Επιπλέον ετικέτες

Όλα μέσα. Έκφραση χρησιμοποιούμενη για γυναίκα ανοιχτή, ή άνδρα ομοίως όπενχολ, έως χωνί, από κατόψεως διαμέτρου εμπροσθίου και οπισθίας οπής.

Υπονοεί την ευρύχωρη γυναίκα, ή άνδρα δυνάμενη-ο να ικανοποιήσει-φιλοξενήσει άνω του ενός μουσαφιραίων, μετά των αβγουλακίων τους, ήτοι ορχεόσακκων, μετά της φυσικής μάλλινης επενδύσεώς των.

- Ιωσήφ, κρύο κάνει, πάμε να κάνουμε μια ερωτική συνεύρεση με τον Φίφη, που είναι σε οίστρο;
- Άσε μωρή, μη σπάσουμε κανά γεννητικό μόριο… Πάμε στον Τασούλη που είναι all-in και θα βάλουμε και τα μπαλάκια μέσα να ζεσταθούμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η disco, όπως όλοι μας γνωρίζουμε, είναι είδος χορευτικής μουσικής που άνθισε στα τέλη της δεκαετίας του '70 και κορυφώθηκε στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, στη διάρκεια της οποίας επικρατούσε - με ελάχιστη απόσταση βέβαια από την στυλιστικά παρόμοια glam rock της ίδιας περιόδου - έναντι των αποδέλοιπων μουσικών ρευμάτων.

Μια μέρα όμως η μουσική βιομηχανία ξύπνησε, αποφάσισε πως πέρασε πολύς καιρός, πώς φτάσαμε σε τρίτη στη σειρά δεκαετία ('90s πια) και πως ήρθε πια η ώρα να αλλάξουμε μουσικές προτιμήσεις: έτσι βίαια λοιπόν, η disco πέθανε και πάνω στο μνήμα της φύτρωσαν η grunge, η r'n'b και τα boybands.

Η φράση «dead as disco» σημαίνει τα κάτωθι:

  • Ένα γεγονός έλαβε τέλος και αποκλείεται να υπάρξει οποιουδήποτε είδους συνέχεια ή μετεξέλιξη σε αυτό,
  • Το τέλος μια περιόδου, «the end of an era» που λένε και οι φίλοι μας οι Εγγλέζοι,
  • Ότι κάποιος είναι τρομερά κουρασμένος για να κάνει ο,τιδήποτε - ότι είναι «πτώμα».

Παράδειγμα για τις τρεις ανωτέρω σημασίες:

  • Η σχέση του Μάκη με τον αρραβωνιαστικό της αδερφής του είναι πια «dead as disco».%
  • Πφφφ, πάει και η φοιτητική ζωή, dead as disco. Τώρα, πρέπει να βρω δουλειά, να παντρευτώ και να κάνω οικογένεια... Και μετά, να πάρω σύνταξη, να πηγαίνω για προσκυνήματα στους Αγίους Τόπους με τα Κ. Α. Π. Η.%
  • - Πάμε να χτυπήσουμε κάνα πιπίνι;
  • Δεν παίζει, χτύπησα 12ωρο σήμερα στη δουλειά, είμαι «dead as disco».

(από Vrastaman, 26/08/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η μίζα. Πρόκειται για αναγραμματισμό του Siemens, της γνωστής γερμανικής εταιρείας λιπαντικών.

Η βουλευτική ασυλία επιχειρεί να αποκρύπτει το έτερο αναγραμματισμό της λέξης miesens, nemesis, εκ του «νέμω δίκαια» που σημαίνει «θεία δίκη».

- Το τελικό κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 δεν έχει ακόμα υπολογισθεί!
- Miesens, γαρ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται μονίμως ο Έλληνας εδώ και τουλάστιχον 30 χρόνια.

Καθολικώς και αεί συνδρομηταί στην υπηρεσία. Φοριέται παντού.

Ασίστ: Λ.Π.

  1. Στο ταμείο παρεισφρέει γέροντας παρακάμπτων την ουρά:
    - Με συγχωρείτε, με συγχωρείτε... κύριος, επ, σειρά κύριος...
    - (...........)
    - Μην το ψάχνεις, mycosmos.gr

  2. Στον δρόμο:
    - Ρε φίλε, μην το βάζεις εδώ το αμάξι, δεν μπορούν να περάσουν τα καροτσάκια!
    - Και πού να το βάλω;
    - Θα σού 'λεγα αλλά έχε χάρη που είσαι mycosmos.gr!
    - Α;

  3. Στην σχέση:
    - Πιπίτσα, τα πράγματα δεν πάνε καλά στο μαγαζί...
    - Αχ είπες μαγαζί και θυμήθηκα, είδα κάτι γόβες στο ΝΑΚ...
    - Άιντε, mycosmos.gr είσαι και συ!

  4. Στην παρέα:
    - Η άρχουσα τάξη και τα φερέφωνά της στα ΜΜΕ προσπαθούν να μας πείσουν ότι είναι μονόδρομος τα αντιλαϊκά μέτρα που κατακρεουργούν ό,τι απέμεινε από το ασφαλιστικό, η ευρωπαϊκή καπιταλιστική ενοποίηση, η υπαγωγή της χώρας στην επιτήρηση της ΕΕ και του ΔΝΤ... (http://kkeisageek.freehostia.com/)...
    - Άσε, κατάλαβα, mycosmos.gr, φύγαμεεεε!

(από Stravon, 14/06/10)(από Stravon, 14/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άιφερ μάνατζερ!! Ο υπάλληλος τρεχαλίτσας!! Το παιδί για όλες τις δουλειές!! 'Αι φερ' αυτό, άι φερ' το άλλο!!

Σιγά μη καταντήσω ο άιφερ μάνατζερ του μαλάκα του Μήτσου!!...

Βλ. και άι φέρ', eyefair, αντεφέρ, σύρφερ μάνατζερ, φερερές

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παράγωγο λήμμα της φράσης δεν υπάρχει.

Κοινώς αυτός που είναι απίστευτος γενικότερα με αυτά που κάνει η λέει, σε βαθμό που δυσκολεύεσαι να πιστέψεις την ύπαρξη του!

Ρε μαλάκα τον είδες πόση ώρα είχε σούζα την μηχανή; Ο τύπος είναι ανύπαρκτος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ελληνικό αντίστοιχο του αγγλικού frenemy. Πρόκειται για συμφυρμό από τα άσπονδος εχθρός και φίλος. Άσπονδος εκ του στερητικού άλφα και της λέξης σπονδή σημαίνει τον εχθρό με τον οποίο δεν έχουμε κάνει καμία σπονδή, δηλαδή συμφωνία με θρησκευτική επίκληση, οπότε η έχθρα μας δεν ακολουθεί κανένα κανόνα, και όλα τα χτυπήματα επιτρέπονται σε μία μάχη έως εσχάτων. Οπότε το άσπονδος φίλος είναι μια contradictio in adjecto (που λένε και στο χωριό μου), ένα οξύμωρο σχήμα.

Ο άσπονδος φίλος είναι είτε ένας εχθρός μεταμφιεσμένος σε φίλο, είτε, κυρίως, ένας φίλος και συνεργάτης, που είναι όμως ταυτόχρονα ανταγωνιστής, και όπου εντέλει η ζήλια, ο φθόνος και τα πισώπλατα αδελφικά μαχαιρώματα υπερισχύουν της φιλίας. Μπορεί να ισχύσει για προσωπικές σχέσεις, λ.χ. για μια κολλητή που από ζήλια τρώει τον γκόμενο της φίλης της, αλλά και για επαγγελματικές συνεργασίες ή και για σχέσεις μεταξύ ομάδων, θεσμών, κρατών κ.ο.κ.

Ο όρος δεν αποτελεί ακριβώς σλανγκιά, αλλά κάνει μια επιτυχή καριέρα ως το αντίστοιχο του frenemy, που είναι αρκετά δημοφιλές. Στην Λεξιλογία βλέπουμε έναν ενδιαφέροντα προβληματισμό για το πώς θα μπορούσε να μεταφραστεί ο αγγλικός όρος στα ελληνικά. Θα μπορούσαν να υπάρξουν και λεξιπλασίες, όπως το φίλεχθρος, που θα είχαν το πλεονέκτημα ότι είναι πιο κοντά στο λεξιπλαστικό πνεύμα του αγγλικού πρωτοτύπου. Από την άλλη, το άσπονδος φίλος έχει το πλεονέκτημα ότι έχει προκύψει πιο αυθόρμητα στην ελληνική γλωσσική κοινότητα, αν και έχω την εντύπωση ότι μέρος της επιτυχίας του όρου οφείλεται στην αντίστοιχη επιτυχία του frenemy.

Τέλος, ο Ν. Σαραντάκος εδώ ονομάζει άσπονδους φίλους τις ομόρριζες πολύ συγγενείς λέξεις διαφορετικών γλωσσών, οι οποίες όμως έχουν καίρια διαφορά σημασίας, που καθίσταται επικίνδυνα παραπλανητική κατά την μετάφραση. Λ.χ. όταν το γαλλικό assister à un viol (=βλέπω/ παρακολουθώ έναν βιασμό) μεταφράζεται λανθασμένα ως to assist a rape (=βοηθώ σε έναν βιασμό) ο απλός μάρτυρας καθίσταται συνεργός με επικίνδυνα αποτελέσματα.

  1. Η ταινία του Φίντσερ αγγίζει ένα μάλλον άβολο θέμα για τον Ζούκερμπργκ, τις διενέξεις και τις δικαστικές του περιπέτειες με τους αδελφούς Γουίνκελβος που θεώρησαν ότι τους έκλεψε την ιδέα, αλλά και τις κατηγορίες του φίλου και συνιδρυτή του Facebook, Εντουάρντο Σάβεριν. Ο δεύτερος θεώρησε ότι ο «άσπονδος φίλος του» τον απέκλεισε από το δημιούργημά τους, το οποίο είχε μάλιστα χρηματοδοτήσει στα πρώτα του βήματα. Ο καβγάς στην προκειμένη περίπτωση έγινε για έναν ηλεκτρονικό κολοσσό που αποτιμάται σήμερα γύρω στα 25 δισεκατομμύρια δολάρια. (Εδώ).

  2. Όταν θα βρεθεί κατηγορούμενος για τη δολοφονία του Μπούγκι, άσπονδου φίλου της νεανικής του ζωής και στα πρόθυρα το Αλτσχάιμερ να βυθίσει στο σκοτάδι όλες του τις αναμνήσεις, αποφασίζει να διηγηθεί τη δική του εκδοχή ξεκαθαρίζοντας τους λογαριασμούς του με το παρελθόν και συμπληρώνοντας καρέ - καρέ τα κομμάτια του παζλ της ζωής του. (Εδώ).

(από joe909, 04/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός για κάποιον τελείως ατάλαντο.
Χρησιμοποιείται κυρίως για ηθοποιούς.

- Πάμε να δούμε την παράσταση του Ρώμα;
- Πας καλά; Αυτός είναι Αταλάντου και Ατέχνου γωνία!

Τυπική και ανίατη περίπτωση... (από Τσακ εις την μέσην, 03/02/11)....Αννα Μαρία και τα μυαλά στα υποσιάγωνα (από GATZMAN, 04/02/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γκόμενα που έχει κορμάρα που φουσκώνει παντελόνια αλλά μούρη που εκτροχιάζει τρένα από την ασχήμια της .... και ωσεκτουτού η χρησιμότητά της είναι αυτή της γαρίδας: τρως το σώμα και φτύνεις το κεφάλι ...

- Κολλητέ τσέκαρε κώλο το μωρό...!!
- Το είδα αλλά η τύπισσα είναι γαριδογκόμενα, άμα γυρίσει πρόσωπο θα πάθεις εγκεφαλικό!....

βλ. επίσης γαρίδα, γκόμενα-γαρίδα, γυναίκα-γαρίδα και πεσκανδρίτσα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υβριστικός χαρακτηρισμός για μια πανταχόθεν και πλήρως διακεκορευμένη γυναίκα ή λουγκρίτσα, αυτή της οποίας το μουνί ή / και η σούφρα έχουν κυριολεκτικά υπερχειλίσει από σπέρμα.

Βλ. επίσης: στα μπούτια τα γιαούρτια.

- Γιαουρτομούνης δημοσιογράφος: Σε ποια λάθη δείχνεις τη μεγαλύτερη επιείκεια;
- Π. Χατζηστεφάνου: Στις κοντοψώλες σαν και σένα.
- Γιαουρτομούνης δημοσιογράφος: Τι συναισθήματα σου προκαλεί ένα ωραίο γυναικείο κορμί;
- Π. Χατζηστεφάνου: Εμετό.
- Γιαουρτομούνης δημοσιογράφος: ...και ένα αντρικό κωλί;
- Π. Χατζηστεφάνου: Καύλα. Όχι όμως το δικό σου που είμαι σίγουρος ότι είσαι γιαουρτομούνα.

(Συνέντευξη του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου σε Κύπριο δημοσιογράφο που δημοσιεύτηκε από τον blogger Ππουστόπαιδο εδώ)

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία