«Εγώ είμαι εργατόπαιδο κι εσύ της Νομικής»: στίχος από παλιό λαλά. Σε αυτό και καλούα ο τζες είναι χαμηλού μορφωτικού επιπέδου ένας ταπεινός και καταφρονεμένος, που τόλμησε και σήκωσε το βλέμμα του στην διανοούμενη δικηγόρα-του-μπι, που το μόνο που την νοιάζει είναι τα μαθήματά της. Έχει ελπίδες μαζί της ο Βαγγέλης από την Ελευσίνα (λέμε τώρα) με τα χέρια λερωμένα από τα φτωχά πλην τίμια γράσα; Ούτε καν.

Σε μια κουβέντα ή κατάσταση όπου ο ένας στριμώχνεται, η επίκληση της ασυμβατότητας των συνομιλητών (υπαρκτή ή φανταστική) έχει ως στόχο να περάσει στο ντούκου το ότι ουσιαστικά βγήκε μαλάκας. Αυτό βέβαια επιτυγχάνεται με την απαξίωση του θέματος, αλλά και του άλλου που, μέχρι εκείνη την ώρα, έχει το πάνω χέρι στη συζήτηση ή γενικώς.

Η υφέρπουσα κλάψα σε φάση «τι να κάνουμε κύριε, ασφαλώς και έχεις δίκιο πράγμα που ήταν αναμενόμενο γιατί εσύ είσαι ανώτερος μορφωτικά ενώ εγώ δεν ξέρω από επιστήμες συνεπώς η τάξη των πραγμάτων διατηρείται», είναι απλά για ξεκάρφωμα. Στην πραγματικότητα υπερισχύει η έννοια του «δεν μας νοιάζει που έχεις δίκιο, δεν είσαι ένας από μας, είσαι από τους άλλους, τους μορφωμένους, να πα να κάνεις παρέα με το σινάφι σου, εδώ δε σε θέλουμε, χχχκ φτου, και που πιάσαμε κουβέντα μαζί σου χατήρι σου κάναμε, που θα μας βγάλεις και ψεύτες».

Λέγεται και σε μη δικηγόρους. Προφ :P

Ο Κανέλος που (δεν) αγάπησε τη Λουλού, συνέντευξη στο indymedia: Σιγά μην ερωτευόμουν εγώ -ο αλανιάρης- τη λουλού! Γιατί εγώ είμ' εργατόπαιδο κι εσύ της Νομικής, ρε Λουλού... Το ξέρω πως δεν φταις εσύ που γεννήθηκες έτσι. Ούτε και η Τσέσικα Ράμπιτ έφταιγε που ήταν μοιραία. Έτσι την σχεδίασαν. Αλλά είμαστε διαφορετικοί, ρε συ Λουλού, και ως εκ τούτου ασύμβατοι. Πώς λέει το άζμα: Εγώ είμ' ένα Μάκιντος, κι εσύ ένα PC, γι' αυτό είμαστ' ασύμβατοι, μωρό μου εγώ κι εσύ!

Ποια είναι η Μάρα βρε παιδιά μου:
Αυτοί είναι «εργατόπαιδα» και αυτή της Νομικής... Έτσι δεν είπε χθες η κυρία Μάρα;; Επειδή είναι της Νομικής (μαύρα μεσάνυχτα έχει) «Το ΠΑΣΟΚ πρέπει ν' αποδείξει ότι στη Βουλή έγινε νοθεία»!!...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση, η οποία στην πλήρη μορφή της έχει ως «δικηγόρος απλήρωτος – σκατά μπουκωμένος» και αντιτείνεται έναντι κάποιου που πετάγεται σαν πορδή εν τω μέσω μιας αντιδικίας, στην οποία δεν του πέφτει κανείς απολύτως λόγος. Κι όπου όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος (sic = το σωστό είναι πείθει και όχι πίπτει)...

Σχετικές εκφράσεις: Εσύ τί πετάγεσαι; Δικηγόρος είσαι; / Το δικηγόρο μας παριστάνεις; / Δικηγόρο δεν είχαμε-δικηγόρο βάλαμε! / Δεν ζήτησα δικηγόρο κλπ.

Η έκφραση αντιστοιχεί στην ορθότατη συναλλακτική συνήθεια, κατά την οποίαν ο εντολέας προπληρώνει τον εντολοδόχο δικηγόρο του και ταυτόχρονα του αναθέτει τον χειρισμό της υπόθεσής του, ώστε ο τελευταίος να νομιμοποιείται να αναμιχθεί σε οικογενειακές, προσωπικές, επαγγελματικές κλπ αντιδικίες του πρώτου, να ζητήσει επίσημα έγγραφα απο δημόσιες αρχές και να παραστεί για λογαριασμό του στα δικαστήρια.

Άνευ πληρωμής, εντολή δεν υπάρχει.

Παρ’ όλα αυτά στην νυν και αεί προβιομηχανική Ελλάδα, καίτοι υφίσταται η σοφή λαϊκή ρήση «οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους», όλο και θα’ ρθει κάποιος πτωχός συγγενής, κάνας φίλος απ’ τα παλιά φορτωμένος με χιλιάδες αναμνήσεις (και προβλήματα), κάνας συγχωριανός, τίποτε καλόβολοι γείτονες κλπ και θέλοντας ο βλάχος και μη θέλοντας ο ζωγράφος, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος ο δικηγόρος (σου λέει «άσε μην τον δυσαρεστήσω και θα μου φέρει κανέναν άλλον που πληρώνει») θ’ αναλάβει την υπόθεση έναντι πενιχρής ή και μηδενικής αμοιβής.

Στην συνέχεια όμως, ο δικηγόρος θα ψιλογράψει στ’ αρχίδια του τον οιονεί πελάτη ιδίως όταν η υπόθεση ξεκινάει απλή και καταλήγει σε περικοκλάδα (εφετεία, ασφαλιστικά μέτρα, απρόοπτο τρέξιμο κ.α.), ο δε τελευταίος δίχως να διαθέτει συγγραφικές προδιαγραφές ενός Δουμά (έστω και υιού) μπορεί να θυμηθεί την υπόθεσή του «μετά 20 έτη» και να ζητήσει το λόγο κι απο πάνω, κι ας μην έδωσε μία. Λάβετε θέσεις: Η παράσταση αρχίζει...

Για κάθε ιδιώτη, η υπόθεσή του είναι προσωπική και την θυμάται πρωί-βράδι (και χαίρεται), ενώ ο δικηγόρος έχει πολλές σκοτούρες, εκτός κι αν η εκάστοτε αμοιβή φτάσει σε τέτοια ύψη ώστε και ο δικηγόρος να μπορεί να ζήσει αξιοπρεπώς και ν’ ασχοληθεί επισταμένως π.χ. με μια το μήνα (ναι αλλά το τί θεωρείται «αξιοπρεπής διαβίωση» ποικίλει)...

Όταν ο δικηγόρος λάβει την εντολή (δηλ. την αμοιβή) μπορεί αλλά και οφείλει να παρεμβαίνει σε κάθε εξώδικη και διαδικαστική πράξη υπέρ του εντολέα του, μέχρι την ρητή η έγγραφη ανάκληση της πληρεξουσιότητάς του, αν ο εντολέας δεν μείνει ευχαριστημένος απο τις υπηρεσίες του (ακόμα και επ’ ακροατηρίω).

Για την καίρια καμιά φορά συνδρομή του δικηγόρου στις υποθέσεις των ιδιωτών, ας παρατεθεί ένα νόστιμο περιστατικό:

Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα ποινικό δικαστήριο μιας πολύυυυ μακρινής χώρας, είχε αποφασίσει να πάει η κατηγορουμένη μόνη της στο δικαστήριο να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Αφού την άκουσε η έδρα, η υπόθεση άρχισε να περιπλέκεται. Ενώ αρχικά φαινότανε απλή, μπήκανε στη μέση κάτι οικογενειακά, κάτι έγγραφα ασαφή, η κατηγορουμένη δεν ήξερε να τα εξηγήσει σωστά, η ώρα περνούσε και οι δικηγόροι των κατοπινών υποθέσεων είχαν αρχίσει να γκρινιάζουν, άλλη αναβολή δεν έπαιρνε και το δικαστήριο ήθελε να αθωώσει αλλά δεν ήξερε πού να στηριχτεί. Στο μεταξύ διάστημα, είχε πλησιάσει στην έδρα ένα καλοντυμένο γεροντάκι, που άκουγε τα διαμειβόμενα και περίμενε υπομονετικά. Κάποια στιγμή, τον τσακώνει με το βλέμμα της η πρόεδρος και τον ρωτάει:

[i]- Εσείς τί είστε;
- Δικηγόρος...
- Καλά και μας αφήνετε τόσην ώρα να βγάλουμε την κόρυζα (ή κάτι τέτοιο) και δε μιλάτε;
- Όχι, εγώ είμαι απο άλλη υπόθεση...[/i]

(Έπεσε το γέλιο της αρκούδας!)

Ο Ναστραδίν Χότζας, κάποτε, λέει, παρενέβη σ’ έναν καβγά δυο νεώτερών του, που κρατούσαν μαχαίρια, θεωρώντας οτι θα τους συνετίσει καθότι πρεσβύτερος και ιερωμένος (ότι «ειρήνη υμίν» και τα τέτοια - λόγω επαγγελματικής διαστροφής). Αντ’ αυτού εισέπραξε μια μαχαιριά στο κεφάλι. Οι παριστάμενοι έσπευσαν να τον βοηθήσουν και τον ρώτησαν αν ήταν επιπόλαιο τραύμα ή αν έφτασε το μαχαίρι βαθιά στο μυαλό, ώστε να φωνάξουν τον σπετσιέρη. Ο Χότζας τότε θυμοσόφησε λέγοντας: «Ποιό μυαλό; Αν είχα μυαλό δεν θ’ ανακατευόμουνα. Την επόμενη φορά θα ξέρω να’ χω το μυαλό μου και μια λίρα τουλάχιστον»! (Η προσθήκη «και του μπογιατζή ο κόπανος», είναι μεταγενέστερη και μάλλον δεν έχει καμία σχέση με τον μύθο και την παροιμιώδη έκφραση).

Όταν δυο κίναιδοι μαλώνουνε σε ξένο γαμιστρώνα, ο ιδιοκτήτης συνήθως δεν είναι ο δικηγόρος. Πολλές φορές αναγκάζεται ν’ ανακατεύεται με τα πίτουρα και καμιά φορά τον τρών κι οι κότες (μπλέκει κι ο ίδιος προσωπικά) και γι’ αυτόν το λόγο πρέπει τουλάχιστον να αμείβεται.

Άλλωστε, όλοι οι επαγγελματίαι γνωστοποιούσιν εις κάθε επίδοξον μπαταξήν οτι ο κ. Βερεσές έχει απο μακρού αποδημήσει εις Κύριον κι ο υιός του μετώκησεν εις την Πόλιν.

Περισσότερα για τους δικηγόρους, σε λήμμα-ορισμό-σχόλια στο χασοδίκης του ερίτιμου Μπετατζή μας.

Σημειωτέον, εδώ η έννοια «δικηγόρος» έχει την χροιά της ιδιότητας του λειτουργού της δικαιοσύνης και όχι αυτήν της παλιάς λαχαναγορίτικης αργκό, που σημαίνει «κοκαΐνη» (Κύριος οίδε διατί)...

(Κόρη):
- Λοιπόν εγώ θα πάω πενταήμερη ο κόσμος να χαλάσει!
(Μάνα):
- Αμ δε σφάξανε! Για να γυρίσεις ξεμυαλισμένο και να χάσεις τις πανελλαδικές, να πληρώνω εγώ ξανά-μανά φροντιστήρια του χρόνου; Ούτε πάνω απ’ το πτώμα μου!
(Γιός-μούλος):
- Έχετε δίκιο μητέρα. Δεν είναι σωστό να αποσυντονισθεί η μελέτη της...
(Μάνα + Κόρη):
- Εσένα ποιός σου μίλησε; Ορίστε μας! Δικηγόρος απλήρωτος μιά! Άμε στο δωμάτιό σου κι ασε μας να τσακωθούμε με την ησυχία μας...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δικηγορίστικο λογοπαίγνιο, που αναφέρεται σε μυθική μακρινή χώρα, όπου οι δίκες δεν γίνονται ποτέ (βλ. του Αγίου Πούτσου ανήμερα).

Προέρχεται από την ορολογία για την ημερομηνία δικασίμου «από αναβολή», δηλαδή μετ' αναβολής ορισθείσα, κατόπιν αιτήματος των διαδίκων ή κωλύματος (π.χ. απεργίας γραμματέων, εθνικών εορτών, εκλογών, τήρησης ωραρίου, αποχής δικηγόρων, ανώνυμης κλήσης για βόμβα κτλ).

Ως γνωστόν, έτσι και πάρει αναβολή μια δίκη, (τουλάχιστον στην Αθήνα) συνήθως μετατίθεται η δικάσιμος στις ινδιάνικες καλένδες, ήτοι κάνα χρόνο πίσω οι αστικές και τουλάχιστον έξι μήνες οι ποινικές υποθέσεις, δεδομένου ότι τα πινάκια είναι γεμάτα, δεν υπάρχουν αρκετές αίθουσες, δικαστές, προσωπικό, οι νεοέλληνες αλληλομηνύονται ακατάπαυστα κτλ.

Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί, ότι αφ’ ενός πολλοί διάδικοι -μέσω των δικηγόρων τους- παρελκύουν σκόπιμα τις δίκες, αφ’ ετέρου λόγω του παραδικαστικού (που δίνανε αβέρτα αναβολές/προτιμήσεις δικασίμων σε «ημετέρους» και παραγράφονταν ή προηγούνταν αντίστοιχα οι υποθέσεις τους κτλ) και των πειθαρχικών ποινών που έπεσαν, οι δικαστές είναι στριμωγμένοι και πλέον δε θέλουνε να δώσουν αναβολή, ακόμη και αν υφίσταται νόμιμη και εύλογη αιτία, καταντώντας σκληροί για να φανούν αδέκαστοι.

Υποτίθεται ότι δεύτερη αναβολή δίδεται με εξαιρετική φειδώ και μετά σε καμία περίπτωση, αλλά δε βαριέσαι; Όλο και κάτι θα προκύψει και η δίκη θα τραιναριστεί στο έπακρο κι ο κοσμάκης θα ταλαιπωρείται μέχρι να βρει το δίκιο του.

- Έγινε σήμερα το δικαστήριο;
- Μπάαα! Κάποιος πήρε τηλέφωνο για βόμβα πάλι, μέχρι να εκκενωθεί το κτήριο, μέχρι να ’ρθουνε οι μπάτσοι με τον Αζόρ να ψάξουνε, μέχρι να ξαναμπούμε, πήγε τρείς η ώρα, τελείωσε το ωράριο και η γραμματέας κατέβηκε απ’ την έδρα...
- Δηλαδή πήγε Άπω Αναβολή η υπόθεση;
- Κάπως έτσι. Ποιός τον ακούει τον πελάτη τώρα! Τρίτη φορά που δε γίνεται η δίκη!

Μπούχτισα πια! (από HODJAS, 30/01/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία