Εκ του ρήματος «βουτάω» που σημαίνει πέφτω από ένα επίπεδο σε άλλο χαμηλότερο και βάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο. Ωσεκτουτού η λέξη «βούτα» έχει τις εξής σημασίες:

  1. Η παπάρα. Όταν δηλαδή βουτάμε ψωμιά μέσα σε σάλτσες, σαλάτες και ροφήματα.

  2. Περιοχή - τμήμα της οδού Βουλιαγμένης όπου τις δύο κυρίως προηγούμενες δεκαετίες διεξάγονταν καγκουρ(γ)ιές, κόντρες, πραπρά και κυνηγητό με τους τροχαίους.

  3. Περιοχή του Ηρακλείου Κρήτης, αγνώστου αιτιολογίας σε μένα περί του τρόπου απόκτησης του συγκεκριμένου ονόματος (ας βοηθήσει κάποιος σύντεκνος).

  4. Περιστέρι υβριδικής προέλευσης από το Colombin (Columba Oenas), κάποια ντόπια περιστέρια της Θεσσαλίας, κάποια περιστέρια από την Ανατολή, που είχαν μεταφέρει στον Ελλαδικό χώρο οι Τούρκοι κατά τον μεσαίωνα, όπως και ράτσες της Ουκρανίας όπως το Rustand. Βούτες υπάρχουν σχεδόν σε όλο τον κόσμο σήμερα, χάρη στους Έλληνες μετανάστες λάτρεις της ράτσας (όπως λέει και η Βίκυ). Το πουλί αυτό ανεβαίνει πολύ ψηλά και στη συνέχεια, με εντολή του αφέντη-περιστερά, κάνει βουτιά με τεράστια ταχύτητα φρενάροντας ελάχιστα μέτρα πριν την προσταράτσωσή του. Το είδος έχει πολλούς φανατικούς φίλους στις τάξεις των περιστεράδων.

  5. Το δοχείο νυκτός στην φυλακή, στο παρελθόν στην Ευρώπη, δυστυχώς όμως σε τριτοκοσμικές χώρες υπάρχει μέχρι και σήμερα μαζί με όλο το υπόλοιπο κόνσεπτ. Τη βούτα αυτή την άδειαζαν οι νέοι κρατούμενοι στις ποινικές φυλακές, ενώ στις πολιτικές την άδειαζαν με τη σειρά.

  6. Βούτα σε κρεοπωλείο: ψυγείοκαταψύκτης ομοιάζων με μπανιέρα, με γυάλινη επιφάνεια στην οριζόντια συρόμενη πόρτα του.

  7. Βούτα σε βουλκανιζατέρ: λεκανοειδές περιστροφικό μηχάνημα που επισκευάζει στραβωμένα ζαντικά.

  8. Βούτα σε επιμεταλλωτήριο: μπανιεροειδής δεξαμενή γαλβανισμού ή επιχρύσωσης-επαργύρωσης μεταλλικών αντικειμένων με την μέθοδο της ηλεκτρόλυσης.

  9. Βούτα μηχανουργείου: μεταλλική δεξαμενή στην οποία μπαίνουν κυρίως μοτόρια για καθαρισμό με καθαριστικά υγρά, κυρίως για απολάδωση.

  10. Βούτα σε αργυροχρυσοχοείο: πλαστική δεξαμενή γεμάτη με αραιωμένο θειικό οξύ για καθαρισμό των κοσμημάτων αφού αυτά περάσουν από την φωτιά.

  1. Άσε τις βούτες κι έχεις γίνει σα μοσχάρα. Μετά σου φταίει ο θυρεοειδής σου!

  2. Πάμε Βούτα να δοκιμάσω ρε το νίτρομπούκαλο; Έτοιμο το 'χω.

  3. ...

  4. Συνομιλια από φόρουμ petbirds.gr:
    Διαστάυρωση βούτας με ταχυδρομικό:«λένε ότι δεν βουτάνε όπως οι βούτες και «κολλάνε», αλλά έχουν μυαλό«. Σκέφτομαι να κάνω διασταύρωση και μετά να τα ξαναδιασταυρώσω με βούτα και με επιλογή να διαλέξω αυτά που συμπεριφέρονται σαν βούτα αλλα έχουν το ένστικτο του ταχυδρόμου...»

  5. Έλα μικρέ, βούτα τη βούτα κι αμόλα να την αδειάσεις...

  6. Αυτό είναι το νέας Ζηλανδίας μανδάμ, ολόφρεσκο. Το βάλαμε στη βούτα λίγο να δροσιστεί.

7, 8, 9 και 10.
- Μάστορα, έτοιμο το εργαλείο;
- Συγνώμη ρε Νιόνιο, αλλά κάτσανε στραβές. Το'χω ακόμα στη βούτα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τριπάκι στην λυσεργική αποκαλείται η δόση παραισθησιογόνου αλλά και το συνεπαγόμενο ψυχεδελικό άκουσμα.

Το τριπάκι έχει όμως καθιερωθεί και με την ευρύτερη έννοια της καλώς ή κακώς εννοούμενης καύλας, ψώρας, ρουτίνας ή ενασχόλησης με οποιοδήποτε αντικείμενο ή υποκείμενο.

Μπορείς να μπεις σε τριπάκι του εγώ, σε τριπάκι ενοχής, σε τριπάκι φιλοτελισμού, σε τριπάκι οιουδήποτε ονείρου που τρίζει ωσάν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας (βλ. παραδείγματα). Η αρνητική διατύπωση «μη μπαίνεις στο τριπάκι» είναι βεβαίως-βεβαίως συνώνυμη του ξεκόλλα.

Εκ των αγγλικών trip και trippin’ που όμως έχουν πιο περιορισμένο πεδίο χρήσης.

Βλ. επίσης: κανάλι, λούκι, γκεζί, αρρώστια, πώρωση.

- Οι αγρότες δεν θα πρέπει να μπουν στο τριπάκι του λαθρεμπορίου πετρελαίου.
(Σλανγκομούνα Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων στη πρωινή εκπομπή του Άρη Πορτοσάλτε στο Σκάι, 19/1/10)

- Δεν μπαίνουμε στο... τριπάκι ότι έχουμε ήδη προκριθεί στο Πεκίνο, αλλά πρέπει να αποδείξουμε στο γήπεδο ότι είμαστε ικανοί.
(Νίκος Ζήσης, εδώ)

- Πολιτικοί στο τριπάκι του Facebook - Αρχηγοί, υπουργοί και βουλευτές άνοιξαν προσωπικά ημερολόγια και συζητούν με φίλους τους.
(Το ΕΘΝΟΣ)

- Μερικοί μπαίνουν στο τριπάκι να πουλήσουν πολλούς δίσκους, αντί να φτιάχνουν καλή μουσική...
(εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αποστάτης στη γλώσσα του ποδηλάτου ονομάζεται ο μεταλλικός δακτύλιος που τοποθετείται μεταξύ συναρμολογημένων μερών του ποδηλάτου, ώστε να καλυφθεί τυχόν απόσταση μεταξύ τους και να επιτευχθεί σταθερότερη εφαρμογή (λ.χ. μεταξύ τιμονιού και σκελετού, πιρουνιού και σκελετού, ακόμα και στη σέλα ή στους άξονες των τροχών).

Εντάξει, δεν είναι πιουρ σλανγκ, αλλά δεν είναι ωραίο που αυτός ο αποστάτης προέρχεται από την απόσταση και όχι την αποστασία;

Να μη συγχέεται με τον Αποστάτη και τους πολιτικούς του επιγόνους: ο μεν ποδηλατικός αποστάτης αποτρέπει το τζόγο, ο δε πολιτικός αποστάτης συνέβαλε στο να ζήσει το Ελλαδιστάν μια περιπετειώδη και γεμάτη ζωή.

(αντί τεχνικού παραδείγματος, πχ «Αγόρασα ένα αποστάτη 2 cm κλπ κλπ, ένα ποιηματάκι από κάποιον παραληρηματικό εδώ)

Πριν τον Αντρέα ο Αποστάτης, μετά τον Αντρέα ο Χατζηαβάτης,
μετά εσύ ο Υπνοβάτης και τώρα έρχεται ο Ποδηλάτης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όρος που προέρχεται από την ορολογία των ψαράδων. Λέμε ότι βράχωσε η πετονιά όταν το αγκίστρι σφηνώσει πάνω σε μια στενή εσοχή ενός βράχου, ή όταν σφηνώσει σε ένα όστρακο που βρίσκεται κολλημένο στο βράχο κλπ. Αν ο βράχος βρίσκεται στα ρηχά, η απαγκίστρωση είναι σχετικά εύκολη υπόθεση για κάποιον σχετικό. Αν όμως είμαστε σε βάρκα τότε δεν είναι και τόσο εφικτό να επιχειρηθεί βουτιά γι' αυτό το θέμα. Εκεί χρειάζεται μαεστρία (στο μέτρο του δυνατού) ώστε να επιχειρηθεί ξεσκάλωμα του αγκιστριού και να μη σπάσει η πετονιά.

Λέμε για ένα ψάρι που κυνηγάμε να το χτυπήσουμε με το ψαροντούφεκο, πως βράχωσε, όταν το ψάρι παγιδευτεί στο στόμιο θαλάσσιας σπηλιάς, ανήμπορο να πάει μπρος πίσω. Αν δεν μπορέσει τελικά να κάνει το σωστό ελιγμό και να μπει στη σπηλιά, ή να ξεφύγει εκτός σπηλιάς αντιμετωπίζοντας τους κινδύνους στην ανοικτή θάλασσα (από άλλα ψάρια, ψαροντουφεκάδες κλπ), ταλαιπωρείται και ματώνει από το συνεχόμενο μπρος πίσω.

Οι λέξεις-κλειδιά για το συγκεκριμένο ορισμό είναι: σφήνωμα, ανοχή, εγκλωβισμός, προσπάθεια για βελτίωση των υπαρχουσών συνθηκών ή προσπάθεια για ριζική αλλαγή των συνθηκών.

Παρόμοια, όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση λέμε τη λέξη βράχωσα, εννοούμε πως έχουμε εγκλωβιστεί σε μια κατάσταση. Από τη μια πλευρά θέλουμε να ελευθερωθούμε και να αντιμετωπίσουμε το ρίσκο της αλλαγής, ενώ απ' την άλλη σκεπτόμαστε τα όποια καλά έχουμε, τα οποία εκ των πραγμάτων θα στερηθούμε ή θεωρούμε πως έχουμε κάποια υποχρέωση απέναντι τους.

Κάποιες βασικές περιπτώσεις στις οποίες θα μπορούσε κάποιος να αισθανθεί έτσι και να αναφέρει το συγκεκριμένο όρο είναι:

α) Εγκλωβισμός κάποιου σε ένα γάμο,που δεν τον ικανοποιεί πια. Αισθάνεται να πνίγεται από το σύντροφο του, τη σχέση του με τα πεθερικά του κλπ. Εχει τρεις δύσκολες επιλογές: Ή να μείνει βραχωμένος, ή να προσπαθήσει να λάβει τις σωστές πρωτοβουλίες (ελιγμοί από την παρούσα επίπονη φάση) ώστε να βελτιωθούν οι συνθήκες (κάτι που δεν είναι μόνο στο χέρι του), ή να φύγει αναλογιζόμενος πάντα τις συνέπειες (σύζυγος, παιδιά, μια νέα σχέση, που ίσως εξελιχθεί χειρότερη συναρτήσει του χρόνου).

β) Εγκλωβισμός κάποιου σε μια εταιρεία που οι εργασιακές συνθήκες ή η σχέση του με τους συναδέλφους του και τους ανωτέρους του είναι προβληματική. Πάλι υπάρχουν τρεις επιλογές: Ή μένει βραχωμένος ανεχόμενος την κατάσταση, ή προσπαθεί να δει τι μπορεί να κάνει στην κατεύθυνση βελτίωσης των συνθηκών (πάλι δεν εξαρτάται μόνο από το χέρι του), ή να ψάξει για μια νέα εταιρεία, αντιμετωπίζοντας τις συνέπειες (νέες άγνωστες εργασιακές απαιτήσεις, απαξίωση παλιάς τεχνογνωσίας, προσαρμογή στο νέο περιβάλλον, χάσιμο αξιόλογων συναναστροφών από το προηγούμενο περιβάλλον, νέα εργασιακά κυκλώματα, πιθανή απόλυση κλπ).

Αν στις δυο αναφερόμενες περιπτώσεις ακολουθήσει την πρώτη επιλογή, τότε μένει βραχωμένος και επομένως θα πρέπει να ανεχθεί μια συνεχόμενη ταλαιπωρία, η οποία θα αυξάνεται συναρτήσει του χρόνου, εκτός και αν υπάρξουν νέες παράμετροι που μπορεί να συμβάλουν στη βελτίωση των συνθηκών (πχ: παραίτηση κάποιου διευθυντή με τον οποίον δεν τα πηγαίναμε καλά και αντικατάσταση του από κάποιον με τον οποίον έχουμε καλή επικοινωνία). Ωστόσο το τι θετικό θα μπορούσε να συμβεί, δεν μπαίνει σα θέμα όταν κάποιος προσπαθεί να δει συναρτήσει των τρεχουσών συνθηκών σχετικά με το τι θα κάνει.

  1. -Τι κάνεις;
    -Άστα φίλε... Έχω προβλήματα στο γάμο μου.
    -Τι προβλήματα ρε φίλε; -Την αγαπώ τη Ρούλα, τα αγαπώ τα παιδιά μου αλλά από την άλλη δεν μπορώ να ανεχθώ τη μέγαιρα την πεθερά μου, που επηρεάζει τη γυναίκα μου όσο δεν πάει. Άστα... βράχωσα.

  2. -Περνάω απαίσια στην εταιρεία. Τσακώνομαι συνέχεια με τον προϊστάμενο.
    -Ε, ψάξε να βρεις κάτι άλλο και φύγε.
    -Εύκολο να το λές. Έχω πολύ καλό μισθό και έχω άριστες σχέσεις με τους συναδέλφους. Το ξέρω το περιβάλλον. Το να πάω σε μια νέα δουλεία, θα κληθώ να αντιμετωπίσω ένα αβέβαιο μέλλον.
    -Τι θα κάνεις λοιπόν;
    -Φοβάμαι πως βράχωσα.

(από GATZMAN, 10/12/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση-αυτοκόλλητο σε κωλοπειραγμένα αμάξια τύπου Honda Civic Vti, Skoda Octavia 1000hp, Toyota Corolla κλπ που οδηγούν νεαροί κάγκουροι και καυλοτίμονοι.

Αποτρέπει τους συνοδηγούς από το να στήσουν το αμάξι τους με το συγκεκριμένο γιατί και καλά θα φάνε σκόνη.

(Σε φανάρι της παραλιακής)
- Στήσιμο;
- Άσετο...
(Ακολουθεί σπινιά για να πάρει μάτι ο θρασύς το αυτοκόλλητο και να κάνει τουμπέκα)

Όχι τέτοια αυτοκόλλητα πάντως (από Galadriel, 16/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία