Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Το δόκιμο είναι δικηγορώ. Δικηγορίζω είναι ένας όρος που έχει μάλλον κακή σημασία, δηλαδή συμπεριφερόμαι σαν δικηγόρος όχι με την καλή έννοια, αλλά λ.χ. είμαι εριστικός, προσπαθώ να αποδείξω ντε και καλά ότι έχω δίκιο, ακόμη και με σοφιστείες ή με επιχειρήματα που θα είχαν επιτυχία σε μια δικανική μόνο συνάφεια, μπαίνω στο τριπάκι να κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου για να υποστηρίξω μια υπόθεση χαμένη, ή μια υπόθεση όπου κάποιος έχει προφανώς λάθος, αντλώ ηδονή από την έριδα, μεροληπτώ υπέρ κάποιου σαν να ήταν πελάτης μου κ.ά.

  1. Ούτε δικηγορίζω, αλλά εκθέτω επιχειρήματα που βασίζονται στην ουδετερότητα με τα οποία δε βλέπω να εκφράζετε κάποια συγκεκριμένη διαφωνία. (Εδώ).
  2. Αν πιστεύεις ότι «δικηγορίζω ποταπά» όπως αναφέρεις (που παρεμπιπτόντως μάθε πρώτα τι. σημαίνει για να το χρησιμοποιείς), τότε φρόντισε... (Εδώ).
  3. Επειδη μου αρεσει να δικηγοριζω με το μερος του διαβολου και αυτη η ιστορια με τα αεροπλανα και τα ψεκασματα μου μυριζει περιεργα, εχω μια υποθεση και μια απορια. Κατ'αρχας, ποιος λεει οτι αν ψεκαζουν τα αεροπλανα, δεν το κανουν ΚΑΙ την νυχτα; Και δευτερον εαν αυτο το θεμα με τους ψεκασμους ειναι οργανωμενο νομιμως και φανερως για τους οποιους λογικους λογους, βοηθεια στα καιρικα φαινομενα και τις καλλιεργεις πχ, υπο ποια υπηρεσια λειτουργει; (Πcέκαcον εδώ).

Το καταθέτω, επειδή έχω την εντύπωση ότι ισχύει γενικότερα με την κατάληξη -ιζω να φτιάχνουμε ένα κακόσημο ρήμα διακρινόμενο από το δόκιμο ρήμα ή άλλη δόκιμη λέξη. Προς εξέταση από "κομπογιαννίτες φιλόλογους" και "εκμεταλλεύτριες μελισσούλες" του σάιτ, δεκτοί και "χαβαλετζήδες".

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία