Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Γκουρμεδιά: το ψαγμένο μεζεκλίκι, σιαγμένο με προσεγμένο τρόπο κι από σωστές πρώτες ύλες. Σαν σλανγκιά που είναι, η γκουρμεδιά δεν περιορίζεται ντε και καλά στις λεπτές κι ανέραστες γεύσεις των κατά Ζουράρι εκλεκτοφάγων. Αποτελεί τον κοινό τόπο εστίασης των ντελικατέσεν με τους ντερλικατέσεν.

Οι γκουρμεδιές βέβαια προσαρμόζονται στην εποχή. Άφθονα ρέουν τα σάλια της γκαγκαδιάρας θειάς μου κάθε φορά που μού διηγείται για πρώτη φορά τις μεταμεσονύκτιες εξορμήσεις για σκατωμένη πατσά του μπαϊλντισμένου από χαβιάρι και σολομό πλην μερακλή Βασιλιά Παύλου. Τι να σου κάνει ο έρμος, ζούσε σε εποχές που μεσουρανούσαν γκουρμεδιές με κωμικά ονόματα όπως μπιτοκ αλα ρους και βολ-ω-βαν. Νοσταλγοί των Γλιξβούργων, γεροντόφιλοι και ταξιδευτές του χρόνου μπορούν ακόμα να τις αναζητήσουν σε εστιατόρια τ. Blue Pine και L' Abreuvoir.

Η ΠΑΣΟΚική λαίλαπα (με όλα τα Κωστοπούλεια συμπαρομαρτούντα) μοιραίως σημάδεψαν το γκουρμεδιάρικο γίγνεσθαι. Η χωριάτικη πέρασε τη σκυτάλη στη σαλάτα του σεφ που, με τη σειρά της, την πέρασε στην καισαρική τοιαύτη. Απόλυτη γκουρμεδιά των ογδόνταζ η θρυλική σάλτσα ροκφόρ του Επίκουρου. Επί Σημιτικού εκσυγχρονισμού ανακαλύψαμε δειλά-δειλά τις λιαστές τομάτες, τη ρόκα, το μπαλσάμικο και φυσικά την χιλιοτραγουδισμένη αστακομακαρονάδα. Καθώς και διάφορες εισαγόμενες γκουρμεδιές τ. σούσι, τάπας, μάπας, κτλ. Μπροστάρηδες στον αγώνα εκσυγχρονισμού ο μακαρίτης Klaus Feurbach του Bajazzo, ο καινοτόμος Χρύσανθος της Ντομάτας (και μετέπειτα του Αριστερά-Δεξιά) κ.ά. γαστρονομικές δυνάμεις.

Επί Γιωργάκη οι μεταλλαγμένοι σε μηκυό πλέον ιθαγενείς ξέθαψαν με την ευγενική κοροϊδία των κ.κ. Βοθρίνι, Λαζάρου, Σκαρμούτσου και Μαμαλάκη τις εξιδανικευμένες ρίζες μας: κρόκο Κοζάνης και μουστοπιπεριές Φλωρίνης, κικιτσόπιτες από τα Ζαγοροχώρια με προσούτο Ευρυτανίας και μανιτάρια Γρεβενών (σ.ς. με τα οποία μέχρι πρότινος έτρεμε το φυλλοκάρδι μας), λούντζα Τήνου και σύγκλινο Μάνης, «αρσενικό τυρί» από τη Νάξο και κατίκι Δομοκού, στραπατσάδες και παστιτσάδες, χριστόψαρα και πεσκανδρίτσες, γαρίδες Αμβρακικού και κωλοχτύπες. Έχοντας γκώσει από την πολλή ρόκα, ο μεταγκουρμεδιάρης κατέβαζε το κότσι ρινόκερου με κουλί από σταμναγκάθι ωσάν γατοκέφαλο...

Έλα όμως που σκάσανε τα δανειοδάνεια και τα γαμοδάνεια, πλάκωσαν οι τροϊκανοί με τα μνjημόνιά τους και το αεροπλανάκι προσγειώθηκε κομματάκι απότομα (τους διεθνείς τοκογλύφους μου μέσα!). Τα μπικίνια πάπαλα, τα κεφάλια μέσα, αλλά ρε πστ η κρίση θέλει καλοπέραση. Κι έτσι ο Έλλην γκουμεδιάρης επέστρεψε στα βασικά: κάνα βρώμικο σούβλακο με σως για να γλιστράει, κάνα σπληνάντερο να λιγδώσει λίγο τ' άντερο μέχρι να κόψει ο sexy Alexi κάνα γκέουρο.

- Γκουρμεδιά στη στιγμή για αυγά «μάτια»

- Ενάντια σε όλη αυτή τη γκουρμεδιά που έχει πέσει τελευταία, έχετε καμιά βαρβάτη, παραδοσιακή και μπρουτάλ συνταγή...

- Είχατε και στο χωριό σας «γκουρμεδιές»;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μια αρκετά εξειδικευμένη συνομοταξία ψωλιάς από τον μαγικό κόσμο της μπάλας: όταν ο παίχτης την τρώει στα arcidia του.

Για την ευρύτερη έννοια, βλ. εδώ.

- Αοοοοουουού πουτάνα μπάλα!!!

Ρονάλντο τρώει ψωλιά. (από Vrastaman, 05/11/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μερεμέτι, μικροδουλειά του σπιτιού (ηλεκτρολογικά, υδραυλικά). Γενικότερα, οποιαδήποτε «υποδεέστερη» δουλειά που έχει ανατεθεί σε κάποιον: θέλημα, βοήθεια σε χειρωνακτική εργασία, μεταφορά κάποιου πράγματος κ.λπ.

- Πού πας;
- Με έχει χώσει ο κυρ-Αλέξης να πάω να κάνω μια αλβανιά στο εξοχικό του, κάτι ηλεκτρολογικά.
- Πω ρε φίλε, πήξιμο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το προχωρημένο, το προχώ, η μπροστινιά, αυτό που δεν είναι ξεπέ.

Πάσα: Mr Cadmus.

  1. Στις επερχόμενες εκλογές προτίθεμαι να στηρίξω τον κύριο… Τζήμερο. Μιας που είναι hip και λέει “sorry” και λέει τα ίδια που λένε οι σόφρωνες, αλλά πιο μοδάτα και αν μπει στη Βουλή, μπορεί να τους φλομώσει στην προχωρημενιά, αλλά θα στηρίξει κυβέρνηση, για να μπορεί να πέσει για ύπνο, ξελαφρωμένος κι ο Μανόλης ο Καψής. (Εδώ).

  2. Και σκηνές εξωγήινου ναυαγίου, ενδεικτικές ως προς τη συγχυσμένη μελοδραματική προχωρημενιά των δημιουργών, όπως αυτή του βιασμού του Προμηθέα Αλειφερόπουλου σε ένα περίεργο gay, straight, lesbian club 'διαστημόπλοιο' (Εδώ).

  3. Εδώ, πέρα από την καθησυχαστική, υπόλευκη απόχρωση των επίπλων, τα φωτιστικά με τα κουταλοπίρουνα, τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες με παιδάκια και τα μαγειρικά σκεύη στους τοίχους που θα μπορούσε να είναι μια ακόμη κλισέ -δήθεν προχωρημενιά- διακοσμητική επιλογή για μοντέρνο οινομαγειρείο τύπου Γαρύφαλλο (στ' αυτί), η ουσία είναι αλλού. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το αντίθετο του δηθενιά, δηλαδή το αυθεντικό, δη ρήαλ θινγκ, δη ρήαλ σταφ, το πραγματικό και όχι φαντασιακό, επιτηδευμένο, γιαλαντζί ή ντεμέκ. Εκ της αγγλικής λέξης original και της σλανγκικής κατάληξης -ιά. Κάτι, δηλαδή, που έχει κερδηθεί με πόνο και πίκρα. Ως μέρος είναι ό,τι δεν έχει προλάβει να γίνει τουριστίκλα, ούτε δηθενάδικο.

  1. Μάλλον. Παραδοσιακά και διεθνώς οι πιο ρηξικέλευθες μουσικές τάσεις του 20ου αιώνα ξεπήδησαν από την κοκκινότουβλη βροχερή εργατιά του Μάντσεστερ, τα βρώμικα στενά του Ανατολικού Λονδίνου, τα γκέτο του Παρισιού και της Νέας Υόρκης, το μαύρο περιθώριο του Σικάγο και της Λουιζιάνα. Κοινός παρονομαστής η απόγνωση, η αντίδραση, η απόδραση. Μα και στην Ελλάδα, το ίδιο: τα πιο διαχρονικά μας ρεύματα δημιουργήθηκαν από χασικλήδες στη φυλακή ή από κατατρεγμένους στη δικτατορία. Όταν μεγαλοπιαστήκαμε, κάναμε τον Καρβέλα συνθέτη και το Φοίβο περιζήτητο.
    Παρότι η Αθήνα του 2011 δεν έχει την οριτζιναλιά του Μάντεστερ του 1980 ή της Νέας Ορλεάνης του 1910, έχω μια αίσθηση και μια κρυφή ελπίδα ότι σιγά σιγά ο Έλληνας μαθαίνει να αναγνωρίζει την ψευτιά και την ευκολία και αρχίζει να εκτιμά αυτό που αποκτάται δύσκολα. Αλλά είναι αυτό τελικά που μένει. Στην τέχνη και στη ζωή. (Εδώ).

  2. αν θελεις οριτζιναλια,τοτε θα πληρωσεις σε ολα τα επιπεδα......(Εδώ).

  3. και η πατατούλα οριτζιναλιά και το μισόκιλο χυμα λευκο 1.20 !!!!!!!!!! αναψυκτικό κουτι νομίζω 0,80. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το σωτήριον έτος 1955, ένα παρακλάδι μιας μουσικής που τη λέγανε blues ή rhythm'n'blues ή race music και απευθυνόταν αποκλειστικά σε μαύρους Αμερικάνους -ενώ κατά τα άλλα θεωρούνταν πρόστυχη, φτηνή, παράφωνη, ή απλώς μουσική του διαβόλου- έφτασε στα αυτιά λευκών πιτσιρικάδων. Άλλαξε όνομα (rock'n'roll την είπανε), έκανε γκραν σουξέ και ακόμα μεγαλύτερο σκάνδαλο. Οι γονείς τραβάγανε τα μαλλιά τους, και το χάσμα γενεών απέκτησε το δικό του soundtrack.

Έκτοτε, οι καυλοπιτσιρικάδες άρχισαν να κλείνονται στα γκαράζ τους, να γρατζουνάνε κιθάρες, να κοπανάνε ντραμς, και γενικά να κάνουν θόρυβο. Ως επί το πλείστον, οι εν λόγω πιτσιρικάδες ήταν εντελώς άμουσοι. Μετρούσαν τις συγχορδίες που ξέρανε στα μισά δάχτυλα του ενός χεριού, από μέτρο γάμα τα, από μελωδία ό,τι να 'ναι, από στίχους δε βαριέσαι, από ενισχυμένο ήχο μη με ρωτάτε να σας πω. Κατά μία σατανική σύμπτωση όμως, αυτό ακριβώς λαχταρούσαν οι συνομήλικοί τους: κάτι πρωτόγονο, ζωώδες και άμουσο. Και ιδού, απ' τα γκαράζ στις δισκογραφικές και στα πικάπ και στα charts, μια «καινούργια» μουσική, που αργότερα την είπανε garage. Εμείς εδώ τη γράφουμε και γκάρατζ, τη λέμε και γκαράζ. Γκαραζιά, λοιπόν, είναι το garage τραγούδι ή γενικά ο ήχος ενός garage συγκροτήματος.

Από τα 60's έχει κυλήσει πολύ νερό στ' αυλάκι, και ένα σωρό ετερόκλητα πράγματα πιάνονται πλέον για γκαραζιές. Το πανκ και το ροκαμπίλυ έχουν γκάρατζ στοιχεία περίπου υποχρεωτικά, και συνήθως δε βγάζεις εύκολα άκρη τι είναι τι. Καμιά φορά, ο ερασιτεχνισμός (στη σύνθεση, στο παίξιμο, στην ηχογράφηση) σημαίνει γκαραζιά κατευθείαν. Από την άλλη, κυκλοφορούν άψογες παραγωγές με σούπερ ήχο από όντως ταλαντούχους μουσικούς που είναι σαφώς γκαραζιές -λόγω είδους. Η φαρφίσα είναι συνήθως κάρφωμα. Η βρωμιά και ο θόρυβος είναι σοβαρές ενδείξεις. Ενίοτε, όλα τα λεφτά είναι στο στιλάκι.

...Και επειδή είναι πολύ άχαρο πράγμα να περιγράφεις μουσική με λέξεις, αμέτε στα μήδια ν' ακούσετε και να πάθετε μόρφωση.

Παράρτημα: Σύνθετα ονόματα

Το γκάρατζ κολλάει εκ φύσεως με ένα σκασμό συγγενικά (και μη) μουσικά είδη, και η μουσική έχει σταματήσει προ πολλού να μπαίνει σε κουτάκια. Συνεπώς, ο ταλαίπωρος που προσπαθεί να βρει το «σωστό» (ΤΜ) χαρακτηρισμό για κάθε τραγούδι / συγκρότημα, αναγκάζεται συχνά να καταφύγει στην αυθόρμητη λεξιπλασία. Έτσι προκύπτουν ένα κάρο σύνθετα, που συνήθως δεν καθιερώνονται σε ευρεία χρήση (πόσο ευρείας χρήσης είναι αυτή η μουσική στο Σκυλαδιστάν, τέλος πάντων;), ωσεκτουτού δεν πολυπροσφέρονται για ξεχωριστά λήμματα στο σλανγκρ. Είναι όμως ευφάνταστα, εύχρηστα, άμεσα κατανοητά, εντελώς σλανγκ, και αξίζει να μαζευτούν κάπου. (Λέω εγώ τώρα.)

Έχουμε λοιπόν:

  • γκαραζορόκ
  • γκαραζοροκιά
  • γκαραζοροκάκι
  • γκαραζοροκενρόλ
  • γκαραζοροκενρολάκι
  • γκαραζοπάνκ
  • γκαραζοπανκιά
  • γκαραζοσέρφ
  • γκαραζοσερφάκι
  • γκαραζομπλούζ
  • γκαραζομπλουζιά
  • γκαραζοπόπ
  • γκαραζοποπάκι
  • γκαραζοφόλκ
  • γκαραζομέταλ
  • γκαραζομεταλιά
  • γκαραζοψυχεδέλεια
  • ψυχεδελογκαράζ
  • γκαραζοκελτιά
  • κελτογκαραζιά
  • κελτογκαραζοπανκιά
  • γκαραζοειδές
  • γκαραζοπανκοειδές
  • γκαραζοραμονοπανκοειδές
  • πανκογκαραζοντρήμ-ποπ
  • ...και πολλά πολλά ακόμα

Καιρό είχαμε να παίξουμε ατόφια γκαραζιά ε; [...] Πρόκειται για ένα κίνημα της rock που πρωτοεμφανίστηκε στη βόρεια αμέρικα κάπου στις αρχές του '60 και που μετέπειτα θεωρήθηκε από πολλούς σαν ο πρόγονος (προάγγελος) του punk. Κι αυτό γιατί πρόκειται για γνήσια, βίαιη κι ατόφια rock 'n' roll με δυνατές ασύνδετες ερασιτεχνικές συγχορδίες και απλούς στίχους βγαλμένους από την καθημερινότητα.
(από μουσικό blog, αναφερόμενο στους Detroit Cobras)

Αφιερώνω σε όλους μας μια παλιά αγαπημένη μου «γκαραζιά». Σκοτεινός ήχος, βιντεοκλίπ, αλλά κυρίως οι στίχοι περιγράφουν το μέρος που θα μας στείλει όλους η ομάδα μας με τις φετινές της εμφανίσεις: το ΨΥΧΙΑΤΡΕΙΟ!
(από φίλαθλο φόρουμ, αναφερόμενο στους Fuzztones)

Εμένα σήμερα με ξύπνησε κατα τις εφτά μια φοβερή γκαραζιά που δεν μπορούσα να πιστέψω αν ήταν αλήθεια ή αν τό 'βλεπα στον ύπνο μου. [...] Μάλιστα guest σόλο κιθάρα κάνει κάποιος Guitar Wolf (αυτός κι αν τό ‘χει καμένο) του ομώνυμου γκαραζοραμονοπανκοειδούς group που μαζί με τις γνωστές μας πλέον απ’ το Kill Bill 5.6.7.8's είναι, λέει, τα δυο πιο ιστορικά γκαράζ συγκροτήματα της Ιαπωνίας. (από μουσικό blog, αναφερόμενο σε αυτό)

Ψυχεδελογκαράζ κουαρτέτο, τίγκα στο fuzz και τα βάθια σε κοντράστ με τα εγκεφαλικά κολλημένα beats, με παραμορφωμένες ψυχο-ποπ αναφορές και swamp γκρούβια. Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.
(από μουσικό site, αναφερόμενο στους Acid Baby Jesus)

Αυτά είναι! Γκαραζοπανκιές από τας μακρινάς Αυστραλίας. Με τα γκάζια πατημένα στο τέρμα και με ριφάκια που κινούνται κάπου μεταξύ Thermals και Undertones.
(από μουσικό site, αναφερόμενο στους Royal Headache)

Με φαρφίσα, σλάιντ και λιντ σα ξυράφι, rhythm section σα μπετόν ... και, τεσπα, γκαραζο-ροκ'εν'ρολ σίξτιζ, ρε παιδί μου [...]
(από αδιαμεσολάβητο site)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο διαδικτυακός σύνδεσμος, το hyperlink ή link εντάσσεται έτσι στο ελληνικό κλιτικό σύστημα (πληθ. οι λινκιές) με την βοήθεια της εξαιρετικά σλανγκενεργού κατάληξης -ιά. Ενώ το λίνκι είναι πιο ουδέτερο, η λινκιά έχει μια ελαφρώς πιο μάγκικη χροιά, και επίσης μπορεί και να σημαίνει την συνήθεια να το παρακάνει κανείς με συνδέσμους, οπότε ενίοτε ο όρος έχει εμμέσως επικριτικό χαρακτήρα είτε προς την υπερβολή των συνδέσμων είτε εν γένει προς την πρακτική αυτή. Χρησιμοποιείται βεβαίως και τελείως ουδέτερα, όπως και το λίνκι, και πάντως πιο σπάνια από ό,τι αυτό. Βλ. και λινκάρω για περισσότερες λεπτομέρειες.

  1. Εγκούκλαρα στον έρωτα
    Να δω τι θα μου βγάλει
    Κι έπεσα πάνω σε λινκιές
    Που είχαν μαύρο χάλι

Άλλες τσοντιάρικες χοντρά
Άλλες με γκέι τύπους
Κι άλλες με συνοικέσια
Μες του γουέμπ τους κήπους

Δε βρήκα όμως τίποτα
Για σένανε μωρό μου
Ούτε ότι ο έρωτας
Θάναι το βάσανό μου

Όταν γκουγκλάρεις φίλε μου
Σε λέξεις όλο πάθος
Θα πέσεις πάνω σε λινκιές
Που όλες είναι λάθος.

(Ρεμπέτικο Λεξικό της Πληροφορικής).

  1. Τι σοϊ λινκιες θες βρε αχορταγε σαϊμπερκαπιταλα; (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ελληνοποιημένη μορφή του Ipod, του γνωστού γκάτζετ της Mac. Κατά το μπινιά, παπαριά κλπ. Παρότι έχει αλιευθεί από παραλία της Πρέβεζας, δεν είναι σίγουρο ότι προέρχεται από την εν λόγω περιοχή.

- Τί έχεις στο λαιμό ρε μαλάκα;
- Χτύπησα αϊποντιά ρε! Γουστάρεις;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μικροκαμωμένη (και κατά συνέπεια μανιτζέβελη στο σεξ) γκόμενα.

Η αδερφή της είναι νταρντάνα με τα όλα της, αυτή πώς βγήκε έτσι μινιμαλιά, κοντή και αδύνατη;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Eκ του «too much», υπερβολικό. Θηλυκού γένους. Συνοδευόμενο από επιθετικό προσδιορισμό «μεγάλη», «έντονη», δηλώνει πλεονασμό.

- Ρε φίλε είδες τον Λάζο; Πήρε δεύτερη μηχανή που φυσάει
- Έλα ρε Κρις, έντονη τουματσιά, τι διάλο τη θέλει τη δεύτερη; Εμείς δεν έχουμε ούτε πρώτη...

Σχετικά: του ματς, τουματσισμός.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία