Κουτσομπόλα ονομάζεται ένα έπιπλο με ενσωματωμένο κάθισμα, στο οποίο τοποθετούσαν παλιά τη συσκευή του τηλεφώνου και κάθονταν οι κυρίες με τις ώρες και κουτσομπόλευαν, αφού η χρέωση ήταν ανά κλήση και όχι ανάλογα το χρόνο συνδιάλεξης. Είναι είδος προς εξαφάνιση πλέον για ευνόητους λόγους

Πάλι στο τηλέφωνο είσαι Μαριγώ; Θα την πετάξω την κουτσομπόλα και θα κάθεσαι στο πάτωμα!!!

Δυο κουτσομπόλες εξ Αμερικής (από poniroskylo, 01/09/09)Πιο κλασική - αλλά λείπει το τηλέφωνο (από poniroskylo, 01/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ουσιαστικό που παραπέμπει στην σπόντα, το «καρφί», την λεγόμενη σφήνα ρε παιδί μου, που μπαίνει ανάμεσα σε ζευγάρια / παρέες από τρίτους.

Ακούστηκε πρώτη φορά (;) σε μεσημεριανή εκπομπή, κάνοντας την ομιλούσα να καραφλιάσει, αλλά και να googl-άρει μήπως νοιώσει καλύτερα βρίσκοντας την ετυμολογία. Μάταιος κόπος.

Λέγεται και μαλαφούκι. Σπανίως γίνεται χρήση της λόγω της περίεργης προφοράς της.

- Λοιπόν άκουσα πως αυτή η καημένη, η βήτα διαλογής, βάζει κέρατο στον άντρα της.
- Άι μωρή! γιατί βάζεις μαλαφούκια;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η διαβολή. Τα λόγια. Οι τσίτες, αλλιώτικα.

Μεταφορικά, από το λατινικό focus και manus, δηλαδή τη φωτιά που ανάβει με τα χέρια, με προσάναμμα, κατά λάθος εξεπίτηδες, από κάποιο καλόπαιδο, στο μυαλό του οποίου το αποτέλεσμα της ενέργειας επιφέρει ρίγη συγκινήσεων, είτε λόγω του αναμενόμενου οφέλους, είτε απλώς για πλάκα.

Προϊόν μεσογειακό, κάτι σαν την ελιά, τη ρίγανη, το σκόρδο, λίαν εύχρηστο ως άρτυμα ανιαρής και μονότονης καθημερινότητας σε μικροπεριβάλλοντα επαρχίας, γραφείου, γειτονιάς, σχολείου, δημ. υπηρεσίας κουτουλού, όπου δηλαδή το πήξιμο είναι προεξάρχον στοιχείο της ψυχικής καταστάσεως του υποκειμένου.

Όχι πως στα Βόρεια δηλαδή δεν απαντούν τα μαναφούκια, ο Μπράιαν όμως ο Άγγλος μεταφραστής, δεν ανάβει τόσο εύκολα λόγω φλέγματος, ο δε Φριτς εκφράζει μια λεκτική απαξίωση για την όλη φάση.

Σε αντίθεση με τη φωτιά που ανάβει τυχαία από κεραυνό, έκρηξη ηφαιστείου, ντηζελομηχανής, η επί τη θέα συγκεκριμένου αντιπροσώπου του ωραίου φύλου και προκαλεί επιθυμίες τ. παναφύ ή βαλσίματος, η διαβολή ως έργον του οξαποδώ καταλήγει σε μπουκέτο, πιάσιμο μαλλί με μαλλί, κλωτσοπατινάδα, μπούφλες και τέτοια τρυφερά.

Η λέξη χρησιμοποιείται στην Καρδίτσα και στις Β. Σποράδες. Το πώς πήδηξε το Ιόνιο και την Πίνδο και κατέληξε στο Αιγαίο, δεν είναι ξεκάθαρο.

Ο Παπαδιαμάντης την χρησιμοποιεί αρκετά, εξ ου και το παράδειγμα.

Έπαιρνε λόγια από τη μίαν και έβαζε μαναφούκια εις την άλλην. Και είτα εν ανέσει ενετρύφα εις τον καυγάν.

Το Μαναφούκι, του Ντίνου Οικονόμου (από poniroskylo, 14/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ανακαλύπτω, μαθαίνω ή διαπιστώνω κάτι που είναι ευρέως γνωστό, οφθαλμοφανές και ανάλογα με την περίσταση ήδη ξεπερασμένο από όλους τους άλλους εκτός από εμένα. Η αναφορά της Ακρόπολης στη φράση δεν είναι τυχαία, μιας και η ιστορία αλλά και η θέση της τόσο στον χάρτη του λεκανοπεδίου Αττικής, όσο και στην ευρύτερη εικόνα και προβολή της χώρας, καθιστούν μάλλον δύσκολο το να ξεφύγει της προσοχής μας επί μακρόν.

Η ειρωνεία και ο σαρκασμός της φράσης αυτής δεν αφορούν την ίδια την ανακάλυψη, αλλά τ’ ότι ο τολμηρός πιονέρος θεωρεί άξιο λόγου να προβεί σε ανακοίνωση της ανακάλυψης του, συχνά διανθισμένης με βαρύγδουπες περιγραφές και αναλύσεις, οι οποίες ενίοτε καταλήγουν σε αξιολογικές ή μη κρίσεις. Δηλαδή κομίζει γλαύκας εις Αθήνας όπως λέγανε κι οι αρχαίοι ημών παππούδες κι αυτοί ξέραν κάτι παραπάνω: Αυτοί κυριολεκτικά ανακάλυψαν την Ακρόπολη.

Δεν πειράζει όμως. Όλοι σε κάποια φάση της ζωής μας πιαστήκαμε αδιάβαστοι, ακόμη περισσότεροι πιαστήκαμε μαλάκες. Παθαίνουμε και μαθαίνουμε. Αν και κατά κανόνα μόνο παθαίνουμε.

  1. Μετά το Χριστόφορο Κολόμβο, το Μάρκο Πόλο, το Βάσκο ντε Γκάμα και το Μαγγελάνο, ο Πάμπλο Γκερουλάνο… ανακάλυψε την Ακρόπολη και το Σούνιο. Συνέβη εψές. Ο υπουργός του Πολιτισμού μας επισκέφτηκε τη βραχώδη χερσόνησο που προβάλλει στη θάλασσα στο νοτιοανατολικό άκρο της Αττικής, ατένισε το πέλαγος πίσω από τις κολώνες, ατένισε τις κολώνες με φόντο το πέλαγο, χάιδεψε το μάρμαρο με τις άκρες των κρινοδακτύλων του αφήνοντας για πάντα μερικά μόρια Αρμάνι στο μνημείο, σκάλισε με τις μύτες των μοκασινιών του το άνυδρο καλοκαιρινό χώμα, έκανε, μακριά από τα βλέμματα των παρατρεχάμενών του, τσίσα στα ιερά αγριόχορτα, έπαθε μέθεξη και είπε: «Τι ωραία που είναι η Ακρόπολη!». (Εκεί)

  2. Καλά κι αυτοί κάνουν λες και ανακάλυψαν την ακρόπολη. Δεν θυμάμαι στιγμή που αυτή η ριμάδα η βιομηχανία δεν στηριζόταν από τα μεταχειρισμένα. Πάντα το 50% αγόραζε καινούρια και τα πούλαγε στο άλλο 50% για να πάρει τα επόμενα και ο κύκλος συνεχίζεται από την εποχή του atari 2600 και θα συνεχίζεται αφού ουσιαστικά κρατάει την βιομηχανία των games σε κίνηση. (Παρακεί)

  3. Όταν παρουσιάζονται οι εικόνες και θέλω κάποια που μου αρέσει να την αποθηκεύσω....ενώ πρώτα πατούσα αποθήκευση κατ' ευθείαν στην εικόνα που μου άρεσε, και μου έβγαινε πολύ μικρή (δηλ. με πολύ μικρή ανάλυση με αποτέλεσμα όταν την εκτύπωνα να βγαίνει αχνή ή με έντονα πίξελς σαν σχέδιο για σταυροβελονιά).......τώρα κάνω το εξής......πατώ αριστερό κλικ στην εικόνα μου........εμφανίζεται μόνη της αρκετά μεγαλωμένη και πάνω σ' αυτήν κάνω αποθήκευση........φαίνεται απλοϊκό......σαν να ανακάλυψα την Ακρόπολη ας πούμε.......αλλά εμένα με βόλεψε........ (Λίγο πιο' δω)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ατάκα, το γνωμικό που πετάει κάποιος στον προφορικό ή τον γραπτό του λόγο. Χρησιμοποιείται τόσο με την καλή (βλ. 1ο παράδειγμα) όσο και με κακή (βλ. 2ο παράδειγμα) έννοια.

Στις παρυφές της slang, αλλά κουτουτουμουγού αρκούδως παιχνιδιάρικο για να αναρτηθεί.

Εκ του λατινικού citatus (γρήγορη αναφορά).

- Ποιος το είπε εκείνο το ωραίο τσιτάτο...Πρώτα σε αγνοούν, μετά σε κοροϊδεύουν, μετά σε πολεμούν, μετά τους νικάς... ο Γκάντι με φαίνεται! (εδώ)

- Βλέπω λοιπόν σήμερα το ίντερνετ να έχει γεμίσει σπυριάρηδες αγάμητους έφηβους, οπλολάγνους «χτισμένους», ομοφοβικούς «ελληνόψυχους», αμαθείς παπαγάλους εθνικιστικών αναμασημάτων που οργώνουν τα φόρα και τα μπλογκ προβάροντας την προβιά μίας ντεμέκ επαναστατικότητας με δανεισμένα σοσιαλιστικά τσιτάτα και με καθαρά ναζιστική φορά, να ωρύονται για προδότες, να οργανώνουν πογκρόμ μεταναστών, να κάνουν «ντου» σε αντιρατσιστικές συναντήσεις, να διαβάζουν σαν ευαγγέλιο κάτι σκατόγερους που γλείφαν τη χούντα και σκέφτομαι πως όλο το γαμημένο σύμπαν έχει στήσει μία stand-up comedy μαύρου χιούμορ. (εκεί)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία