Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Η έκφραση υπονοεί ότι είναι ώρα να παλέψουμε αφού δεν την παλεύω κάστανο με την πάρτη σου! Επίσης το λέμε κάποιες φορές για να υποβαθμίσουμε μια «δήθεν» προσβολή, υποτιμώντας την εκτοξευμένη προς εμάς ύβρη. Ακούγεται που και που ακόμα, οπότε ίσως αξίζει καταγραφής.

Φράση από την ταινία «Φτωχαδάκια και Λεφτάδες», όπου ο Τσαγανέας υποδύεται τον παλαβιάρη θείο, κολλημένο με τις μονομαχίες. Μονομαχίες που κάποιος Ταβερνιέ είχε θέσει τους όρους των. Και κάθε φορά που του λένε ότι η τιμή της μοσκομούνας ανιψιάς του κινδυνεύει, επικαλείται τον εν λόγω συγγραφέα-μονομάχο, και γεμίζει τα κουμπούρια του.

- Ρε καραγκιόζη, τι μαλακίες μας τσαμπουνάς πάλι. Παπάρα, ε παπάρα!
- Το χοντραίνεις!!! Θα βάλω τα κλάματα.
- Είσαι και είρωνας. Παρτάκιας είσαι και υπερφίαλος!
- Μετά απ' αυτό, τον λόγο έχει ο Ταβερνιέ! Θα σε εξαφανίσω! Να ησυχάσω και από τις μαλακίες σου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κορυφαία, all time classic ατάκα, προερχόμενη από ένα εξίσου διάσημο και υπέρ-καλτ film, τον Ταξιτζή (Taxi Driver, 1976) του Martin Scorsese, με πρωταγωνιστές τον τιτανοτρισμεγιστοτεράστιο Ροβέρτο Δε Νίρο και το καυλοπίπινο τότε Jodie Foster.

H ατάκα, καθώς και η όλη σκηνή στο πλαίσιο της οποίας εκστομίζεται, θεωρούνται από τα πλέον αναγνωρίσιμα σύμβολα του παμφάγου, μαζοποιητικού και τερατώδους μηχανισμού που ακούει στο όνομα Ποπ Κουλτούρα. Αποτελούν στερεότυπα μοτίβα της εικονογραφίας της. Πανηγυρική επιβεβαίωση των παραπάνω, η ψήφισή της το 2005 ως της δέκατης καλύτερης κινηματογραφικής ατάκας όλων των εποχών, και η συνακόλουθη αναβίβασή της ως αυτοτελούς λήμματος στη Βικούλα.

Σε τι στο μπούτσο αναφέρεται τελοσπάντων αυτή η ατάκα; Για να απαντήσουμε, ας θυμηθούμε λίγο τα συμφραζόμενα: πρόκειται για την περίφημη σκηνή του Καθρέφτη, προς τον οποίο ο φρικαρισμένος και σε φάση δεν-την-παλεύω-κάστανο Travis Bickle εξαπολύει έναν αριστουργηματικό, εμβριθέστατο και ποιητικό μονόλογο.

[I]«You talkin' to me; You talkin' to me; You talkin' to me; Then who the hell else are you talkin' to; You talkin' to me; Well I'm the only one here. Who the fuck do you think you're talking to;»[/I]

Ο Travis, ο μοναχικός, πορνόβιος και ψιλοαϊζενχάουερ ταρίφας, προβάρει το λογύδριο αυτό στον καθρέφτη του, προπονούμενος ψυχολογικά για αχαλίνωτους τσαμπουκάδες / μανούρες / ξυλίκια και λοιπά ζοριλίκια στους κακόφημους δρόμους της Πόλης-που-ποτέ-δεν-Κοιμάται (Νέα Υόρκη). Εξασκείται στο να παίρνει το κατάλληλο ψαρωτικό ύφος και τη μαγκιόρικη φωνή, πράγματα που θα του χαρίσουν το τακτικό πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου του στο αναμενόμενο street fighting πατιρντί.

Η πλάκα είναι πως, σύμφωνα με το σεναριογράφο του φιλμ, η συγκεκριμένη ατάκα δεν υπήρχε πουθενά γραμμένη στο σενάριο, το οποίο απλά προέβλεπε - γενικώς και αορίστως - «τον ήρωα να μιλά στον καθρέφτη του». Τυπική λοιπόν περίπτωση υποκριτικού αυτοσχεδιασμού, που συνέβαλε ουκ ολίγον στο χτίσιμο του μύθου που λέγεται Ντε Νίρο.

To Αre you talking to me λοιπόν, γεννιέται και καθιερώνεται ως μια αυθεντικά street έκφραση, που χρησιμοποιείται ως προανάκρουσμα κάποιου τσαμπουκαλίδικου σκηνικού / κλοτσοπατινάδας. Γίνεται το motto κάθε προκλητικού μαλάκα κάγκουρα / αλητάμπουρα / τσογλαναραίου που έχει βγει στο δρόμο καυλωμένος και ψάχνεται εναγωνίως για φασαρίες, για να μας αποδείξει πόσο άντρακλας και γαμίκλας είναι...

Αυτά στην αρχή. Διότι κάπου στο δρόμο, το σημαινόμενο (τσαμπουκάς / ξυλίκι / αναίδεια / προκλητικότητα κλπ) εξαφανίστηκε. Κι απέμεινε η έκφραση μονάχη της, ξεκρέμαστη και ξεκάρφωτη, αποκομμένη απ' το ορίτζιναλ context της, να ακολουθεί μια δική της αυτόνομη πορεία, άλλο ένα ορφανό σημαίνον μέσα στη φαντασμαγορία των σημαινόντων και τη χρυσόσκονη των φαινομενικοτήτων μιας μεταμοντερνιάρικης εποχής...

Ήταν αναπόφευκτο να συμβεί αυτό; Μάλλον ναι, τη στιγμή που η ταινία - αλλά και ο Σκορσέζε γενικότερα - εμπίπτουν σ' αυτό που λέμε κουλτουριάρικη προσέγγιση. Παρεμπίπταμπλυ, ο υποφαινό δε γουστάρει ιδιαίτερα ούτε την ταινία ούτε το σκηνοθέτη, που κατά την ιδίαν ημών άποψη είναι αργός, βαρετός, ψιλοκοιμήσης, τούφας...

Που / πώς / πότε παίζει να ακούσεις την ατάκα today; Μάλλον ως ένα τιραμισουρεάλ πασπαρτού που πάει με όλους και με όλα, κατά κανόνα σε φάση παρεΐστικου χαβαλέ κι έτσι. Η «σοβαρή» χρήση της έχει εκλείψει, αν το επιχειρήσεις θα θεωρηθείς γραφικός, για τα πανηγύρια. Συνήθως το πετάμε ως αποστομωτική - τηλεγραφική απάντηση σε κάποιο φίλο που μας ζαλίζει τ' αρχίδια με τις επίμονες / ανούσιες ερωτήσεις του. Του καθιστούμε έτσι σαφές πως τον γράφουμε οριστικά στα βυζιά μας, πως δεν πρόκειται να ασχοληθούμε άλλο με την πάρτη του και πως καλά θα κάνει να μας ξεφορτώσει και να βρει άλλο βιολάκι...

Allivegp: - Δημόσια διαπόμπευση με κουδούνι καβάλα σε γάιδαρο ανάποδα υπέστησαν ο Αυτοκράτωρ Ανδρόνικος Κομνηνός αλλά και ο ήρως του Μακεδονικού Αγώνα Τέλλος Άγρας (Σαράντος Αγαπηνός). Θλιβερή ιστορία... Γι΄αυτό ...no mercy στους Σλαβοβουλγαροσκοπιανούς.

Ιronick: (με άψογους ελληνικούς χαρακτήρες)
- αρ γιου τόκιν του μί;;;

Allivegp:
- @ iron: μου το σπάς σε κέρματα γιατί δεν τό 'πιασα;

(Από τα σχόλια στο λήμμα κουδουνάτος)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  • Η νιρβάνα, η απόλυτη ευδαιμονία, η έκσταση, το bliss (προφέρεται «μπλjις» στα καθ' ημάς).

Στο ψυχαναλυτικό παράδειγμα του β-Lacan, τον φαλλό ως αντικείμενο της επιθυμίας και σημαίνον αυτού του απολύτου, τον κατέχει ο πατέρας. Όμως στην ελληνική ιδιοτυπία, δεν τον κατέχει ο πατέρας, μα ο μπάρμπας. Τουτέστιν, από τον μπάρμπα περιμένουμε να μας δοθεί ως διά μαγείας η ευτυχία, η επιτυχία, η ευδαιμονία, ή απλώς το χαρτζηλίκι. Ο μπάρμπας είναι ο κάτοχος της αλήθειας και του ψεύδους ως «ο μπάρμπας μου ο ψεύτης» , ή ο Μπαρμπαλήθειας, also known as μπαρμπα-truthman. Ο μπάρμπας είναι αυτός που κατέχει τα μυστικά του γυναικείου οργασμού, αφού αυτός ανοίγει και κλείνει τη βάνα (βρύση), και γενικότερα σ' αυτόν αποβλέπουμε για οποιαδήποτε οργασμική εμπειρία μας στην Κορώνη, στην Αμερική (έχω μπάρμπα στην Αμερική) ή αλλού.

Αφού ετυμολογικώς ο μπάρμπας συνδέεται με την βαρβατίλα (παράβαλε τις ετυμολογικές παρατηρήσεις στο αντίστοιχο λήμμα), ο μπάρμπας είναι ο νούμερο 1, ο κατ' εξοχήν βαρβάτος, κι ο πατέρας ακολουθεί καταϊδρωμένος. Ετυμολογική ρίζα είναι το λατινικό barba = γένεια (βλ. μπαρμπιέρης), απ' όπου το ιταλικό barba, δηλαδή ο σεβάσμιος γενειοφόρος, αλλά και το βαρβάτος, με την γνωστή έννοια (βλ. τα ρουμάνικα, που επικαλείται το Πονηρόσκυλο εδώ). Οπότε ο μπάρμπας κερδίζει τον θαυμασμό και την εμπιστοσύνη χάρη και μόνο στην εγνωσμένη βαρβατίλα που αποπνέει, πρώτος αυτός, και μετά τα λοιπά αρσενικά, πατεράδες, παππούδες, παππούστηδες ξάδερφοι, μπατζανάκηδες και λοιποί. Συχνότατα είναι ο αδερφός της μητέρας. Στην ιδιοτυπία της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας έχουμε ένα κράμα πατριαρχίας και μητριαρχίας, όπου υπάρχουν μεν οι παραδοσιακές πατριαρχικές δομές, πλην η γυναίκα είναι μητριάρχης στο νοικοκυριό (λέμε για παλιά χρόνια τώρα), κι εκεί η μεγάλη αυθεντία είναι ο μητραδελφός. Άλλωστε ποιος είναι ο πατέρας τους δεν το ήξεραν ούτε τα παιδιά του Ζεβεδαίου, αλλά όλοι ξέρουν ποιος είναι ο μπάρμπας τους. Αν προσθέσουμε και τον παραδοσιακό νεποτισμό του ελληνικού / ελληνορωμαϊκού / ρωμαίικου κόσμου, τότε έχουμε ένα εκρηκτικό μίγμα, όπου ο μπάρμπας είναι η αυθεντία στον οποίο προστρέχουμε σε κάθε δύσκολη στιγμή και δεόμαστε για τα πάντα. (Δεν είναι τυχαίο ότι μόνο τα Ελληνάκια αποκαλούν όλους τους μεγάλους σε ηλικία φίλους της οικογένειας «θείο, θείο», το οποίο κάνει μπαμ στην Διασπορά, λ.χ. στην ελληνοαμερικάνικη κοινωνία του My Big Fat Greek Wedding).

Επειδή, όμως, ο μπάρμπας δεν έχει μόνο εμάς για ανήψια, είναι αναμενόμενο όπου περνάει ο μπάρμπας, να γίνεται το έλα να δεις, το λαϊκό προσκύνημα, το πατείς με πατώ σε, το αδιαχώρητο άμα και ανυποχώρητο. Και βέβαια, είναι μοιραίο ο μπάρμπας να έχει δύο πρόσωπα, ως άλλος Ιανός. Το ένα είναι το ευμενές, του πράου μπάρμπα, που ικανοποιεί σπλαχνικά την δέησή σου. Το άλλο είναι του αδυσώπητου αποτρόπαιου μπαρμπόιλ, που απαντά στο αίτημά σου μ' ένα παγερό «Μπαρμπαριά και Τούνεζι»! Ή «μπαρμπούτσαλα κι αντίδια καπαμά»! Συμπερασματικά, το δώσε και μένα μπάρμπα είναι ως αίτημα, καημός, όνειρο κ.τ.ό. η ευδαιμονία, το μπερεκέτι, η νιρβάνα, ο οργασμός, γενικά ότι περιμένουμε απ' την ζωή να μας το επιδαψιλεύσει χωρίς ανταλλάγματα ο μπάρμπας μας απ' την Κορώνη ή ο μπάρμπας απ' την Αμερική. Αλλά μέχρι να γίνει αυτό πραγματικότητα, αν γίνει, είναι το τρομαχτικό κομφούζιο, και χάος που επικρατεί από την προσέλευση όλων των αιτούντων ανηψιών. Με λίγα λόγια το χάος στο οποίο βρίσκεται η Ελλάδα στις τελευταίες δύο χιλιετίες και βάλε.

  • Όλα τα παραπάνω ισχύουν αν το «μπάρμπα» στην έκφραση είναι κλητική προσφώνηση και με μικρό το αρχικό «μ». Υπάρχει και η περίπτωση, όπου το «Μπάρμπα» είναι με μεγάλο «Μ», (το λεγόμενο «μι εις τη νιοστή», πού 'λεγε κι ο Ανδρουλάκης), και τότε μιλάμε για την γνωστή και μη εξαιρετέα ηθοποιό Βάνα Μπάρμπα.

Οι δύο περιπτώσεις δεν διαφέρουν τόσο όσο μπορεί να νομίσει κανείς. Και στην δεύτερη περίπτωση έχουμε εναγώνιο αίτημα - δέηση, μόνο που τώρα αναφερόμαστε στο οργασμικό αντικείμενο των προσδοκιών μας, το οποίο είναι η μεγάλη νταρντανογυναίκα, ο μπάρμπας με Μ κεφαλαίο, που μπορεί να τα κατάφερει όλα με τοσπαθί της.
Επομένως, ουσιαστικά η ίδια και απαράλλακτη έκφραση λέγεται διττώς, αναφορικά α) προς τον πάροχο της αιτήματος, και β) το εκπληρωμένο αίτημα καθαυτό. Για να θυμηθούμε και τον β-Lacan, ο πατέρας (μπάρμπας στην Ελλάδα) έχει τον φαλλό, ενώ η μητέρα (Μπάρμπα εδώ, η απόλυτη μητρική φιγούρα - μανάρα) είναι ο φαλλός.

Μερικές περαιτέρω ομοιότητες μεταξύ μπάρμπα και Μπάρμπα: Και οι δύο μπορούν να καταφέρουν τα πάντα, τίποτα δεν είναι αδύνατο γι' αυτούς. Ο μεν πρώτος ως Ρήγας - μπαστούνι, άλλως μπαστουνόβλαχος, με το μπαστούνι - γκλίτσα του, η δε δεύτερη, ως (Μα)ντάμα - σπαθί (κατά GATZMAN, βλέπε εδώ) τα καταφέρνει όλα με το σπαθί της. (Φαλλικά σύμβολα και τα δύο, για να θυμηθούμε τον β-Lacan). Και ο μεν μπάρμπας είναι αυτός πουανοίγει και κλείνει την βάνα, όμως η Βάνα Μπάρμπα είναι αυτή που, κατά την εναλλακτική ανάγνωση της ίδιας έκφρασης, χύνει. Ο μπάρμπας είναι ο δρόμος προς τον οργασμό, η Μπάρμπα είναι ο ίδιος ο οργασμός.

Δώσε και μένα Μπάρμπα, τελικά σημαίνει την ευχή, το αίτημα για το ανεκπλήρωτο, αυτό που ο β-Lacan αποκαλεί «το πραγματικό» (le reel), και όπου ενώνονται το αρσενικό και το θηλυκό, ο έρωτας και ο θάνατος. Να σας θυμίσω ότι η Μπάρμπα είναι το μεγάλο θηλυκό - νταρντάνα με την υψηλή τεστοστερόνη, η βαρβάτη γκόμενα, η Barbarella, η κατεξοχήν Ελλεεινίδα! Αλλά κι αυτή που ο οργασμός μαζί της είναι θανατηφόρος, ολετήριος (πολλά έχουν ακουστεί γι' αυτό!). Οπότε πρέπει να το αναρωτηθούμε καλά: Θέλουμε πράγματι να μας δώσουν την Μπάρμπα;

Θα έλεγα ναι, αφού ακόμη κι ο οργασμικός θάνατος στην αγκαλιά μιας Μπάρμπα είναι ένα «μακάριον τέλος» με την αρχαιοελληνική έννοια, ότι ευτυχισμένος θνητός είναι αυτός που πεθαίνει όμορφα στην κορύφωση της ζωής του (του οργασμού του θα προσέθετα εγώ). Απλώς θέλει αρετήν και τόλμην!

Μετά τις πυρκαγιές στην Πελοπόννησο, υποσχέθηκε ο Καραμανλής τα τριχίλιαρα κι έγινε το δώσε και μένα μπάρμπα, ποιος θα τα πρωτοπάρει. Και μετά τον ξαναψήφισαν! Τώρα που κάηκε κι η Αθήνα, θα ξαναγίνει το δώσε και μένα μπάρμπα για τα δεκαχίλιαρα; Τελικά, ως πότε θα περιμένουμε από έναν μπάρμπα, τον x μπάρμπα, την σωτηρία για όλα τα δεινά μας;

Όπου περιέφερε ο Ευφραίμ τα κειμήλια, γινόταν το δώσε και μένα μπάρμπα. Και τώρα γίνεται το δώσε και μένα μπάρμπα όπου πάει, αλλά για να τον κράξουν!

Ο τύπος είναι αδίστακτος! Μέχρι πρότινος έλεγε δώσε και μένα μπάρμπα στον πράσινο μπάρμπα του απ' την Μεθώνη, σαν να 'ταν πρασινοφρουρός. Κι όταν άλλαξαν τα πράγματα τσαμπούνησε το δώσε και μένα μπάρμπα στον γαλάζιο μπάρμπα του απ' την Κορώνη. Ναι, ήμουν παρών που του μίλαγε απ' το bluetooth, ζητώντας μονιμοποίηση.

- Και τι θέλεις να σου δώσω παιδάκι μ';
- Δώσε και μένα Μπάρμπα, μπάρμπα!

Δώσε και μένα μπάρμπα Jack. (από Jonas, 25/02/09)(από gizaha, 06/09/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άτομο που εκφράζεται με πληθωρικά μελοδραματικούς μανιερισμούς προκειμένου να στρέψει όλα τα λέιζερ πάνω του.

Αντίθετα με την επικρατούσα άποψη, οι ντραμακουινισμοί δεν είναι προνόμιο των γυναικών και των ΛΟΑΤ.

Εκ του αγγλικανικού drama queen.

- Καλή συνέχεια!
(αποχώρηση του Pavlea χωρίς ντραμακουινισμούς από το σλανγκρρ, εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Cult φράση, με ρίζα στο μακρινό 1968 και την ταινία Κορίτσια στον Ήλιο. Η χρήση της είναι ευρεία, κυρίως λόγω του κωμικού της στοιχείου που πηγάζει απευθείας από την σκηνή στην οποία ειπώθηκε. Σε αυτήν, ο αγαθός βοσκός κυνηγάει την τουρίστρια Άνναμπελ, θέλοντας να της προσφέρει αμύγδαλα. Η τουρίστρια, μην γνωρίζοντας ελληνικά, τρέχει τρομαγμένη από την εμφάνιση και τους «χωριάτικους» τρόπους του φοβούμενη τα χειρότερα.

Η φράση χρησιμοποιείται σε μεγάλο αριθμό περιστάσεων, ωστόσο αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι πέρα από το κωμικό στοιχείο (χωρίς η ταινία να είναι κωμωδία), η χρήση κατά κύριο λόγο αποπνέει την κοινωνική αγνότητα εκείνης της εποχής της Ελλάδας, που αποτυπώνεται τόσο πετυχημένα στο φιλμ.

Η συνήθης χρήση γίνεται σε περιπτώσεις όπου κάποιος βιάζεται (λόγω ή έργω) και κάποιος άλλος προσπαθεί να τον κάνει να κατεβάσει στροφές. Επίσης χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου διέρχεται μια όμορφη γυναίκα οπότε η φράση έχει την έννοια του «κάτσε να σε τρατάρω». Τέλος, το «μύγδαλα», μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συμπληρωματικό κάθε φορά που κάποιος λέει «στάσου».

Η επιτυχία της ταινίας και το γεγονός ότι αποτελεί μέρος της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, έχουν εξασφαλίσει τις συχνές προβολές της στην τηλεόραση, διατηρώντας όπως είναι λογικό τη διαχρονικότητα της ίδιας αλλά και της φράσης. Αυτό δεν είναι τυχαίο, καθώς οι συντελεστές της ταινίας αποτελούν ένα Who’s-Who του ελληνικού κινηματογράφου:

Σενάριο: Ιάκωβος Καμπανέλλης
Σκηνοθεσία: Βασίλης Γεωργιάδης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Νίκος Κουτελιδάκης
Μοντάζ: Αριστείδης Καρύδης-Fuchs
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος Ηθοποιοί: Γιάννης Βόγλης, Ann Lonnberg, Κώστας Μπάκας, Βαγγέλης Καζάν, Μιράντα Μυράτ.

3 βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1968 και υποψήφια για χρυσή σφαίρα ξένης ταινίας 1969

  1. - Ρε συ ο Μάκης δεν είναι αυτός που τρέχει;!
    - Ναι...
    - Μάκη, Μάκη, Μάααααακη! Στάσου, Μύγδαλα!

  2. - Πρέπει να προλάβω την Τράπεζα!
    - Περίμενε να τελειώσω εδώ γιατί θέλω και γω.
    - Φεύγω σου λέω!
    - Στάσου! - Μύγδαλα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο κλάδος μπλε χαπάκι μπορεί να παραπέμπει, για το ευρύ κοινό, σε διεγερτικά χάπια τύπου βιάγκρα, κουλουπές χημείες αποκατάστασης της πεσμένης ανδρικής σεξουαλικότητας...

Για τους ψαγμένους, όμως, δηλαδή, για αυτούς που ακροβατούν ανάμεσα στους κόσμους πολεμώντας με απόκρυφα θηρία, άγνωστες τεχνολογίες και «το σύστημα», γενικότερα, για όσους σηκώνονται από καναπέδες-ντιβάνια-συνειδησιακά φέρετρα, το «παίρνω το μπλε ή το κόκκινο χαπάκι» είναι ένα μούρλια «ματριξο-σλανγκ», ευρύτατα διαδεδομένο σε οργανισμούς, ομάδες και έντυπα ακτιβισμού, εναλλακτικών θεωριών, κουλουπού.

Αναλυτικότερα, παίρνω το μπλε χαπάκι θα μπορούσε να σημαίνει συμβιβάζομαι, υπαναχωρώ, μπαίνω στη γυάλα των ονείρων μου για ασφάλεια και συνειδησιακό θάνατο, στήνω κωλαράκι, τα κάνω γαργάρα, γίνομαι λαγός, «μάλιστα, κύριε προϊστάμενε (σλουρπ)», «πάτερ, την ευχή σας (χλατς)»....

Αντίθετα, παίρνω το κόκκινο χαπάκι θα μπορούσε να σημαίνει δεν ανέχομαι, αγωνίζομαι για τα ιδανικά μου, επαναστατώ, υψώνω ανάστημα, «ξέρεις ποιος είμαι γω ρεεεε;», κ.α. διότι είμαι και γω ένας Νήο του δημόσιου φορέα, του ρεπορτάζ, του τουρισμού, του παραγοντισμού, κουλουπού, γενικότερα, του επιπέδου δράσης μου...

  1. - Είδες η λουκρητία ο Θωμάς; Εκεί που τον έκανες καλά κι έβαζε τα κλάμματα μας το γύρισε σε Ηρακλής! Τον έκανε τ' αλατιού το μάστορα!
    - Τι Ηρακλής; Αυτός πήρε το κόκκινο χάπι κι έγινε Νήο! Άλλαξε διάσταση!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ξεχασμένη (και ουχί αδίκως) εϊτίλα, παρόμοια με το «χύσε Μήτσο να φτιάξουμε παστίτσ(ι)ο», καθώς και με το περίφημο παρεμφερές στιχάκι «φύσα αγέρα φύσα, να στεγνώσουνε τα χύσ(ι)α» ή «φύσα αγέρα φύσα, για να στάξουνε τα χύσ(ι)α» (το οποίο, κατ' εμέ, δεν βγάζει νόημα), κλπ.

Από αυτά που λέγονταν κάποτε είτε στα τσοντάδικα ή, πιο διαδεδομένα, για να δείξουμε και καλά ότι τολμάμε να μιλάμε πρόστυχα.

  1. Στα τσοντάδικα είκοσι χρόνια πριν και βάλε. {ΑΛΑΣΚΑ,ΟΜΟΝΟΙΑ,ΑΡΙΩΝ,ΛΑΟΥ, ΟΛΥΜΠΙΑ κτλ...} εν μέσω κάπνας, σκοτάδι, και τα πουσταριά να περιφέρονται και «Κοκ τοστ,εκλέρ, σάμαλι στο διάλειμα!»
    Εκτός από το βάλε ΦΩΣ ρε μαλάκα.....κάρβουνο! ακούγονταν και τα εξής.
    Χύσε Μήτσο να φτιάξουμε παστίτσιο!
    Χύσε Κώστα να φτιάξουμε κομπόστα!
    Χύσε Σωκράτη να πλημηυρήσει το Παγκράτι!
    Παλιές ωραίες καταστάσεις! ;D

  2. Με λένε Κώστα.
    Όσοι είναι συνονόματοι σίγουρα θα έχουν ακούσει εκατοντάδες φορές την κρυάδα “Χύσε Κώστα Να Κάνουμε Κομπόστα”. (για λόγους που δεν έχω καταλάβει, η παραπάνω ρίμα σε κάποιους φαίνεται αστεία και την επαναλαμβάνουν συχνά).

(αμφοτεροτερότερα από το νέτι)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφορά σε ανούσιες κινηματογραφικές ταινίες που, στερούμενες παντελώς περιεχομένου (πλοκής, σεναρίου, κάστ κλπ), πετάνε μέσα κι ένα ζωηρό φλερτ μπας κι ανάψουνε τα αίματα, «ρίχνοντας άδειες-να πιάσουν γεμάτες».

Ο Αργεντίνος Joaquin Lavando (ο γνωστός Quino) δια στόματος Μαφάλντα, έχει διατυπώσει σχετικά τον διάλογο με τον πατέρα της, που την ρώτησε τί βλέπει στην τηλεόραση κι αυτή απήντησε ότι έβλεπε έναν αγώνα. Όταν ο πατέρας της παρατήρησε ότι έβλεπε ταινία, η τελευταία επέμεινε, επεξηγώντας ότι παρακολουθούσε «τον αγώνα του σεναριογράφου να ξεφύγει από τα δίχτυα της ευφυΐας»...

Λόγω της απουσίας προορισμού και υπόθεσης, προ της (σοφτ εννοείται) ερωτικής συνεύρεσης, θυμίζουν τη λακωνικότητα των διαλόγων σε τσόντα π.χ.

(Το κουδούνι):
Ντλίνγκ-ντλόνγκ!
(Ο ψαράς):
- Έφερα κάτι ψάρια...
(Η τυχαίως ημίγυμνη κυρία):
- Μα δεν παραγγείλαμε ψάρια!
(Ο ψαράς):
- Θα-σε-γα-μή-σω!

(Και η συνέχεια επί της οθόνης)...

Για να μην πλατειάζουμε όμως με παραδείγματα, είναι απ’ αυτές που έχουν ένδειξη «Μη δείτε» στους ένθετους οδηγούς τηλεόρασης των κυριακάτικων εφημερίδων.

Acknowledgments: Από έμμεση ασίστ του electron στο Δ.Π.

- Τί βλέπεις; Έχει τίποτα καλό;
- Να, ένα αμερικάνικο...
- Περιπέτεια;
- Μπαααα... Υπόθεση γαμιόμαστε...
- Καλά, πάω για ύπνο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γενικός τίτλος περιγραφής ξένων κινηματογραφικών ταινιών και τηλεοπτικών σειρών, εξαιρετικά αμφιβόλου αισθητικής και επιβεβαιωμένα ανύπαρκτης ποιότητας. Το στοιχείο της υπερβολής (πρέπει να είσαι ντιπ μαλάκας ή πρωταγωνιστής σε ταινία για να δίνεις/παίρνεις τσιμπούκια σε μια λίμνη με πιράνχας), χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει «καλλιτεχνικά» πονήματα τα οποία παρουσιάζουν ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω χαρακτηριστικά:

  • Παράγονται με τη σέσουλα και ως αποτέλεσμα της «γραμμής παραγωγής» και του (σχετικά) χαμηλού προϋπολογισμού, επιδεικνύουν μια σταθερά κακή ποιότητα. Εδώ ανήκουν περιπτώσεις πολλαπλών κακών σήκουελ μετά την επιτυχία της πρώτης ταινίας.
  • Σενάρια που συνδυάζουν την φαντασία του George Lucas, την σπλατεροσύνη του George Romero, την αισθητική του Ed Wood και τα δραματικά αποτελέσματα του Battlefield Earth.
  • Μεγάλες παραγωγές οι οποίες αποδεικνύονται ακόμα μεγαλύτερες πατάτες και αποσύρονται πριν προκάμει να σκαρδαμύσσει ο παραγωγός για να πεθάνουν ήσυχα στα ράφια των συνοικιακών βιντεοκασετάδικων
  • Παντελώς ή ημί άγνωστοι ηθοποιοί, οι οποίοι όταν μεγάλωναν στο Δυτικό Κάνσας πίστεψαν την θεία τους την Τρούντι η οποία με βάση τις σχολικές παραστάσεις, τους έστειλε στο Χόλυγουντ και μάλιστα πεπεισμένους ότι είναι οι επόμενοι superstars (καλύτερο παράδειγμα ο χαρακτήρας Johnny Drama που ενσαρκώνει ο Kevin Dillon στη σειρά Entourage).

Ορισμένοι θα παρατηρήσουν στον τίτλο την παραπομπή στην ταινία Piranha του 1978, η οποία αποτελεί «σχολή» του είδους καθώς συνδυάζει τα παραπάνω. Αν και η έκφραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για οποιοδήποτε είδος ταινίας/σειράς, είναι φανερό ότι ταιριάζει περισσότερο στις άπειρες (υπό-)παραγωγές περιπέτειας, τρόμου, αρχαίων ηρώων (βλ. ανεκδιήγητα σκουπίδια «Ηρακλής» και «Ζήνα») και λοιπών συναφών ειδών.

Υπό τον τίτλο κατατάσσονται και τα λεγόμενα B-Movies, πλην όμως αυτά αποτελούν ένα μέρος καθώς όπως είπαμε, ο τίτλος καλύπτει και τηλεοπτικές σειρές. Ομοίως, ούτως αναφέρονται και διάφορες παραγωγές οι οποίες δεν βλέπουν ποτέ το σκότος της κινηματογραφικής αίθουσας και περνάνε απευθείας στην TV.

Με τον ίδιο τρόπο ωστόσο, ο τίτλος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για mainstream υπερπαραγωγές, κυρίως για να χαρακτηρίσει την απίστευτη υπερβολή του σεναρίου (π.χ. James Bond, Die Hard, κλπ.). Σε αυτές τις περιπτώσεις, η έκφραση χρησιμοποιείται σε σκηνές της ταινίας, όπου ας πούμε ο Bruce Willis πηδάει από τον 34ο όροφο, σκάει σε έναν θάμνο 35cm και σηκώνεται χωρίς γρατζουνιά.

Στην ημεδαπήν, λόγω της μικρής κινηματογραφικής παραγωγής και θεματολογίας, σπανίζουν τα ντόπια τσιμπούκια. Ωστόσο, τα υπέρλαμπρα, τηλεοπτικά Μέσα Μαζικής Προπαγάνδας της χώρας δεν μας αφήνουν παραπονεμένους, με δύο κυρίως τρόπους:

  • Προβολή παγκοσμίως αγνώστων αμερικλάνικων αηδιών (ειδικά Παρασκευή και Σάββατο βράδυ) οι οποίες μάλιστα διαφημίζονται με το βαρύγδουπο «για πρώτη φορά στην ελληνική τηλεόραση» και ακόμη πιο βαρύγδουπες περιγραφές του ανεπανάληπτα βλακώδους story.
  • Παραγωγή ελληνικών σειρών, συνήθως ως κακέκτυπα επιτυχημένων ξένων παραγωγών (π.χ. CSI).

Ενδεικτικά, αυτή την εβδομάδα αλιεύουμε την υπερπαραγωγή Ο 7ος Πάπυρος:
«Έτος 3000 π.Χ. Η βασίλισσα Λόστρις φέρνει στο κόσμο το νόθο γιο της, καρπό της παράνομης σχέσης της με τον πολεμιστή Τάνους (σ.σ. ξαδερφοκούμπαρος της Κινέζας πολεμίστριας Που Τάνους). Φοβούμενη την οργή του βασιλιά και τον αναπόφευκτο θάνατο του μωρού της, η Λόστρις προστάζει την πιστή υπηρέτριά της Ταϊτά να κρύψει το παιδί σ’ ένα καλάθι και να το παρατήσει στο Νείλο (σ.σ. λέγε με Μωϋσή). Πέντε χιλιάδες χρόνια αργότερα (σ.σ. ...!), ο διάσημος αρχαιολόγος Ντουρέντ Αλ Σίμα και η σύζυγός του Ρόιαν ανακαλύπτουν τον τάφο της βασίλισσας Λόστρις.» Για τους μαζοχιστές, η πλήρης σύνοψη της ταινιάρας, εδώ.

Μετά την επιτυχία των πιράνχας, ακολουθούν τα σήκουελ:

  • Πισωκολλητά στην έρημο με τους κροταλίες
  • Παρτούζες στη σπηλιά με τις αρκούδες

Συνώνυμα: πατάτα, μάπα.

- Ρε συ, σήμερα παίζει το καινούργιο «Παρασκευή και 13». Πάμε Mall;!
- Ε;
- Ταινιάρα σου λέω!
- Ταινιάρα ε; Πως είναι ο πλήρης τίτλος αγόρι μου;
- Εεεεε «Παρασκευή και 13 μέρος 82 – Jason εναντίον Ανακόντα»…
- Καλά, Τσιμπούκια στη λίμνη με τα πιράνχας δηλαδή…
- Νομίζεις;
- Νομίζω;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σχετικό με τη προσφιλή προσφώνηση του αείμνηστου ηθοποιού μας Διονύση Παπαγιανόπουλου σε γνωστό σήριαλ.

- Ουρανίααααααα!

Εννοεί κοροϊδευτικά τον αφηρημένο ή τον ξεχασιάρη ή αυτόν που πετάει συνεχόμενες μαλακίες.

Χρησιμοποιείται από άτομα μεγαλύτερης ηλικίας (συνήθως 50 και άνω).

- Βρε Ουρανία, αφού σου είπα να πάρεις το μπλε στυλό και όχι το μαύρο...

(από GATZMAN, 28/09/09)από τον κρόνο, τρίτο δακτύλιο, όλο αριστερά... (από BuBis, 28/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία