή λέξη < μουρλός < βενετική murlo]

[Εδειρα ένα θύμα μου] Γιατί του είπα να μου βάλει κάτι σύνθετα σε ένα άλογο, δε μου τα έβαλε και μουρλοποιήθηκα Απευθείας σύνδεσμος βίντεο

κύριος Αυγολέμονος, βλέπε/άκου στο 1:17

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία