Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Πάρα πολλοί Έλληνες, όταν χρησιμοποιούν λέξεις που καταλήγουν σε -ήσεις, -ίσεις, κάμουν το πρώτο σίγμα silent (tres chic). Αυτό συμβαίνει καθότι απλοποιείται και διευκολύνεται πολύ η προφορά της λέξης, καθώς τα δύο σίγμα απαιτούν καθαρότερη άρθρωση και μεγαλύτερη προσπάθεια από τον ομιλών.

Οι ερευνητές κατέληξαν ότι δεν προέρχεται από κάποιο μέρος της Ελλάδας ως ιδιωματισμός, αλλά μάλλον εμπίπτει στην κατηγορία Κό'α Κόλα , σε ένα τέ'αρτο, καθώς έχουν παρατηρηθεί από Καταυλακιώτες αλλά και Καρδιτσιώται.

  1. - Νjίκο, Νjίκο!
    - Έλα Γιώργο!
    - Έλα ήρθε ο κόσμος! Έλα να με βοηθή'εις! Μάζεψε και τις αιτή'εις από τις αυξή'εις από τις επιδοτή'εις μην τα πάρει κανένας!

  2. (Σε κατάστημα ειδών τεχνολογίας)
    - Και νά σε ρωτήσω, τι απαιτήσεις έχει αυτό το μηχανάκι;
    - Απαιτή'εις, απαιτή'εις, πρόσεχε μην την πατή'εις.... Καρ καρ καρ καρ!
    - Καλά...Μπορώ να απευθυνθώ σε κάποιο άλλο τμήμα;
    - Ναι, καλέστε τις πωλή'εις.

  3. - Έλα μωρό μου, θα έρθεις αύριο κατά τις 8 και τέ'αρτο να με ξυπνή'εις;
    - Να σε πάρω τηλέφωνο καλύτερα;
    - Όχι έλα να μου χτυπή'εις... Μπας και κάνουμε και τίποτα γυμναστικές ασκή'εις... Πρωινές...

πρβλ και -άειζ, -ήειζ, -ίειζ, -ώειζ, αύξη, ζγκατάψυξ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υποκοριστικό: φοντανάκι, φουντανάκι

Μικρό γλύκισμα (σοκολατάκι, ζελεδάκι κλπ.) που χρησιμοποιείται για κέρασμα. Η λέξη προέρχεται από το Γαλλικό fondant που αναφέρεται σε μία βάση ζαχαροπλαστικής (ζάχαρη, νερό κλπ.) που χρησιμοποιείται συνήθως για την κάλυψη ή διακόσμηση κέικ (σε αυστηρά ζαχαροπλαστικούς όρους τα fondant για κάλυψη και διακόσμηση είναι διαφορετικά).

Τα φοντάν αποτέλεσαν μία από τις πιο γλυκιές αμαρτίες των παιδιών μεσοαστικών οικογενειών των δεκαετιών του 60 και 70. Η νοικοκυρά που σεβόταν τον εαυτό της έπρεπε να είχε υποχρεωτικά στο σπίτι ανά πάσα στιγμή μια φοντανιέρα με φοντάν. Ήταν ζήτημα τιμής να υπάρχει ένα μικρό γλύκισμα για να κεραστεί ο απρόσμενος επισκέπτης. Ήταν θέμα τιμής για την μεσοαστική νοικοκυρά να έχει φοντάν (Ευρωπαϊκού τύπου γλύκισμα), καθώς τα άλλα εναλλακτικά κεράσματα της στιγμής ήταν τα γλυκά του κουταλιού και το υποβρύχιο, τα οποία ήταν δηλωτικά φτώχειας (μιλάμε για το 60 και το 70, μην κοιτάτε που σήμερα το γλυκό του κουταλιού και το υποβρύχιο είναι λάιφ στάιλ). Συνήθως η φοντανιέρα με τα φοντάν ήταν κρυμμένη σε μυστική τοποθεσία για να αποφευχθεί η κατανάλωση των φοντάν (και άρα το ντρόπιασμα της νοικοκυράς) από τα παιδιά του σπιτιού. Έλα όμως που κάθε παιδί που σεβόταν τον εαυτό του έπρεπε να ανακαλύψει την μυστική τοποθεσία και να καταναλώσει ΟΛΑ τα φοντάν!

Ένα άλλο τραγελαφικό που μπορούσε να συμβεί όμως, γινόταν όταν αφενός τα παιδιά του σπιτιού δεν κατάφερναν να ανακαλύψουν την φοντανιέρα και αφετέρου τύχαινε να μην υπάρχει επισκέπτης για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αν υπήρχε λοιπόν μια ξαφνική επίσκεψη, γινόταν αντιληπτό ότι τα ξεχασμένα φοντάν έχουν αλλοιωθεί και είτε είναι πέραν κάθε σκέψης το κέρασμά τους στον επισκέπτη, είτε το κέρασμα ακολουθούσε (μετά από λίγη ώρα) μακροχρόνια επίσκεψη στην τουαλέτα προς αποβολή του στομαχικού ή εντερικού περιεχομένου (σοκολατάκια ξεχασμένα για τρεις μήνες σε συνθήκες ελληνικού καλοκαιριού αποτελούν το καλύτερο υπόστρωμα ανάπτυξης σαλμονέλας και άλλων βακτηριδίων).

Το φουντάν είναι ουσιαστικά η «βλάχικη» προφορά του φοντάν και έχει γίνει θρυλικό από την αναφορά του από τον Ζήκο (Χατζηχρήστο) στην ταινία «Της κακομοίρας».

- Τι θα σας κεράσουμε;
- Ένα φοντάν θα το έπαιρνα ευχαρίστως!

Ζήκος: Της Κακομοίρας. "Φουντάν" (από lifeingr, 23/07/10)(από Vrastaman, 26/07/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για τρόπο προφοράς, που σκοπό έχει να τονίσει συγκεκριμένη λέξη. Δασύνουμε εσωτερικό φωνήεν στη λέξη, θα το αποδώσω με ένα h, καθιστώντας την προφορά της λέξης δύσκολη και μη φυσική, με αποτέλεσμα να αποκτήσει άλλο βάρος η λέξη στην πρόταση. Συνήθως, δε, προηγείται σύμφωνο που κάνει το όλο σύστημα ακόμα πιο δύσκολο στην προφορά, οπότε το αποτέλεσμα είναι αρκετά παραστατικό.

Θα χρειαστεί μήδι κάποια στιγμή, αλλά προς το παρόν μόνο παραδείγματα, που είναι υπερβολικά ως προς τη συγκέντρωση, απλά για οικονομία χώρου.

1. - Μαλάκα την Κατερίνα απ' το σχολείο τη θυμάσαι; Την είδα κι έπαθα πλάκα λέμε.
- Αυτή; Αυτή ήταν χhοντρή ρε συ!

2. - Σκhατά τα 'κανες πάλι! Τα κατhάφερες.

3. (ως απειλή)
- Θα σε γhαμήσω! Θα σου ξhεσκίσω τον πάτο ρε αρχίδι!
- Θα μου κλhάσεις.

4. - Το φυσάει το παραδάκι ο Μπάμπης, ε;
- Ο πατέρας του είναι χεσμένος στο τάλιρο λέμε. Πλhούσιος, όχι μαλακίες.

5. - Και, για να 'χουμε καλό ρώτημα, την έχεις μεγάλη εσύ;
- Τhεράστια.
- Τhελέρε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γκαταθέτω ότι όσες λέξεις αρχίζουν με γκ αποτελούν ανεξαιρέτως σλανγκιές, ή τουλάστιχον εμπεριέχουν σλανγκοενεργό ζενεσεκουά λόγω βαρβαρικών γκαταβολώνε.

Ωσεκτουτού, η χρήση γκ- αντί για κ- είναι εβληματική μέθοδος εκσλανγκάζ. Συγκρίνετε πιχί την σλανγκοαδρανή καμήλα με την σλανγκοσφυρίζουσα γκαμήλα και βγάλτε συμπέρασμα.

Ας πανηγυρίσουμε λοιπόν ένα από θα εμβληματικότερα γκαμοσλανγκοτέτοια της σλανγκογραμματικής, αντλώντας παραδειγματα του ανά οθόνης σαητόστ:

  1. Πω ρε γκάβλα!

  2. Ωραία μέρα έχει σήμερα ρε παιδιά, μετά τη δουλειά πάμε για κανα γκαϊφέ

  3. Ποιος μου κουλούριασε πάλι το λήμμα, γκαμώτη!

  4. Καλά, πάνω απ' το κρεβάτι σου βρήκες να τον βάλεις αυτόν τον γκαρίτσαφλο; Θα γίνει κάνας σεισμός και θα γίνεις χαλκομανία.

  5. - Άμα θες να ξέρεις είσαι και πολύ μαλάκας φίλε...
    - ...'γκαα-τάλαβα, σε ποιον μιλά' ρε μαλάκα;
    - Σε σένα ρε αρχίδι!
    (και γίνεται της πουτάνας).

  6. - Ρε συ Τάκη... άσε τη μπουγάτσα σε λέω και κοίτα εκεί τη Μαιρούλα με το min-άκι της! Πωωωωώ!
    - Ναι ρε, πολύ γκαυλιάρα η γκόμενα! (Τσομπ-τσομπ...)

  7. Πολύ γκαυλοράπανο η Σούλα!

  8. Πω, ρε μαλάκα, δες γκαυλοτάκουνα!!! Για να στον παίζει με τα τακούνια είναι αυτή!!!

  9. - Την είδες την καινούργια; - Ναι, ρε φίλε, πολυ γκαυλόφατσα.

  10. - Τι του πήρες για δώρο αυτή τη γκουμούτσα ρε παιδί μου;
    - Εμένα μου φάνηκε χαριτωμένο.
    - ...

  11. - Πω πω, το βλέπεις το μωρό απέναντι;
    - Ναι ρε φίλε, και έχει και τέλεια γκωλάθρα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το χάμπουργκερ, αλά ελληνική cult ταινία του 90 ή 80 (δεν υπάρχει κάπου, σε ταινία, ο όρος είναι επινοημένος, αλλά θα μπορούσε να είναι σε cult ταινία).

ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΟΝ ΤΟΝΟ!
Όχι Χάμπουργκερ αλλά
Χαμπουργκέρ! (με σκληρή ελληνική κακοτράχαλη προφορά).

- Τι θέλεις κύριος και δεν μας αφήνεις να κοιμηθούμε;
- Θέλω το χαμπουργκέρ μου.
- Μπα, ο κύριος... Θέλει να φάει το χαμπουργκέρ του... Βρε ναααα... βρεε ναααα...

(επινοημένος διάλογος cult ελληνικής ταινίας)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει στην πούτσα μου, δηλαδή δε με νοιάζει, δε με απασχολεί, έχω γραμμένο κτλ. Ακολουθεί απόπειρα ετυμολόγησης:

στην πούτσα μου -> στη μπούτσα μ' ->ζ' μπούτσα μ' -> ζμπούτσαμ

Αντίστοιχα και ζμπούτσασ, ζμπούτσατ, κ.ο.κ.

Ζμπούτσαμ ρε φίλε, το χάλασες, θα το πληρώσεις! Τελείωσε!

(από jorje26, 05/10/06) (από allivegp, 17/10/12)(από allivegp, 17/10/12)

βλ. και ζμπόυ τσομόυ / στον μπόυ τσο μόυ, ζμπότσομ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αποτελεί την γνωστή και μη εξαιρετέα λέξη «καύλα» ειπωμένη όμως παρά ατόμου με εμφανή δυσχέρια στην εκφορά του φθόγγου «ρ».

Ο φθόγγος προφέρεται ως «β» και το αποτέλεσμα είναι η διπλή επανάληψη του φθόγγου «β» και η παραφθορά τοιαύτης λέξεως.

Τα ονόματα εις το παράδειγμα είναι κωδικοποιημένα καθότι το λήμμα απευθήνεται εις... ειδικούς παραλήπτας!

Ι. Καβάτος-Πελεγκρίνο: «Μαλάκα, γνώβισα μία γκόμενα χτες από την Κέβκυβα και το κάναμε τβεις φοβές!»
Ν. Προγούλιας-Σουπλίν: «Και πώς σου φάνηκε;»
Ι. Καβάτος-Πελεγκρίνο: «Καύβααααα!!!»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το καυλί είναι το πραγματικό. Επίσης, υπάρχει και το ερώτημα «καύλα ή κάβλα». Και τα δύο υπάρχουν, αλλά εννοούν άλλο πράγμα. «Καύλα» λέμε όταν κάποιος έχει την ανάγκη για σεξ. Αν και χρησιμοποιείται και για όταν έχουμε άλλες ανάγκες (π.χ. «τώρα σου 'ρθε η καύλα για βόλτα;»). «Κάβλα» είναι η πλήρης στύση στο πέος του άντρα. Για το τέλος υπάρχει και το «καυλωμένος ή καβλωμένος». Η απάντηση είναι ξεκάθαρη σύμφωνα με όσα είπα πριν.

- Κοίτα το καυλί μου πώς κάβλωσε. Γλείψ' το.
- Πω ρε... τώρα σου 'ρθε η καύλα για παιχνίδια;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το επιτραπέζιο φωτιστικό σώμα, για τη μερίδα εκείνη των ανθρώπων που αδυνατούν να αποδεχθούν ότι στην ελληνική υπάρχουν ουσιαστικά που λήγουν σε σύμφωνο, εξ ου και η βολική κατάληξη (κατα το δοκούν). Στην ίδια κατηγορία ανήκουν επίσης τα φερμουάρ-ι, καλσόν-ι, ενώ υπάρχουν και τα λήγοντα σε -ο, όπως π.χ. το τάπερ-ο. [πληθυντικός τα φερμουάρ-ια, τα τάπερ-α κλπ]

  1. Πάλι βρε δε μου' φερες τα τάπερα; Και πού θα σου βάλω τώρα τα γεμιστά;

  2. Σβήστο βρε κούλα, το ρημάδι το λαμπατέρι να κοιμηθούμε καμιά ώρα!

βλ. και λαπιτόπι, σούτι, φωτοσούτι, μπήτι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μόριο της νεοελληνικής με πολλές χρήσεις και έννοιες:

  1. «όχι», καραμπινάτο
  2. κοντά, δίπλα (ενίοτε και «τσικ», αντιπαράβαλε με κλικ)
  3. διπλασιαζόμενο, λίγο-λίγο, κομμάτι-κομμάτι, αργά (και τσούκου τσούκου)

Προέρχεται από το πλατάγιασμα των οδόντων.

- Πάμε για ένα ποτάκι;
- Τσουκ...
- Έλα... το μπαρ είναι ένα τσουκ απ' εδώ...
- Τσουκ!
- Έλα, πάμε για ένα στο τσάκα -τσάκα... Τι λες;
- Τσουκ, είπαμε!
- Έχω και Porsche Cayenne!
- Μωρό μου, βεβαίως και όχι γρήγορα, πάμε τσουκ-τσουκ! Ξέρεις ότι έχεις όμορφα μάτια;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία