Επιπλέον ετικέτες

Κεντρικό σύνθημα του τΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015. Έγινε στην αρχή δεκτό με συγκίνηση από πολλούς, αφού νίκησε η παράταξη που ηττήθηκε στον εμφύλιο και που κυνηγήθηκε σε όλα τα μετεμφυλιακά χρόνια, γρήγορα όμως και μετά την - σαν έτοιμη από καιρό - συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΞΕΛ και την υπουργοποίηση του αρχιψεκασμένου και κατ' εξοχήν Στρατόκαυλου Καμμένου, του 'περίεργου' Κοτζιά, την αυτοκρατορική και *ανούσια σαρτζετακική τυπολατρεία* της Ζωής Κωνσταντοπούλου, τους Βαρουφιάνους και τις εξελίξεις με την Θεσμοτρόικα, τα πράγματα πήγαν έτσι ώστε το σύνθημα να γίνει αστείρευτη πηγή για να ξεδιψούν σλανγκιστές, εξυπνακιστές και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις.

1.Πρώτη φορά Αριστερά… ρουσφέτια

2. ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ, ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. ΕΞΩ ΟΙ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕ ΚΑΙ Η ΔΕΞΙΑ

3. Όχι μόνο δεν θα καταργηθούν οι παρελάσεις αλλα αμέσως μετα θα ακολουθεί παραδοσιακό γλέντι με δημοτικά τραγούδια. Πρώτη φορά βουκολικά.

4. Συριζοτσολιάς. Στρατοκαυλίαση Σύριζα.«Πρώτη φορά ένα στο αριστερό»

5.σηκωθείτε από καρέκλες, ντιβάνια, καναπέδες, πολυθρόνες κ ελάτε στο Σύνταγμα - πρώτη φορά αριστερά με χακί κ τσάμικα

  1. Κάτι μου θυμίζουν οι παραδοσιακοί χοροί μετά την παρέλαση. Πρώτη φορά Αριστερά


7. O θεωρητικός της χούντας δήλωνε ότι «εκτιμά τις ιδέες» Καμμένου. Πρώτη φορά τόσο Αριστερά

8. ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΝΑΖΙΣΤΕΡΑ “Σύντροφοι, καλώς τα δεχτήκατε. Άντε και τον Κασιδιάρη”.

9. Λεφτά δεν έχουμε αλλά προσλαμβανουμε 1500 παπάδες και κάνουμε ειδική θέση συμβούλου του Π.Δ. Πρωτη φορα αριστερά λέμε

  1. Πρώτη φόρα Εκκλησιαστική Αριστερά + ΕΥΛΟΓΗCON + ” ΛΟΛ ΛΟΛ ΛΟΛ στα πατώματα. ΗΔΟΝΗ ΠΑΡΑΚΜΗ ΑΙΜΑ

11.ΕΥΛΟΓΗCON ✞ @Ellinofreneia ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται για να δοθεί έμφαση όταν συμβαίνει κάτι εξωπραγματικά ωραίο ή κάτι πολύ ακραίο γενικά.

  1. - Κοίτα ρε πού έχει ανέβει ο άλλος! - Καλά... δεν υπάρχει...

  2. Αυτός ο κώλος.. δεν υπάρχει...

Δες και δεν υπάρχει ούτε στο γκουγκλ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχουν βέβαια πολλά παρεμφερή λήμματα που, όμως, δε δίνουν όλες τις σωστές έννοιες.

Λαμόγια: Έκφραση της καθ' ημάς ελληνικής, πάλαι ποτέ, μαλλιαρής (slang), με συγκεκριμένες έννοιες, αν και αμφιλεγόμενη, διότι οι ορισμοί της είναι μάτσο και οι ετυμολογίες αρπαχτές, πώς λέμε, αρπακόλλα. Παίρνω αμ-παριζάκι και βγαίνω.

Κατά τον Τριανταφυλλίδη (ca. 1950): μόνο στη φράση την κάνω λαμόγια, φεύγω, ξεφεύγω, σκαπουλάρω, ή δεν παρουσιάζομαι κάπου, πχ: Tον περίμενα τόση ώρα κι αυτός την έκανε λαμόγια.

Κατά τον Τσιφόρο (ca. 1960) και άλλους συνομηλίκους του (πιο κοντά στην τωρινή αλήθεια): αβανταδόρος, κράχτης, παίχτης-μαϊμού που παρασύρει τα κορόιδα.

Κατά τον Ντινόσαυρο (ca. 2010): Η άποψη πολλών λεξικογράφων (;) ότι προέρχεται από το ισπανικό la moya (= η τάδε), δε στέκει. Είναι όντως ισπανόφερτος ο όρος, με τη διαφορά ότι προέρχεται από το πλουσιότατο «λουνφάρδο» (slang/argot) του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβιδέο. Η λέξη είναι σκέτο μόγια· το θηλυκό άρθρο λα είναι προφανώς μεταγενέστερη «ελληνική» προσθήκη για να μοιάζει πιο σπανιόλικο ή ξενόφερτο. Για το πώς ο όρος διέσχισε τον Ατλαντικό και τη Μεσόγειο, δηλώνω άγνοια (pero puedo seguir buscando).

Διά του λόγου το αληθές, ιδού τα πολυάριθμα συνώνυμα και ο ορισμός που ψάρεψα στα διάφορα ισπανόφωνα λεξικά (Diccionario de Lunfardo, Diccionario del Tango, Diccionario de la Real Academia Española, etc.):

  • Moya: estafa, fraude, trampa, ardid, engaño, triquiñuela, astucia, embrollo, manejo oculto con que se prepara algún fraude o engaño, superchería, picardía...Τα οποία δε μεταφράζω γιατί είναι απλώς συνώνυμα.
  • Moya: Se denomina «moya» a aquellas personas que tienden a tirar «matufias» para escapar de una situación complicada. Por definición, al hablar de moya se habla de un acto generalmente ílicito o incorrecto para salir de una situación, se podría decir que es la salida fácil.Μόγια: Αποκαλούνται «μόγια» τα άτομα που βολεύονται κάνοντας «matufias» (λαδιές, κόλπα, απάτες, λοβιτούρες) για να γλιτώσουν από μπερδεμένες καταστάσεις. Εξ ορισμού, λοιπόν, «μόγια» χαρακτηρίζει μια πράξη γενικά παράνομη ή ανάρμοστη που κάνουν όσοι θέλουν να λακίσουν από κάποια δυσκολία. Θα το λέγαμε «πρόχειρη λύση».

Όποιος επιδίδεται σε «moya» λέγεται moyero (ή matufiero). Τα μεταγενέστερα ελληνικά παράγωγα (το λαμόγιο, τα λαμόγια, η λαμογιά, οι λαμόγιες, κλπ.) που ήδη υπάρχουν στο σλανγκ.γκρ ελάχιστα τροποποιούν το τρέχον νόημα.

Παραδείγματα υπάρχουν στον ίδιο τον ορισμό.
Για plus ultra παραδείγματα, κάντε αίτηση. Στην πολύπλευρη και περίπλοκη ζωή μου, έχω διατελέσει και «λαμόγια».

την έκανε la moye... (από MXΣ, 30/07/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κανονικά, η χαμοκελάηδα ή χαμοκελάδα είναι ένα πουλάκι (τσίου-τσίου και τέτοια). Επιστημονιζέ λέγεται Anthus campestris και αγγλιστί tawny pipit.

Στην αργκό όμως έχει ιδιαίτερη σημασία:

Α) Της αμφιβόλου υπολήψεως (γιατί παρακαλώ;) γυναίκας που σκύβει πάνω απ' τα προβλήματα του κ. Jim Bookie (δηλ. «κελαηδήστε ωραία μου πουλάκια»),

Β) Του υποκριτή, ύπουλου και εν τέλει χαφιέ που κελαηδάει, δηλ. ξερνάει«λέει το ποίμα» (βλ. «Ένα Γελαστό Απόγευμα», 1979, σενάριο Φρέντυ Γερμανός, όπου ο Γ. Μιχαλακόπουλος υπενθυμίζει στο Ν. Κούρκουλο το παρελθόν του πατέρα του επί Κατοχής, λέγοντας «μερικά πουλάκια κελαηδάνε από πολύ μικρά», βλ. και αξιοσημείωτα ανατρεπτική ιστορία του μικρού Λιά στο ανθολόγιο του 1978, που «έψαχνε να βρει το πουλάκι που τα λέει όλα στη μαμά», να του στρίψει το λαιμό!) και

Γ) Γενικόλογο απαξιωτικό χαρακτηρισμό ή χιουμοριστική ψευτο-αδερφίστικη προσφώνηση (κυρίως μεταξύ ανδρών), όπως π.χ. χαμούρα, κουφάλα, ξελότσα, φραγκολουμπίνα, σκλεπού, Λάουρα, πρέσβειρα καλής θελήσεως, μουχρίτσα, κορδελλιάστρα κτλ-κτλ (π.χ. «άντε μωρή κουφάλα, τα κονόμησες πάλι»!)


Δεν είναι η μοναδική περίπτωση που έχουμε το φαινόμενο της προσωποποίησης ζώων για κάποιο ανθρώπινο χαρακτηριστικό (η μυθολογία, η δημοτική ποίηση κλπ έχουν χιλιάδες τέτοια).

Εδώ όμως, στο συμπαθές πετούμενο δεν αποδίδεται -σ’ αυτό καθ’ αυτό- κάποιο γνώρισμα ανθρώπινο ώστε να γίνει η αντιπαραβολή, αλλά είναι λόγω του αστείου ονόματός του, που γίνεται το λογοπαίγνιο (κελαηδάω + χάμω).

Π.χ. Κελαηδάω στην αργκό, σημαίνει «λέω το ποίημα» (ο ρουφιάνος λέγεται και «ποιητής»!), τραγουδώ, παραληρώ (συνήθως υπό επήρεια ουσιών) ή αναπαράγω οποιονδήποτε παράξενο ήχο.

Άλλωστε, ο λαιμός στην κλασσική αργκό λέγονταν τραγουδιστής (το στομάχι ψωμοσάκκουλο ή κουραδομηχανή, τα μάτια γκαβά κλπ) ενώ το αηδόνι ήταν εργαλείο διαρρήξεως όπως σκύλλα, καρακούτσος κλπ που εκτίθενται σε εγκληματολογικά μουσεία.

Το «χάμω» παραπέμπει σε χθαμαλές ή ύποπτες δραστηριότητες (π.χ. χαμοτρώω, χαμηλοβλεπούσα, χαμηλοπέφτης, χαμουτζής) κ.α.

Ούτω πως, στη νεοελληνική έχουμε τις εξής (ενδεικτικά) προσωποποιήσεις ζώων ή φυτών:

  • Μεγαλοκαρχαρίας = μεγαλουσιάνος, ταλαριούχος κλπ (σημειωτέον στην αγγλική loan shark λέγεται ο τοκοσλούρπ),
  • Κοκοβιός = μικρο-μαλάκας
  • Γαλιάντρα = τσαούσα μπαγιάτικη σύζυγος
  • Αλεπού = πονηράκιας (άκου και Μπουγά, που τα εξηγεί ωραία)
  • Νυφίτσα = ύπουλο ζιζάνιο, που χώνει τη μύτη του και σπέρνει διχόνοιες
  • Φάλαινα ή φώκια = υπέρβαρη κι ανοικονόμητη σύζυγος (ή πεθερά)
  • Βουβάλι = θηριώδους διαπλάσεως αλλά συνήθως μικρόνους τύπος
  • Σουσουράδα = σεμνότυφη που τον κρυφοπαίρνει
  • Μοσχάρι = αναίσθητος, αδιάφορος ή βλαξ
  • Κατσίκα ή γίδα ή γκιόσσα = η γλωσσού ή θρασεία γυναίκα
  • Τσαπερδόνα (αρβανίτικο τζαπερντόνε = σαύρα) = πεταχτούλα γκομενίτσα
  • Φυτό = σπασίκλας ή κατάκοιτος σε κώμα (νομίζω το τελευταίο είναι γαλλισμός)
  • Τσουκνίδα = κωλόγρια
  • Χαμομήλι = κοντοπίθαρος
  • Μούσμουλο = χρήμα, ηλίθιος ή σφαίρα (βλ. και ταυτόσημο «δαμάσκηνο» και άκου ρεμπέτικο «από πίσω απ’ τη στρατώνα» 1930 Κ. Καρίπης – Κ. Μπέζος)
  • Τζάνερο = χαζός (Ρουμελιώτικα το κορόμηλο ή ρίκι)

    κ.α. ων ουκ έστιν αρθιμός (sic) χώρια τα σύνθετα (π.χ. γατομούστακος = ο πάσχων από αλωπεκίαση του προσώπου όπως και σπανομαρίας, ποντικομαμή = το μουλωχτήρι κλπ), ενώ τρυγόνα, περιστέρα, παγώνα, ζαργάνα, κουκουνάρα κλπ, αποτελούσαν πάλαι ποτέ ερωτικές προσφωνήσεις της ελληνικής υπαίθρου.

Τέλος, σημειωτέον ότι στην ονοματοπλασία των λαών δεν έφταναν τα υπάρχοντα είδη της χλωρίδας και της πανίδας, αλλά επινοούσαν και φανταστικά όντα, όπως:

  • Πιθηκολιόνταρο
  • Δικέφαλος μαλακοχτυπητής
  • Νοξιανό ζαφούρι (κάτι που δεν ξέρουμε τί ακριβώς είναι)
  • Ζουλάπι
  • Αλεποδράκουλο
  • Αλ(ε)ποκούναβο
  • Αλποτσάκαλο
  • Ο Τίμιος Δικηγόρος (οι Εγγλέζοι που ξέρουν από χιούμορ έχουν στήσει παμπ στην Chancery Lane του Λονδίνου, όπου βρίσκονται τα δικαστήρια με τ’ όνομα «The Honest Lawyer»)
  • Ο Συνεπής Υδραυλικός
  • Ο Μάστορας που δεν κάνει ατσαλιές
  • Ο Πονετικός Γιατρός
  • Ο Δουλευταράς Δημοσιοϋπάλληλος
  • Ο Καλλιγράφος Φαρμακοποιός
  • Ο Μέσος Κοινωνικός Άνθρωπος
  • Ο Καραγκιόζης Φούρναρης
  • Η Γοργόνα με το Μεγαλέξαντρο
  • Ο Σούπερμαν (κατά κόσμον Κλαρκ Κεντ, σύγχρονο παλικάρι του παραμυθιού στο οποίο εναποθέτουν την σωτηρία τους οι μικροαστοί)
  • Ο Καγκασέιρο (Μπραζιλένιος υπερήρωας)
  • Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς (βαλκανικές ιστορίες με βακαλάους-τηγάνια και κόκκινες μηλιές)
  • Ο Μουτρωμένος Αυτοκράτορας (απω-ανατολικές ιστορίες με σούσι-γουώκ και πράσινες κερασιές) κ.α.

    Χωρίς βέβαια να ξεχνάμε την καταγραφή του Χοσέ Λουίς Μπόρχες «Το Βιβλίο των Φανταστικών Όντων» (Μπουένος Άιρες 1967), όπου παρελαύνουν μεταξύ άλλων:

  • Οι Άγγελοι του Σβέτενμποργκ

  • Η Αλυσοδεμένη Γουρούνα της Αργεντινής
  • Ο Α Μπάο-Α Κού
  • Οι Αμπτού και Άνετ
  • Η Αμφίσβαινα
  • Οι Αντιλόπες με τα έξι πόδια
  • Οι Άρπυιες
  • Ο Βασιλίσκος
  • Οι Βαλκυρίες (στον κόσμο είναι λιγοστές, όπως μας πληροφορεί λαϊκός αοιδός)
  • Η Γάτα του Τσέσαϊρ και του Κιλκέννυ
  • Οι Γνώμοι
  • Ο Γρύπας
  • Ο Ελέφαντας που πρόβλεψε τη γέννηση του Βούδα
  • Τα Έλφα
  • Το Ζαρατάν
  • Τα Θερμικά Όντα
  • Ο Ισοπεδωτής
  • Ο Ιχθυοκένταυρος
  • Το Κάμι
  • Τα Καλικατζαράκια
  • Το Καρβουνάκι (Carbuncle)
  • Ο Κατώβλεπας
  • Ο Κένταυρος
  • Ο Κέρβερος
  • Η Κινέζικη αλεπού
  • Ο Κινέζικος δράκοντας
  • Ο Κουτζάτα
  • Οι Κουτσοί Βούφνικς
  • Το Κράκεν
  • Ο Λαγός της Σελήνης
  • Οι Λάμιες
  • Οι Λέμουροι
  • Η Λερναία Ύδρα (και οι πολυμαθείς Σπέτσες)
  • Το Μαλλιαρό Τέρας της Φερτέ-Μπερνάρ
  • Ο Μανδραγόρας
  • Το Μαντιχώρα
  • Ο Μινώταυρος
  • Ο Μπάλνταντερς
  • Η Μπάνσχη (κέλτικα Banshee < ban = γυναίκα)
  • Το Μπάρομετζ
  • Το Μπάχαμουτ
  • Ο Μπούρακ
  • Ο Μυρμηγκολέων
  • Τα Νάγκα (και θεοί πείθονται)
  • Ο Νεκροφάγος
  • Ο Νέσνα
  • Οι Νόρνες
  • Οι Νύμφες (και τα νυμφίδια Θερμαϊκού και λοιπών κόλπων και κολπίσκων)
  • Το Οντραντέκ
  • Ο Ουροβόρος
  • Ο Όφις με τις Οκτώ Διχάλες (και ο Εργοτέλις με τις Εννιά)
  • Η Πανίδα των Καθρεπτών
  • Ο Πέριτον
  • Το Πουλί της Βροχής
  • Το Ρεμόρα
  • Το Ρούκχ
  • Η Σαλαμάνδρα
  • Οι Σάτυροι (γαλλιστί comme fromage)
  • Οι Σειρήνες (ίου-ίου)
  • Το Σιμούργκ
  • Το Σκουώνκ (lacrimacorpus dissolvens)
  • Η Σκύλλα
  • Οι Συλφίδες
  • Η Σφίγγα
  • Ο Τάλως
  • Ο Τ’ αο Τ’ ιέχ
  • Ο Αχέροντας (ό,τι θυμάται)
  • Τα Τζιν
  • Οι Τρόλς (γνωστοί και μη εξαιρετέοι)
  • Το Φαστιτόκαλον
  • Ο Φοίνικας (πας με το 3 Λεωφορείο από Β. Όλγας)
  • Οι Χάνιελ, Κάφζιελ, Άζριελ και Άνιελ
  • Ο Χαοκάχ ο θεός της βροντής
  • Η Χίμαιρα (άχιε με να χιαγαπάω χίμαιρα κλπ)
  • Ο Χοτσιγκάν
  • Ο Χουμπαμπά,

    καθώς και αμέτρητα άλλα που συνάντησαν στις περιπλανήσεις τους οι πιωμένοι ναυτικοί των 16ου – 19ου αιώνα, οι σαλταρισμένοι χίπηδες των 60’ς και ο Λιακόπουλος...

  1. - Πού’ σαι μωρή χαμοκελάηδα;
    - Που’ σαι ρε πεθαμένε;
    (φίλοι)

  2. - Τελικά τί θα γίνει, θα βγούμε το βράδυ με τη Μαίρη;
    - Τσου.
    - Γιατί ρε συ; Αφού σε γουστάρει το εργαλείο...
    - Βρε άσε με, με τη χαμοκελάηδα! Έχει πάρει το μισό Παγκράτι, θες ν’ αρπάξω κανα σκουλαμέντο, για τέτοια είμαστε;

  3. - Καλός άνθρωπος ο κυρ-Γιώργης...
    - Ποιος, ο ψιλικατζής; Κούνια που σε κούναγε κακομοίρη μου! Ξέρεις τί χαμοκελάηδα είν’ αυτός; Αναστέναξε η γειτονιά επί Χούντας με το μπούστη...

η χαμοκελάηδα (από tryager, 18/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μάγκικος αναγραμματισμός της φράσης «γελάς, μουνάκι».

Δεν αποτελεί υποχρεωτικά μέρος διαλόγου. Απαντάται και σε ρητορικούς μονολόγους όπου ο ευρισκόμενος σε κλητική πτώση εν τη αγνοία του γελά ανέμελος προ κάποιας επικείμενης ενέδρας. Ο δε τονισμός της φράσης κλιμακώνεται όπως ακριβώς και στην επική φράση του ταξίαρχου Θεοχάρη «...σκουλήκι...», διατυπωμένη από αμφότερους τους δύο τρισμέγιστους διδάσκαλους Βασιλείου και Σεφερλή.

Ο αναγραμματισμός ακολουθεί την πεπατημένη του δήθεν εξευγενισμού γνωστών παλιοκουβεντών του τύπου τσαπού, λακαμάς κλπ.

  1. (Σουρρεαλιστική προσθήκη σε ιστορικό διάλογο)

- Με θυμάσαι ρε πούστη;;
- Όχι (χαμογελώντας)
- ... μουνάς, γελάκι...

(... ακολουθεί το γνωστό μακελειό)

  1. (Εκτός διαλόγου - απόσπασμα από το μονόπρακτο «Περιμένοντας τον κοντό που μου έφαγε την γκόμενα»)

... Α, ρε πουσταρά, αρχίδι του δάσους... έβγα απ'τ' αμάξι, ρε ξεκωλιάρη και θα μαζέψεις και για το σπίτι... μουνάς, γελάκι...

(από Abas, 14/01/10)

βλ. και χασίστες και φουντικοί, γλωσσεύω την μπέρδα μου, φρόας τας σένας, καθώς και τα εκάστοτε σχόλια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο του βλαχοδήμαρχου αλλά συχνά, εύστοχα προσωποποιημένο: Ο δήμαρχος Χαρχούδας.

Προέρχεται από τον κεντρικό ήρωα της Λιλιπούπολης, (περίφημη ραδιοφωνική εκπομπή του Γ' προγράμματος επί Χατζηδάκι), όπου τον υποδύονταν ο Βασίλης Μπουγιουκλάκης.

♪♫ Η λύσις είναι μόνο μία,
το πράγμα είναι φανερό,
χαρχουδική δημοκρατία
με μένα το Χαρχούδα αρχηγό ♪♫

1. Ερε γλέντια βγάλανε τον Χαρχούδα και Προεδρο ΙΣΑ

  1. Και γιατί δεν πρότεινε για #ΠτΔ τον Χαρχούδα; Που και δήμαρχος ήταν και αρκουδοπεταλούδα;

  2. Παπαχρήστος για δήμαρχος! Θα χάσει η δημοσιογραφία ένα αστέρι, αλλά θα κερδίσει η Αθήνα ένα Χαρχούδα

  3. ..ειδικά δε στο Χαρχούδα, αντί για αδριάντα μπορούμε να στήσουμε φουσκωτό effigy τύπου «Mr Stay Puft»

  4. Κατεβαίνω υποψήφια δημοτική σύμβουλος με τον Χαρχούδα. Διαδώστε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φίλοι ναζιάρηδες που τους ενώνουν παλιά δεσμά (χειροπέδες, μαστίγια, νουντσάκου, διάφορα μαύρα δερμάτινα παραφερνάλια) και χόμπι (πάκι μπάτσινγκ, σ(ωματ)οδομισμός, εκδορά μικρών θηλαστικών).

Δεν έχουν ιδιαίτερη έφεση στην σλανγκ, νομίζω;

Βλ. επίσης: ναζός, αυγά, χρυσά αυγά, χρυσαύγουλα, πουστωδία, 88.

Πάσα: ΜΧΣ.

- Ο Άδωνις και ο Κασιδιάρης γνωρίζονται από παλιά, φίλοι αδολφικοί που λένε.
(τσίου, εδώ)

- Ακροδεξιό Αδέξιο Αδολφάτο Σε λίγο θα μυνήσουν τους εαυτούς τους για «ακατάσχετη ακράτεια ήθους», και τον Θεούλι, για «μη ελεγχόμενη βιοποικιλότητα κατά την δημιουργία», (σχέδια, χρώματα, διαστάσεις κτλ)
(εκεί)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υβριστικός χαρακτηρισμός για μια πανταχόθεν και πλήρως διακεκορευμένη γυναίκα ή λουγκρίτσα, αυτή της οποίας το μουνί ή / και η σούφρα έχουν κυριολεκτικά υπερχειλίσει από σπέρμα.

Βλ. επίσης: στα μπούτια τα γιαούρτια.

- Γιαουρτομούνης δημοσιογράφος: Σε ποια λάθη δείχνεις τη μεγαλύτερη επιείκεια;
- Π. Χατζηστεφάνου: Στις κοντοψώλες σαν και σένα.
- Γιαουρτομούνης δημοσιογράφος: Τι συναισθήματα σου προκαλεί ένα ωραίο γυναικείο κορμί;
- Π. Χατζηστεφάνου: Εμετό.
- Γιαουρτομούνης δημοσιογράφος: ...και ένα αντρικό κωλί;
- Π. Χατζηστεφάνου: Καύλα. Όχι όμως το δικό σου που είμαι σίγουρος ότι είσαι γιαουρτομούνα.

(Συνέντευξη του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου σε Κύπριο δημοσιογράφο που δημοσιεύτηκε από τον blogger Ππουστόπαιδο εδώ)

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

δημαρχέσα, δημαρχέσος

Κακεντρεχές λολοπαίγνιο που μπορεί να σημαίνει:

  • Γυναίκα δήμαρχος (δημαρχέσα),
  • Άνδρας δήμαρχος (δημαρχέσος)
  • Γκέη δήμαρχος (δημαρχέσα, δημαρχέσος),
  • Σύζυγος δημάρχου (δημαρχέσα).

    Εκ του δήμαρχος και τού χέσε μέσα. Ενίοτε γράφεται και με δύο σ.

Σλανγκασίστ: Δων Μήτσος.

1. Ονειρεύεται να γίνει δημαρχέσσα η Τζάκρη!

2. Δε το ξέρω το παλικάρι, κατεβαίνει για Δημαρχέσος;

3. Πω πω, μην με σκας κούκλα μου, που λέγε και η λατρεμένη δημαρχέσα ο Ψινάκης!

3. Η Πατούλαινα δημαρχέσα από τον πρώτο γύρο. Η απόδειξη ότι ο αίλλυνας στηρίζει τη διαφορετικότητα.

4. ποιος ακαρδος χωρισε στη γεννα τη δημαρχέσσα αμαρουσιου και τη ντονατελα βερσατσε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στηρίζουμε τον αγώνα αυτής της ατάκας για την αυτονόμησή της από το ζυγό του ανεκδότου που καταχράζεται επί γενεές δεκατέσσερις του ορυκτού και μη πλούτου της.
Το γεγονός ότι το ανέκδοτο στο οποίο ανήκει (βλ. παράδειγμα) είναι άγνωστο και απαράδεκτο δεν νομιμοποιεί το καθεστώς καταπίεσης και δεσποτισμού υπό το οποίο διαβιεί η ατάκα αυτή.

Όλοι στην προσυγκέντρωση στα προπύλαια, προπαρασκευή, προπαραμονή των προκάτ.

Στηρίζει η οργάνωση ΠΡΟγνωστικά-ΚΙΝΟ

Αναρχία, αναυτοκαθορισμός, αναξιοπρέπεια.

-Πώς λέγεται ο κιθαρίστας των Ρόλλινγκ Στόουνς;;;
-Πώωως;;;;;
-Κιθαρίτσαρντς.
-Χα χα. Τι ωραία που θα ήταν αντί να λέμε «κοίτα τον τύπο, παίζει τις κάλτσες του», να μπορούμε να λέμε «μα καλά, τι παίζει ο κιθαρίτσαρντς;;;» και να μας καταλαβαίνουν όλοι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία