Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Μεταβατικό, βουτάω κάποιον. Τον πιάνω, τον τσιμπάω, και του ρίχνω ξύλο, αλλά μάλλον ελαφρύ.

Για την απλή έννοια του πιάνω κάποιον βίαια, βλέπε το παράδειγμα εδώ:

Προπονητής «βούτηξε» από το λαιμό αντίπαλο παίκτη στην Αγγλία

όπου ο συντάκτης για κάποιο λόγο το θεωρεί αρκετά αδόκιμο ώστε να δικαιολογεί εισαγωγικά.

Χρησιμοποιούμενο μ' αυτήν την έννοια, συνήθως συμπληρώνεται με κάποιο απ' τα απ' τον γιακά, απ' το λαιμό, απ' τα μαλλιά, τα οποία νομίζω εξαντλούν την χρήση του βουτάω κατ' αυτόν τον τρόπο.

Στη Λευκάδα το θυμάμαι να παίζει απόλυτο, βουτάω κάποιον, χωρίς παρεταίρω προσδιορισμό, δηλώνων την πρόθεση να πέσει και καμιά ψιλή. Μάλλον παιδική-εφηβική χρήση, συχνά ως απειλή.

  1. Θα σε β'τήξω, ε;
  2. Ναι, λέγε τ' τέτοια και σε β'τήξ' και μετά 'α κλαις.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

γουδιστούπ, το: Η πράξη κατά την οποία κάνεις κάποιον κεφαλοκλείδωμα και τρίβεις την μπουνιά σου στο κεφάλι του. Εξού και το πρώτο συνθετικό της λέξης, διότι τρίβει το κεφάλι του άλλου σαν να το έχει βάλει στο γουδί.

Ο Θοδωράκης έκανε γουδιστούπ στον Μαριούλη και τώρα το κεφάλι του πονεί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Εξουδετερώνω, σακατεύω, εξαντλώ. Ξυλοφορτώνω, σαπίζω κάποιον στο ξύλο. Ξεπερνώ κατά πολύ τους αντιπάλους μου, τρώνε τη σκόνη μου.

  1. Από εδώ:
    Πήγε να την Βιάσει και τον έκανε… ”ΑΧΡΗΣΤΟ στο ξύλο!

  2. Από εδώ:
    Ο Δαμιανάκης είναι ''θυρίο'' και έχει καθαρισει έναν από τους καλύτερους επιθετικούς της Ελλάδος τους Μητρόγλου (που έκανε το 0-3 από κόντρα) και τον Μπέργκ που δεν φάνηκε χθες καθώς τον έκανε <Άχρηστο> ο Δαμιανάκης...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σφαλιάρα, χαστούκι, μπάτσα.

- Ρε σεις τι θα γίνει πάλι μ'αυτό το παλτό που σέρνεται?
- Χθεσινοβραδυνός είναι πάλι ρε...
- 'Αμα τον πετύχω έξω κάνα βράδυ θα τον αρχίσω στα κιουστράπια να στρώσει, ξερωγώ.

Θεσσαλονικιώτικη έκφραση χρησιμοποιούμενη απο τους οπαδούς του ΠΑΟΚ κατά κύριο λόγο και αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης καταστάσεων όταν πονάνε τα μυαλά μας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η μανούρα, εκτός των άλλων, είναι ειδική περίπτωση καβγά. Συγκεκριμένα, πρόκειται για καβγά που περιορίζεται σε αψιμαχίες, σε "θα σου δείξω - θα μου δείξεις", σε "θα σου κάνω - θα μου κάνεις"*, άντε και σε κανένα "κρατάτε με και θα τονε δείρω", και σε πολύ ακραία κατάσταση μανούρας κάνα σπρώξιμο ή καμιά ψιλή.

Για όσους αντιλαμβάνονται την κατάσταση, είναι πρόδηλη η διάθεση των εμπλεκομένων να μην πλακωθούν στα σοβαρά, αλλά απλά να δείξουν ότι θα μπορούσαν να το κάνουν. Βεβαίως, τίποτα δεν προδικάζει ότι η μανούρα θα παραμείνει μανούρα και δεν θα εξελιχθεί σε καβγά, αλλά αναλόγως με τις συνθήκες και τις περιστάσεις μπορεί κανείς να μανουριαστεί αρκετά ακραία όντας σίγουρος ότι κανείς (και κυρίως ο ίδιος) δεν θα περάσει τη νύχτα είτε σε κάνα νοσοκομείο είτε σε κάνα κρατητήριο.

Κατά συνέπεια το να μανουριαστεί κανείς με πορτιέρη είναι σπάνιο, γιατί ο πορτιέρης έχει την πρωτοβουλία του ξύλου στο 99,99% των περιπτώσεων, ενώ η μανούρα προϋποθέτει υπόδηλη συμφωνία των εμπλεκομένων να μην πέσει ξύλο, ή τουλάστιχον σοβαρό ξύλο.

Αποτέλεσμα, συνήθως φεύγουν και οι δύο πλευρές ευχαριστημένες, φεύγει ευχαριστημένος και ο ενδεχόμενος ειρηνοποιός που μπήκε στη μέση και παράστησε ότι τους χωρίζει, και καθώς είθισται μπορεί να έφαγε και καμιάν αδέσποτη.

Οι μανούρες ξεκινάνε κυρίως δι αφορμήν ασήμαντον, και γι αυτό δεν εξελίσσονται και σε καβγάδες, και αρκετά συχνά επειδή ένας απ' τους δύο ψάχνεται για μανούρα, ίσως λόγω χαρακτήρα, λόγω αλκοόλ ή για εκτόνωση.

Ρηματικές μορφές: μανουριάζω, μανουριάζομαι.

  1. - Πάλι πίνει ο Μπάμπης, και πάλι θ' αρχίσει να μανουριάζεται δεξιά κι αριστερά. Απορώ πώς δεν έχει πέσει ακόμα σε κάναν που δε σηκώνει τέτοιες μαλακίες να τις μαζέψει να ησυχάσει.

  2. - Πωπω, μαλάκα τσέκαρε, χαμός γίνεται. Λες να πέσει κάνα ξύλο;
    - Μπα, θα παίξει λίγο μανούρα έτσι για τη φάση και μετά θα τους χωρίσουν. Κλάιν. Πιες την ποτάρα σου.

*Οι φράσεις "θα σου δείξω - θα μου δείξεις", σε "θα σου κάνω - θα μου κάνεις" αναπαριστούν τις απειλές που εκτοξεύονται εκατέρωθεν. Σε συμφραζόμενα περιγραφής βρισίματος στα όρια καβγά οι παραπάνω φράσεις είναι αρκετά τυπικές.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά το ματσούκι είναι το μακρύ και χοντρό ραβδί. Η προέλευση της λέξης είναι ιταλική [ιταλ. mazzoca]. Μεταφορικά, η λέξη σημαίνει ξυλοδαρμός. Συνώνυμη λέξη είναι το μπερντάχι. Ως ρήμα χρησιμοποιείται το γνωστό ματσουκώνω. Βλ. επίσης κρεατομάτσουκο.

  1. Άρθρο του Ριζοσπάστη: Το ματσούκι κι ο μικρός Ματσούκα
    Είχα καιρό να πάω σινεμά. Κι είδα τη χιλιάνικη ταινία «Ματσούκα». Οσοι προλάβετε, σύντροφοι, να τη δείτε γιατί βέβαια δε φιλοξενείται και στα σινεμά-πολυκαταστήματα. Θα θυμηθείτε. Το πραξικόπημα στη Χιλή το '73 μέσα από μια υπέροχη παιδική φιλία δυο ταξικά αντίπαλων εφήβων που ξεπερνούν τη φρίκη της θηλιάς που σφίγγει τη ζωή και τη σχέση τους. Θα πονέσετε με την αφύσικη βιαιότητα γεγονότων και αισθημάτων, αλλά θα αποκρυπτογραφήσετε και το σημερινό νεοταξίτικο «πολιτισμό» της κατανάλωσης και του τρόμου που σκιάζει τα όνειρα των νέων και αλλοτριώνει τους λίγο μεγαλύτερους για να μας τους φέρει κατάμουτρα, εδώ και τώρα, σήμερα. Είναι η ...άρχουσα τάξη.

  2. Σχόλιο αναγνώστη του Ριζοσπάστη: «Θα τους πάρω με το ματσούκι
    Η μαρτυρία ανήκει σε 70χρονο συνταξιούχο, που τηλεφώνησε αγανακτισμένος στην εφημερίδα μας: «Ο γιατρός του ΙΚΑ έδωσε παραπεμπτικό στη γυναίκα μου να κάνει ακτινογραφία για οστεοπόρωση. Και επειδή το ΙΚΑ δεν έχει τέτοιο μηχάνημα, πήγε σε ένα συμβεβλημένο ιδιωτικό εργαστήριο χτες, όπου της κλείσανε ραντεβού για τον Οκτώβρη! Τι να κάνω, θα πάω σε άλλο εργαστήριο και θα τα πληρώσω. Αλλά μην τολμήσουν και περάσουν από δω για να ζητήσουν την ψήφο μου, θα τους πάρω με το ματσούκι». Η μαρτυρία αποτελεί χαρακτηριστικότατο παράδειγμα των πολύμορφων συνεπειών της πολιτικής εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησης της Υγείας, που προώθησαν και προωθούν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Οσο για το «ματσούκι», μάλλον είναι η πλέον ενδεδειγμένη απάντηση στους πολιτευτές που στηρίζουν και προωθούν την αντιλαϊκή πολιτική του δικομματισμού και την άλλη ώρα βγαίνουν για να ζητήσουν την ψήφο του λαού.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βρομόξυλο. Από το τουρκ. değnek= μαγκούρα, μπαστούνι και, κατά συνεκδοχή, μπερντάχι που ρίχνεται με το εν λόγω σύνεργο. Για βορειοελλαδίτικο το ξέρω. Εδώ στα νότια γιόκ, εκτός κι έχω χάσει επεισόδια. Ας πει κάνας Σαλονικιός.

Που τον θμυθκες και συ ορε [...]??????????? χιχιχιχιχι!!!!! Τι ντεγνεκι ειχε φαει εκει αυτος ομους

Το μοναδικό τρέχον ιντερνετικό εύρημα. Παλιότερα είχα πετύχει καναδυό φορές στο γούγλη άλλα παραδείγματα αλλά τότε βαριόμουνα να το γράψω, και μετά εξαφανίστηκαν.

[...] ήταν οι δυό καλύτεροι φίλοι του, μαζί απ' τη Μικρασία, που τα 'χαν πατήσει κι αυτοί τα ογδόντα, ογδονταπέντε χρόνια. Ήρθαν και κάθησαν σιωπηλοί στο μιντέρι. Άφησαν δίπλα τα ντεγνέκια τους και τον κοίταζαν περιμένοντας υπομονετικά, χωρίς να μιλούν.

Γ. Σκαμπαρδώνης Η ψίχα της μεταλαβιάς, εκδ. τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα καλιαρντά είναι ο μαζοχιστής, ο μαζόχας. Προέρχεται από το ντέζι (εκ του γαλλικού désirer= επιθυμώ, ποθώ) και από το ντουπ που σημαίνει το ξύλο (ηχομιμητικό). Δηλαδή αυτός ή αυτή που ποθεί να τρώει ξύλο.

Όντις ήπαγε στο Αδελφοχώρι, με ντεζολαχτάρες και ντεζοντουπούδες αβέλει ντουπ τα πλήκτρα. (Μπουντουσουμού).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα καλιαρντά είναι ο σέξι πυγμάχος. Ντουπ είναι το ξύλο, πατάτα είναι η γροθιά (και αντιστρόφως μπουνιά η πατάτα), επειδή θεωρείται με λίγη καλιαρντοφαντασία ότι μοιάζουν. Ντουποπατατότεκνο είναι επομένως ο πυγμάχος που είναι τεκνό.

Αβέλω και ντέζι για ένα ντουποπατατότεκνο τζασλό! Είμαι ντεζοντουπού;

Orlando Cruz, το πλέον περήφανο ντουποπατατότεκνο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σύνθετη λέξη που δηλώνει την τάση προτίμησης ή συναίνεσης για την χρήση βίας κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής. Αναφέρεται στο άτομο που γίνεται ευχαρίστως δέκτης βίας στο πλαίσιο ερωτικής συνεύρεσης. Η ξυλοχωρητικότητα συχνά πιθανολογείται ευθέως από συγκεκριμένα σωματικά χαρακτηριστικά (μεγάλο ύψος ή/και βάρος, εύρος λεκάνης).

Τούμπανο το Μαράκι, δε λέω, αλλά δεν έχει καθόλου ξυλοχωρητικότητα. Ούτε μια σφαλιαρίτσα δεν με άφησε να ρίξω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε