Επιλεγμένες ετικέτες

Ο όρος Άλμα Μάτερ χρησιμοποιείται διεθνώς ως συνώνυμο του πανεπιστημίου στο οποίο φοίτησε κάποιος. Στα λατινικά σημαίνει κυριολεκτικά «η θρέφουσα μητέρα». Προσδιορίζει το ινστιτούτο στο οποίο κάποιος απέκτησε τα εφόδια για την ακαδημαϊκή και επαγγελματική του καριέρα. Δηλαδή ο σταθμός ορόσημο της ακαδημαϊκής πορείας.
Σλανγκικά, ταυτίζοντας το «άλμα» με το «πήδημα», ο όρος αποτελεί το σημείο μηδέν της σεξουαλικής εκμάθησης. Δηλαδή τη γυναίκα η οποία πήρε την παρθενιά του προσδιοριζόμενου προσώπου και του έδωσε τα πρώτα εφόδια στον αιώνιο αγώνα σεξουαλικής βελτιστοποίησης.

- Για πες ρε Μάκη, με τρώει η περιέργεια, πως είναι τελικά η Λίλιαν στο κρεβάτι;
- Τι να σου πω ρε Βάγγουρα, καλή η Λίλιαν αλλά ούτε καν συγκρίσιμη με τη Λάουρα...
- Βρε μανία με τη Λάουρα...Κάθε φορά παρατάς και άλλη γκόμενα γιατί τη συγκρίνεις με τη Λάουρα! Ρε, μπας και σου έχει κάνει μάγια αυτή η γυναίκα;
- Η Λάουρα κολλητέ είναι το Άλμα Μάτερ μου. Δεν ξεχνιέται ποτέ...
- Φίλε ένα Άλμα Μάτερ έχει κάθε άντρας: τη μανουέλα...

Άλμα μάτερ του DT Jesus...Α ρε Αντζελίνα.... (από DT Jesus, 20/02/09)

Ceci malheureusement EST Debbie Harry! (από Vrastaman, 20/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι ονόμαζαν οι αγωνιστές της Αντίστασης το γερμανικό πιστόλι Luger P08 ή το πιο εξελιγμένο, σύγχρονό του Walther P38, που έφεραν και την διακριτική ονομασία Parabellum από τον τύπο φυσιγγίων που χρησιμοποιούσαν. Η παραφθορά σε «μαραμπέλ» προέκυψε επειδή οι αντάρτες δεν είχαν και σπουδαίες επιδόσεις στα λατινικά, μειονέκτημα το οποίο εξισορροπούσαν κάνοντας εξαιρετικά καλή χρήση του εν λόγω όπλου, όποτε το έβαζαν στο χέρι.

Πηγή έμπνευσης στάθηκε η τουρτούρα του Παπαντώνη.

[...] τραβάμε κι οι τρεις τα πιστόλια. Είχες τότε μια Μπερέτα ιταλικιά, μικρό και καλό εργαλείο, εγώ ένα μικρό Σμιθ, κι ο Νικόλας το κανόνι της ομάδας, κείνο το Μαραμπέλ το γερμανικό.

(Χρόνης Μίσσιος «...καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», εκδ. Γράμματα).

Τα ξενόφερτα σιδερικά δεν άργησαν να φτάσουν στην Ελλάδα. Το Σμιθ, η Μπερέτα, το Μπράουνιγκ, ήσανε γνωστές μάρκες όπλων. Και κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το πιστόλι Μάραμπελ (έτσι έλεγε το Parabellum ο λαουτζίκος).

(Ηλ. Πετρόπουλος «καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες», εκδ. Νεφέλη).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι το πρωτοχρονιάτικο δώρο, ο μπουναμάς, που δίνουν οι νονοί στά βαφτιστήρια, σύμφωνα με τη ντοπιολαλιά της Κύθνου.

Ετυμολογία από το λατινικό strena (στα λατινικά σημαίνει αίσιος οιωνός, αλλά και δώρο της πρωτοχρονιάς, ή «επινομίς» όπως το έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες -κοινώς μπουναμάς). Η ονομασία στρίνα διασώθηκε μέχρι σήμερα κατά τόπους, όπως στη Σύμη, μπουλιστρίνα, (από το «καλή strena», bona strena), στη Νίσυρο, μπουλουστρίνα και στην Κύπρο πουλουστρίνα από εδώ. Τη λέξη τη βρίσκουμε και στην Κέρκυρα εδώ.

Μη κανονίσεις τίποτα γι' αύριο. Θα πάμε τη στρίνα στη φιλιότσα μου.

Το ρήμα είναι στρινιάζω, αλλά δεν πολυχρησιμοποιείται, γιατί έχει αποκτήσει και δεύτερη σημασία (μεταφορική), που σημαίνει «δέρνω, ξυλοφορτώνω».

Πήε να μου κάνει το καμπόσο και τόνε στρίνιασα.

φιλιότσος

Ο φιλιότσος/-α, από την ιταλική λέξη figlio και το υποκοριστικό της, figliozzo, είναι το βαφτιστήρι, ο αναδεξιμιός/-ά.

Θα κάνω κέφι όσο μπορώ
κουράγιο άλλο τόσο
για του φιλιότσου μου το γιό
του γιού μου το φιλιότσο.

Το παραπάνω τετράστιχο είναι από τα «παινέματα» που τραγουδούν στα γλέντια, μετά τα βαφτίσια. Τα περισσότερα είναι αυτοσχέδια και φτιάχνονται πάνω στο κέφι της στιγμής. Το παραπάνω δείχνει πως οι κουμπαριές περνούσαν από πατέρα σε γιό.

σύδεκνος

Το (γλωσσικά) περίεργο είναι ότι, ενώ όλοι οι παραπάνω όροι, που σχετίζονται με την «αναδοχή», έχουν ιταλική προέλευση, για τον «ανάδοχο» χρησιμοποιείται η ελληνική (ελαφρώς παρεφθαρμένη) σύδεκνος/συδέκνισσα (από το ευρύτατα διαδεδομένο σύντεκνος) και όχι το κουμπάρος που χρησιμοποιείται μόνο για το γάμο.

Ήτανε ούλοι εκεί: Ο κουμπάρος ο Γιάννης με την κουμπάρα τη Φρόσω, ο σύδεκνος ο Πιπέρης με τη συδέκνισσα την Ανεζιώ και η συδέκνισσά μου η Αννουσιώ, η χήρα. Μονάχη η καημένη.

Το όνομα Πιπέρης (αρκετά συνηθισμένο στο νησί) πιθανώς προέρχεται από τα ιταλικά και συγκεκριμένα από το υποκοριστικό Pipo του Filippo (Φίλιππος). Το Ανεζιώ προέρχεται από το επίσης ιταλικό Agnese (Αγνή), ενώ το Αννουσιώ από το Άννα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Dum spiro spero στα λατινικά σημαίνει: «Όσο αναπνέω, ελπίζω».

Εννοείται ότι οι μαθητές λατινικών στα σχολεία θα το λογοπαίζανε με μιας: «Dum spiro, σπέρνω» -«όσο αναπνέω σπέρνω», δηλ. χύνω.

Δηλωτικό της αντρικής σεξουαλικής ευρωστίας.

Μπαμπαδισμός αν όχι προ-παππουδισμός.

Βλ. και το ίδιας εποχής Ω ξειν αγγέλειν γονεύσι ότι τήδε κοιμώμεθα τοις κείνων χρήμασι τρεφόμενοι.

- Πώς πάει;
- Μια χαρά!
- Κανα μουνάκι;
- Ε, πάντα. Ντουμ σπίρω, σπέρο!
- Ψςςςςςς! Κουλτουριάρη γαμιά μου εσύ!

Ο θυρεός του St Andrews, στη Σκωτία. (από poniroskylo, 09/04/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η διαβολή. Τα λόγια. Οι τσίτες, αλλιώτικα.

Μεταφορικά, από το λατινικό focus και manus, δηλαδή τη φωτιά που ανάβει με τα χέρια, με προσάναμμα, κατά λάθος εξεπίτηδες, από κάποιο καλόπαιδο, στο μυαλό του οποίου το αποτέλεσμα της ενέργειας επιφέρει ρίγη συγκινήσεων, είτε λόγω του αναμενόμενου οφέλους, είτε απλώς για πλάκα.

Προϊόν μεσογειακό, κάτι σαν την ελιά, τη ρίγανη, το σκόρδο, λίαν εύχρηστο ως άρτυμα ανιαρής και μονότονης καθημερινότητας σε μικροπεριβάλλοντα επαρχίας, γραφείου, γειτονιάς, σχολείου, δημ. υπηρεσίας κουτουλού, όπου δηλαδή το πήξιμο είναι προεξάρχον στοιχείο της ψυχικής καταστάσεως του υποκειμένου.

Όχι πως στα Βόρεια δηλαδή δεν απαντούν τα μαναφούκια, ο Μπράιαν όμως ο Άγγλος μεταφραστής, δεν ανάβει τόσο εύκολα λόγω φλέγματος, ο δε Φριτς εκφράζει μια λεκτική απαξίωση για την όλη φάση.

Σε αντίθεση με τη φωτιά που ανάβει τυχαία από κεραυνό, έκρηξη ηφαιστείου, ντηζελομηχανής, η επί τη θέα συγκεκριμένου αντιπροσώπου του ωραίου φύλου και προκαλεί επιθυμίες τ. παναφύ ή βαλσίματος, η διαβολή ως έργον του οξαποδώ καταλήγει σε μπουκέτο, πιάσιμο μαλλί με μαλλί, κλωτσοπατινάδα, μπούφλες και τέτοια τρυφερά.

Η λέξη χρησιμοποιείται στην Καρδίτσα και στις Β. Σποράδες. Το πώς πήδηξε το Ιόνιο και την Πίνδο και κατέληξε στο Αιγαίο, δεν είναι ξεκάθαρο.

Ο Παπαδιαμάντης την χρησιμοποιεί αρκετά, εξ ου και το παράδειγμα.

Έπαιρνε λόγια από τη μίαν και έβαζε μαναφούκια εις την άλλην. Και είτα εν ανέσει ενετρύφα εις τον καυγάν.

Το Μαναφούκι, του Ντίνου Οικονόμου (από poniroskylo, 14/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Mea culpa σημαίνει στα λατινικά «λάθος μου», οπότε χρησιμοποιείται από κάποιον που θέλει να αναλάβει την ευθύνη για κακώς κείμενα. Πλην συχνά αυτή η επιτηδευμένη συγγνώμη αποτελεί κόλπο που καλύπτει διάφορες σκοπιμότητες, εξ ου και η έκφραση «mea colpa».

Ορισμένα παραδείγματα: Ηγέτης, όπως ο Κώστας Καραμανλής, που θέλει να περάσει το ύφος του «σεμνού και ταπεινού», («ασκητή» κατά Αυτιά) αλλά σχεδόν όλοι οι στενοί του συνεργάτες βρίσκονται αναμειγμένοι σε σκάνδαλα. Είναι σύμφωνο με το ίματζ υπευθυνότητας να αναλάβει δημόσια την ευθύνη και να δηλώσει «mea culpa». Τώρα τι ευθύνες αναλαμβάνει κανείς διατηρώντας την θέση του και μη παραιτούμενος είναι μεγάλη κουβέντα. Γενικά πολλοί πολιτικοί πλειοδοτούν σε ένα νεφελώδη νιτσεϊσμό του να αναλαμβάνουμε ευθύνες, χωρίς όμως να υφιστάμεθα συνέπειες. (Ύστερα από όσα έγραψα για Σημίτη και Τσίπρα, ελπίζω να μην θεωρηθώ κομματικοποιημένος. Ο Γιωργάκης πάλι ακολουθεί μάλλον το eius culpa, «λάθος του», επιρρίπτοντας ως Κινέζος τις ευθύνες στον Κινέζο, λες και δεν ήταν υπουργός στις κυβερνήσεις του). Δικαιολογείται, λοιπόν, η εντύπωση ότι αυτά τα mea culpa είναι στην πραγματικότητα mea colpa, για να ενισχύσουν το πολιτικό ίματζ τους.

Άλλο σύνηθες παράδειγμα είναι τα σόρι αντιπροσώπων υπερδύναμης μετά τον φόνο αμάχων ή και ξένων διπλωματών. Εδώ έχουμε το γνωστό ότι η συγγνώμη είναι μισό χέσιμο. Για mea colpa μπορούμε να μιλήσουμε όταν αυτό γίνεται συστηματικά, όπως στην περίπτωση του Μπιλ Πλύντον, που την μια ζήταγε συγγνώμη για την μη σεξουαλική πράξη που έκανε με την Μόνικα, έτσι όπως ορίζει αυτός το σεξ, (ήτοι mea culpa, αλλά όχι Monica colpa) μετά για την ψευδορκία, μετά για τον βομβαρδισμό της κινεζικής πρεσβείας… Την μια ήταν culpa ότι έκανε έρωτα κι όχι πόλεμο, την άλλη ότι έκανε πόλεμο κι όχι έρωτα… Αλλά κι ο George W. Bush λίγες βδομάδες αφότου έκανε το mea culpa του για τα όπλα που δεν βρέθηκαν στο Ιράκ στα πλαίσια απολογισμού της Προεδρείας του, κάνει τώρα γαργάρα την σφαγή αμάχων στην Παλαιστίνη. Ένα παρόμοια ετεροχρονισμένο mea cu(o)lpa βλέπουμε γενικά στις χολυγουντιανές ταινίες, που ζητούν συγγνώμη για τους Ινδιάνους, όταν σφάζονται οι Βιετναμέζοι, συγγνώμη για τους Βιετναμέζους, όταν σφάζονται οι Ιρακινοί, συγγνώμη για τους Ιρακινούς, όταν σφάζονται οι Παλαιστίνιοι κ.ο.κ. (Με κάποιες εξαιρέσεις τα τελευταία χρόνια είναι η αλήθεια). Παρόμοιο mea cοlpa κι απ’ τον Πάπα, όχι τον παπαράτσι, αλλά τον προκάτοχό του, που ανέλαβε την ευθύνη για τις Σταυροφορίες, μάλλον ως μια ανώδυνη αυτοκριτική εν όψει ανοίγματος προς Ανατολάς (Ντραγκ ναχώστεν). (Για τον δικό μας, θυμόμαστε όλοι εκείνην την περίφημη έννοια της «αυτοκάθαρσης»). Τα παραδείγματα πάμπολλα, οπότε η σταχυολόγηση είναι μοιραία επιλεκτική.

Σαν έκφραση, το mea colpa, παραπέμπει και στον κόλπο, οπότε μπορεί να δηλώσει και ενοχές (culpa) για ατοπήματα που έγιναν σε κόλπους. Ή αποτελέσει ακραία αυτοκριτική ή ετεροκριτική ότι ο ένοχος δεν είναι παρά ένας κόλπος, ήτοι ένα μουνί ή ένα μουνόπανο. Όσον αφορά στην πρώτη περίπτωση να πούμε ότι το mea culpa χρησιμοποιείται ως mea colpa και σε σχέσεις, όταν ένας θεριακλής και μερακλής άντρας αναλαμβάνει τσαμπουκαλίδικα την ευθύνη για το όποιο τσιλιμπούρδισμα. (Από γυναίκες μην περιμένετε εύκολα συγγνώμη, είναι εξαιρετικά δύσκολο!).

Mea colpa με ΑΕΙ και στράτευση. Αγωνιώδεις προσπάθεια Καραμανλή να ξεπλύνει το αίμα.
(Πρωτοσέλιδο «Πρώτου Θέματος»)

«δηλ να αφησουμε τον χ καραμανλη να καταστρεψει την χωρα η να χαρουμε στο mea colpa του πανω στην προσπαθεια να ξεπλυνει το αιμα του νεαρου;»
(ατονιστής σε φόρουμ, πρόσφατα)

Λάουρα: Και στο σπίτι της Λίλιαν τι γύρευες, λοιπόν, μετά τα μπουζούκια;
Μένιος: Αφού σου τό ‘πα Λαουράκι μου, αναλαμβάνω την ευθύνη. Mea culpa!
Λάουρα: Mea culpa τώρα, αλλά όταν έκανες τα mea colpa στον κόλπο της Λίλιαν ήταν καλά, έτσι;

Ο Καραμανλής σε ρυθμούς Eminem (από Hank, 07/01/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ποιητική ονομασία για τη βροχή στα καλιαρντά. Βγαίνει από το λάκριμο εκ του ιταλικού/ λατινικού lacrima. Σαν να δακρύζει ο ουρανός, δηλαδή. Αβέλει λακρίμω σημαίνει βρέχει.

Θα αβέλει λακρίμω αύριο είπαν στην κρυσταλλοσινού.

Αβέλει λακρίμω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι λέγανε λόγω χρώματος, τους κατασκευασθέντες στην πάλαι ποτέ Ανατολική Γερμανία συρμούς του Ηλεκτρικού LEW type GI. Η ετυμολογία προέρχεται αν μη τι άλλο από το γνωστό ωδικό πτηνό που με τη σειρά του ετυμολογείται από το λατινικό canariae που προέρχεται από το λατινικό canis που σημαίνει σκύλος.

Οι όμορφοι αστραφτεροί κίτρινοι LEW type GΙ παραδόθηκαν στον ΗΣΑΠ την περίοδο 1981-1984 και μεταξύ 1984-1985 επιστράφηκαν στο σύνολο τους στο μετρό του Ανατολικού Βερολίνου. Οι LEW type GI που πέρασαν από τον Ηλεκτρικό, μετά από χρόνια χρήσης στο μετρό του Βερολίνου στάλθηκαν τελικά (εξορία ;;;) στη Βόρεια Κορέα για χρήση στο μετρό της Πιονγιάνγκ. Οι Γερμανοί τους έλεγαν Gisela.

-Ωραία είναι τα καναρίνια.

-Ναι, είναι πολύ όμορφα πουλάκια!

-Ό,τι να 'ναι... για τους συρμούς του Ηλεκτρικού μιλάω.

Καναρίνι σε διάφορες φάσεις της ζωής του.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Κανονικά (βλ. παράδειγμα 1) σημαίνει «εκ των πραγμάτων» και προέρχεται από το λατινικό de facto. Για να μην κουράζω με τις κυριολεξίες που δεν μας αφορούν, ιδού και ιδού πιο πολλά για την έκφραση.

Στην αργκό όμως (βλ. παραδείγματα 2 κέ) χρησιμοποιείται αντί του 100%, οπωσδήποτε, μες το νερό, σίγουρα, για τα καλά, κλπ.

(να σημειωθεί ότι πολλές φορές και η ελληνική έκφραση «εκ των πραγμάτων» παραποιείται με την έννοια του οπωσδήποτε κλπ).

  1. Όταν ανατρέπεται μια δημοκρατική κυβέρνηση με πραξικόπημα, ο επικεφαλής των πραξικοπηματιών είναι ο ντε φάκτο πρωθυπουργός της χώρας κι ας μην εκπροσωπεί τη νόμιμη κυβέρνηση.

  2. Ο Μ.χθες μου είπε «Ο,τι είναι να γίνει θα γίνει» και είχε δίκιο,διαπιστωμένο αυτό, ντε φάκτο.

  3. Είπε δε ότι «εάν υπάρξει δημοψήφισμα, ντε φάκτο θα συμπορευτούμε σε μια νέα πλειοψηφία με πυρήνα τις δυνάμεις της Αριστεράς».

  4. ...ουσιαστικά επιλέγει τη μια άποψη και την προβάλλει λογοκρίνοντας ντε φάκτο την άλλη...

  5. Εάν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, η Ελλάδα είναι εδώ και ένα χρόνο ντε φάκτο μια χρεοκοπημένη χώρα

  6. Η αντιπροσωπεια ειναι υποχρεωμενη να σε καλυψει απο θεμα
    εγγυησης,ακομη κι αν ειναι παραεισαγωγης το μηχανακι σου. Είναι νομικά υποχρεωμένη αλλά δεν το κάνει ούτε το έχει κάνει ποτέ. Μόνο αν τους πας στα δικαστήρια μπορεί να δικαιωθείς μετά απο πολλααααά χρόνια. Ντε φάκτο αυτό που σου λέω δεν πρόκειται να καλύψει κανέναν!!! Μόνο η ευρωπαική εγγύηση σε καλύπτει δηλαδή ο dealer που πούλησε το μηχανάκι στον παραεισαγωγέα.

(όλα διχτυωτά)

(από Khan, 02/12/11)

βλ. και de fuckto σχέση

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ουσιαστικό που παραπέμπει στην σπόντα, το «καρφί», την λεγόμενη σφήνα ρε παιδί μου, που μπαίνει ανάμεσα σε ζευγάρια / παρέες από τρίτους.

Ακούστηκε πρώτη φορά (;) σε μεσημεριανή εκπομπή, κάνοντας την ομιλούσα να καραφλιάσει, αλλά και να googl-άρει μήπως νοιώσει καλύτερα βρίσκοντας την ετυμολογία. Μάταιος κόπος.

Λέγεται και μαλαφούκι. Σπανίως γίνεται χρήση της λόγω της περίεργης προφοράς της.

- Λοιπόν άκουσα πως αυτή η καημένη, η βήτα διαλογής, βάζει κέρατο στον άντρα της.
- Άι μωρή! γιατί βάζεις μαλαφούκια;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία