Αναφερόμεθα σε εκδηλώσεις σουργελέ συμπεριφοράς από σουργελέισο, στην σύγχρονη σουργελλάδα ή αλλού.

Σουργελιές στα έδραναΣουργελιές στα έδρανα 2

-Τι κάνουμε όμως από δω και πέρα εμείς που αντιδρούμε και μαχόμαστε το συγκεκριμένο καθεστώς; Πως δηλαδή παύουμε να κάνουμε τις δικές μας σουργελιές; Οι αδαείς νοικοκυραίοι που όταν μαζεύονται στο Σύνταγμα μουντζώνουν τη Βουλή και σε άλλα σημεία της χώρας γιαουρτώνουν τους πολιτικούς, είναι πολύ πιο μπροστά πολιτικά από τους Αριστερούς βουλευτάδες και πολιτικούς, καθώς και από οποιονδήποτε συνεπή αγωνιστή της ταξικής πάλης, που επιμένουν όλοι αυτοί να αντιμετωπίζουν το πολιτικό προσωπικό του καθεστώτος με έντονο μεν αλλά τελικά αξιοσέβαστο τρόπο, νομιμοποιώντας τα τεράστια μηδενικά (εδώ)

- Ναι δεν δισταζω να πω πως θεωρω γελοιο και σουργελιά ενηλικες ανθρωποι μορεφομενοι υποτιθεται ,να ασχολουμαστε με το αν χωρισε η δεν χωρισε η οποια Μενεγακη και να κοπανιομαστε κι ολας πως αυτο δεν το περιμεναμε ποτε (εκεί)

- "Πόσο σας μισώ, απαίσια στρουμφάκια!" Μου τη δίνει η σουργελιά κάποιων ανεκδιήγητων ανθρώπων που νομίζουν ότι κάποιοι είναι..(παραπέρα)

Εκ του σούργελο και της γαμοσλανγκοκατάληξης -ιά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

λουμπινιά, λουμπινιάρης

Λουμπινιά αποκαλείται η υπούλη και άνανδρη πράξη.

Όπως μας πληροφορεί ο αδικοχαμένος από το σάη Αἴας τῶν Ἀθηνῶν, η λουμπινιά σχετίζεται με την λουμπίνα αλλά μεταφορικά, χωρίς σεχσουαλικά υπο-νοούμενα. Όπως η πουστιά, ένα πράμα:

- Το φόρουμ esoterica δεν με ενδιαφέρει σαν θεματολογία και αποχωρώ. Δεν θα ξανασυμετάσχω και άμα δείτε το νίκ βριλ ή κάποιον που παριστάνει ότι είμαι εγώ, να ξέρετε ότι είναι λουμπινιά (εδώ)

- Ο Βενιζέλος άδειασε τον Παπακωνσταντίνου. Τι είναι αυτά, ρε; Έκανε τη λουμπινιά με την πασίγνωστη αυτή κωλοϊστορία της λίστας Λαγκάρντ ο πρώην υπουργός οικονομικών και ο σημερινός πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ τον έβγαλε στη σέντρα. Οπότε καθαρίσαμε. Τι είναι αυτά, ρε; (εκεί)

- Μια ερώτηση θα ήθελα να κάνω και να με συγχωρείτε για την παρέμβαση, το νόμισμα που έχει στα χέρια του ο Αυστραλός είναι το ίδιο που θα αγόραζε ο Σωτήρης από από τον Βασίλη. Ας δεχτούμε ότι ο Αυστραλός έχει κάνει την λουμπινιά, αυτό (το νόμισμα δηλαδή που θα αγόραζε ο Σωτήρης) πως βρέθηκε στα χέρια του Αυστραλού? (παραπέρα)

Ωσεκτουτού, λουμπινιάρης αποκαλείται όστις πράττει λουμπινιές:

- Και, ξέρεις δα τώρα εσύ γραμματισμένε ελληνιστά, η κατάληξις "-άρης" έχει ταιριαστά συνυποδηλούμενα: βρομιάρης, ψωριάρης, αρρωστιάρης, κλανιάρης, σκατιάρης, αρκουδιάρης, λουμπινιάρης. Φαίνεται ότι για κάποια απ' αυτά διώκεται ο Κάσιδος, γιατί και το ύφος του δείχνει σαν να έχει μόλις εκτονώσει κάποια σωματική ανάγκη, ελπίζω όχι επάνω του (εκεί)

- Ο κλαρινογαμπρόςε ίναι ύπουλος και τσάτσος. Δε φταίει όμως αυτός για την κατάντια του, απλά τυχαίνει να είναι λίγο παραπάνω λιγούρης και λουμπινιάρης από το μέσο πολίτη. Η επιθυμία του να κόψει τη μαλακία και να αρχίσει το σεξ είναι τόσο μεγάλη που τον κάνει να ξεπερνά τους ηθικούς φραγμούς του (εδώ)

- ΕΓΩ ΖΗΤΩ ΤΗΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΑΥΤΟΎ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ που δυστυχώς έχει αποδείξει ότι είναι: 1) υποτελής 2) Λουμπινιάρης 3) Κρυψίνους 4) Φοβισμένος 5)Άνθρωπος των υπόγειων διαδρομών 6) Ποτέ μπροστάρης, υπεύθυνος, ικανός να προβάλει την ταυτότητα του στην κοινωνία. Άνθρωπος φερέφωνο του κάθε τυχάρπαστου και αχεράνθρωπος του κάθε κουμανταδόρου, απόδειξη αυτού ότι κρύβεται χρόνια τώρα πίσω από ένα κόμμα, πίσω από κάποιους ανθρώπους (παραπέρα)

Συνώνυμα: μπιν(εδ)ιά, μπινεδιάρης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εις -ιά μειωτικός χαρακτηρισμός που σημαίνει τον κατώτερο, από διάφορες απόψεις, κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική κ.ά., τη μπασκλασαρία, τον/την τελευταία. Στον προφορικό λόγο, δέον να προφερθεί με αριστοκρατίζοντα επιτονισμό καταφρόνησης επιβοηθούμενο από τις κατάλληλες γκριμάτσες αηδίας του προσώπου για την ξευτίλα της κατωτεριάς.

  1. ΚΑΤΩΤΕΡΙΑ Πασοκε Εσυ αμφισβήτησες, ΕΣΥ θα μας πεις πρώτος. (Από βρις-οφ εδώ).
  2. Πω πω! Σαν δε ντρέπομαι, η κατωτεριά, να έχω διαβάσει τα έργα των Διαφωτιστών από μεταφράσεις! Να τσακιζόμουν να μάθαινα Γαλλικά, αντί να αλητεύω στα Λονδίνα! (Με ειρωνική αυτοκριτική διάθεση εδώ).
  3. Ολα αυτά η αγράμματη Ελληνική κατωτεριά τα ερμήνευσε με το κουτσοβλάχικο μυαλό της! (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιστορικά: κάγκουρες υπήρχαν ανέκαθεν. Οι ιστορικές και τεχνολογικές εξελίξεις όμως τους ευνόησαν να αναπτυχθούν επικίνδυνα. Οι Άνδρες με το Α κεφαλαίο αποφάσισαν να δηλώσουν τον ανδρισμό τους είτε για να κεντρίσουν το γυναικείο ενδιαφέρον είτε για να νιώσουν απαλλαγμένοι από αυτό ως εξής:

Στυλιστικά: Και πρωί και βράδυ κάτι με τζιν, κάτι στενό αλλά όχι με έξαλλο κόψιμο, γυαλί που βγάζει μάτι από χιλιόμετρα, μαλλί φτιαγμένο ''αλά αντρικά''(=μαλλί που προσδίδει ύψος)

Κοινωνικά: συμπεριφορά αρνητική προς κάθε τι το γυναικείο. μηχανάκι/αυτοκίνητο -οι πιο τυχεροί- με εξάτμηση (τα αυτόματα για τις γυναίκες και τους πούστηδες) φτιαγμένο (οι άντρες ανέκαθεν είναι ικανοί στα ηλεκτρολογικά. τι; δεν το έφτιαξαν αυτοί; άντε καλέ).

Η καγκουριά συνοψίζεται σε μία απεγνωσμένη έκκληση για ενδιαφέρον και για πρόκληση της προσοχής, γι' αυτό και άλλος έχει καγκουριά στην εμφάνιση, άλλος στην συμπεριφορά, άλλος και στα δύο.

Ως καγκουριά πολλές φορές θα πούμε και τη γαϊδουριά.
Η καγκουριά ως τάση ξεκινάει από τα σχολικά χρόνια, αλλά υιοθετήθηκε και από μεγαλύτερης ηλικίας Άνδρες, πολλές φορές με καταστροφικά αποτελέσματα.

Σχετίζεται με την δήλωση ανδρισμού, με την διαφοροποίηση από τους γκέυ, με την ανάγκη για γκόμενα επειγόντως.

Παρκαρισμένο αμάξι κίτρινο μεταλιζέ, πάμφθηνο όταν αγοράστηκε, με διπλάσιο κόστος στο να φτιαχτεί: τι εξάτμιση, τι ηχεία, γενικά ό,τι βγάζει μάτι και κάνει θόρυβο (σε είδαμε αγόρι μου ερέμησε).

Ξαφνικά ένα τριχωτό χέρι με καδενούλα χρυσή ή δαχτυλίδι βγαίνει από το παράθυρο του αυτοκινήτου το οποίο έτσι κι αλλιώς το οδηγεί με το ένα χέρι (το άλλο στο λεβιέ). Και πετάει σκουπίδι. Ενώ οδηγεί. Πίσω εσύ με τον κουβά. Σου ήρθε στο παρμπρίζ. Γελάει. Καγκουριά. Χρειάζεται πολύ για να το καταλάβεις;

Ομώνυμο άσμα (από Khan, 11/02/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δεν αναφερόμεθα στον πληθυντικό του κλειδιού, αλλά στην κακόβουλη συνήθεια ορισμένων να βγάζουν τα απωθημένα τους γδέρνοντας αυτοκίνητα με κλειδί ή κατσαβίδι.

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες (συχνά αλληλοεπικαλυπτόμενες) λεβέντηδων που προβαίνουν σε κλειδιές ή κατσαβιδιές:

  • Οι αγάμητες κοπμπλεξάρες: η κλιμακούμενη οικονομική κατάρρευση και η κυρίαρχη ιδεολογία του λαϊκισμού απενοχοποιούν και τροφοδοτούν τον φθόνο προς τους λιγότερο αναξιοπαθούντες που ακόμα κυκλοφορούν με τσίλικα τουτούνια (βλ. πρώτο παράδειγμα).
  • Οι κακώς εννοούμενοι βιτζιλάντες (μασκοφόροι και μη): αυτάρεσκα τιμωρούν όσους νταλάρες σταθμεύουν παράνομα ή απερίσκεπτα, παρεμποδίζοντας πεζούς, αμέα, κ.ταλ.. Στην πράξη ξεπερνούν σε γυφτιά τα θύματά τους κατά πολλά κιλά μαλακίας (βλ. δεύτερο παράδειγμα).

Καταγράφουμε για λόγους πληρότητας τις περιπτώσεις θυμάτων κλινικής ιδιωτείας που λόγω δεισιδαιμονίας κάνουν κλειδιές στα γίδια τους τα αμάξια για το μάτι.

Εκ του κλειδιού και του γαμοσλανγκοεπιθήματος -ιά.

1.
Αν σε ένα όχι ιδιαίτερο αυτοκίνητο όπως το δικό μου (sx4) γίνονται αυτές οι ζημίες, οι οποίες πλέον δεν με πολυενδιαφέρουν αφού το έχω πάρει απόφαση, σε ένα καλλίτερο και ακριβότερο αυτοκίνητο τί θα γίνονται; Κλειδιές, ξυσίματα, βαθουλώματα. Αξίζει να δίνεις μια περιουσία και να φθείρεται κακόβουλα και μη από ζώα χωρίς ίχνος συνείδησης;

2.
Στο πρόβλημα των κάφρων που παρκάρουν λες και βρίσκονται στην στάνη τους, η λύση είναι μια και βρίσκεται στις τσέπες όλων μας. Τα κλειδιά του σπιτιου!!!!!!!!!!!!! Λύση δοκιμασμένη και σίγουρη. Μην κουράζεσαι, μετά από μια ''κλειδιά'' στην λαμαρίνα ούτε να το σκεφτεί να το ξαναπαρκάρει εκεί. Όλα τα άλλα είναι ημίμετρα, δυστυχώς

3.
Στο εξωτερικό δεν κάνουν κλειδιές (δεν έχει κακοήθεις Έλληνες που λεν να ψοφήσει ο γάιδαρος του γείτονα) και έχουν συνήθως κλειστά παρκινγκ για αυτό είναι ενάντια στις κουκούλες και φυσικά δίκιο έχουν! Στην Ελλάδα πιστεύω δεν ζηλεύουν το καλό αυτοκίνητο, αλλά τον εργατικό ιδιοκτήτη που το προσέχει ασχέτως κόπου. Απόδειξη όταν είναι τρακαρισμένο και ρυπαρό, κανένας δεν το γρατσουνά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

H παπάτζα, η μούφα, το παραμύθιασμα. Εκ του λήμματος φίδι (ψεύδος, τσαρλατανιά), εμπλουτισμένο με το γαμοσλανγκοεπίθημα -ιά.

Βλ. επίσης φίδια, φιδέμπορας, Φιδίας, μουφίδι. Πέον να συγκριθεί με το αγγλικάνικο snake-oil merchant.

Το λήμμαν εκφέρεται και με διαφορετικό πνεύμα.

1. Έκλεισε στον... Πυθωναϊκό. Σε μια ακόμη παραδοσιακή ελληνική... φιδιά, εξελίχθηκε η «συμφωνία» του Βλάσση Τσάκα με τον «Μάθε στον Ριβάλντο λίγη μπάλα». Ο Σικαμπάλα ρωτήθηκε για ...

2. Ο δικηγόρος του παιδιού δε μπορεί να γνωρίζει τι είπαν στον ανακριτή. Λες ο ανακριτής να είναι τόσο βλάκας που να φοβήθηκε από τους εκβιασμούς, να άλλαξε την απόφαση του και να το ανακοίνωσε σε γνωστούς που δεν πρέπει; Αυτό μου μυρίζει φιδιά του δικηγόρου... Τα συνηθίζουν κάτι τέτοια

3. Στις ΗΠΑ οι πολιτες έχουν το δικαιωμα της οπλοφορίας, γιατί οπως είπε κάποιος, πρέπει να ειναι ετοιμοι ανα πάσα στιγμή να προστατευσουν τη δημοκρατια και τη χωρα τους από καθε επιβολή. Κι αυτο ξεκιναει από την ιστορια της Αμερικάνικης Επαναστασης και τους Πατερες του Αμερικανικου εθνους. Δεν ξερω αν αυτο ειναι αληθινη ιστορία ή φιδιά, αλλά μου αρεσει σαν ιδέα! Ενω σε μας ο Μπενυ κι ο ΓΑΠ σε κοροιδευουν καταμουτρα, σε δερνουν με τα ΜΑΤ και σου λενε οτι δε χρειαζονται εκλογές !

Original φιδιά (από σφυρίζων, 17/06/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από τη λέξη τρολ ή τρολλ ή troll: εκείνος ο τύπος χρήστη του Internet που μονίμως διαφωνεί, συχνά διαστρεβλώνει το θέμα, είτε με χιούμορ που σπάει κόκαλα, είτε με προκλητικές ή άσχετες με το θέμα κουβέντες... αυτό λοιπόν είναι το λεγόμενο Trolling.

Ουσιαστικά ο σκοπός του φίλου μας του τρολλά, είναι από το πιο απλό, να σου σπάσει τα νεύρα μέχρι να... θα σου δώσω παράδειγμα παρακάτω...

Το πιο κλασικό παράδειγμα τρολιάς ήταν αυτό με τον Πατέρα Παϊσιο...
Ο τολμηρός τρολάς συνέταξε μια... ας πούμε ανακοίνωση / ανάρτηση σε site της εκκλησίας. Στην ανάρτηση έγραφε, μεταξύ άλλων, ότι έπαιρνε ναρκωτικά και άλλα διάφορα και ότι του «έδειξε» τον δρόμο.

Εεε αυτό, εντέλει, πήρε τεράστιες διαστάσεις, μιας και αργότερα αποκάλυψε ο ίδιος, μέσω της διάδοσης της τρολιάς αυτής στο Facebook και αλλού..

(από Khan, 28/01/13)Νομίζω ότι ο εν λόγω γέρων ήταν που υποστήριξε ότι το πρώτο τρολ είναι ο Θεός. (από Khan, 28/01/13)

βλ. και τρολ, τρολάρω, τρολιάζω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Το μουνοράπισμα, με την κυριολεκτική (σεξουαλική) ή μεταφορική (μουνοθυελλώδη) έννοια. Στη πρώτη περίπτωση, παίζει και το «μουνιά».

  2. Υβριστικό μπιλενίκωμα, αντίστοιχο του «ρε αρχίδι!».

  3. Λατέρνατιβ τοπωνύμιο του προσφιλούς Μενιδίου.

  1. - Μουνιες (ή μουνιδια για τους φιλους) ... Τι να σημαίνει δηλαδή; Οι γροθιές (οχι οι γρόθοι). Ενικός η μουνιά ή μουνίδι. ...

- και μια γριά πετάχτηκε από το παράθυρο σαν ιπτάμενη βδέλλα και με πατάει ένα μουνίδι στη μύτη και όχι δεν έκανα λάθος δεν μου έκατσε μπουνίδι αλλά ΜΟΥΝΙΔΙ γιατί έκατσε πάνω στη μάπα μου σα χταπόδι και άρχισε να τις πομολιές με το γέρικο της τέτοιο και βρωμούσε πατατίλα και γεροντίλα και λιβάνι και έκανα εμετό και ο σκύλος της δάγκασε το κανί...

  1. - εσυ ρε μουνιδι τι μαλακιες μ λεγες στο πμ;

- Η κάρτα του πολίτη, και η νέα τάξη των πραγμάτων – μιλανε για την κωλο καρτα που θελει να βγαλει το μουνιδι ο ροκερφελερ και οι μεγαλυτεροι τραπεζιτες του κοσμου...

  1. - Αυτο το μισοκοιμισμενο σεξυ νωχελικο ύφος του πρωταγωνιστή απο το Μουνίδι (Μενίδι) δεν παιζοτανε.

- κονιορδε γυφτε απο το μουνιδι,κοιτα να ξεχρεωσει η κρατικοδιαιτη ομαδουλα σου και ασε την μπαλα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μια αρκετά εξειδικευμένη συνομοταξία ψωλιάς από τον μαγικό κόσμο της μπάλας: όταν ο παίχτης την τρώει στα arcidia του.

Για την ευρύτερη έννοια, βλ. εδώ.

- Αοοοοουουού πουτάνα μπάλα!!!

Ρονάλντο τρώει ψωλιά. (από Vrastaman, 05/11/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μερεμέτι, μικροδουλειά του σπιτιού (ηλεκτρολογικά, υδραυλικά). Γενικότερα, οποιαδήποτε «υποδεέστερη» δουλειά που έχει ανατεθεί σε κάποιον: θέλημα, βοήθεια σε χειρωνακτική εργασία, μεταφορά κάποιου πράγματος κ.λπ.

- Πού πας;
- Με έχει χώσει ο κυρ-Αλέξης να πάω να κάνω μια αλβανιά στο εξοχικό του, κάτι ηλεκτρολογικά.
- Πω ρε φίλε, πήξιμο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία