Από το νέτι πληροφορούμεθα ότι:

«Ο όρος «καπαμάς» έχει τουρκικές ρίζες και αναφέρεται σε μαγείρεμα φαγητού «καπακωμένου», σκεπασμένου δηλαδή με το καπάκι της κατσαρόλας. Το μαγείρεμα με τον τρόπο αυτό γίνεται σε σιγανή φωτιά και το κρέας κόβεται σε μικρότερα κομμάτια. Ο κλασικός καπαμάς φτιάχνεται με μοσχαρίσιο ή αρνίσιο κρέας, αλλά εμείς μπορούμε να τον φτιάξουμε και με κουνέλι, λαγό, κοτόπουλο, χταπόδι και φυσικά με χοιρινό κρέας».

Και συμπληρώνω: όλο αυτό το σκηνικό φαίνεται πως εξάπτει την φαντασία της νοικοκυράς που, ως γυναίκα, εκτός από τον Φθόνο του Πέους μάλλον έχει περάσει (αλλά όχι ξεπεράσει) και τον Φθόνο του Αρχιδιού, λέω εγώ, και εκεί που είναι πάνω από την κατσαρόλα της φαντάζεται τα αμελέτητα του μαλακοκαύλη συζύγου της στην πιο μπρουτάλ και αργή και βασανιστική επεξεργασία τους...

Παρόλ' αυτά δεν γνωρίζω να μαγειρεύτηκαν ποτέ αυτά τα καψερά κι ευτυχώς, ωσεκτουτού, παρέμεινε μόνο ως έκφραση αυτός ο ευσεβής πόθος. Έκφραση που χρησιμοποιείται πλέον κι από τα 2 φύλα.

Για να σοβαρευτούμε τώρα, η έκφραση «αρχίδια καπαμά» είναι συνώνυμη της μπαρούφας, ή των αρχίδια καλαβρέζικα, παπάρια μέντολες, μπουρουμπούρου, πούτσες μπλε και λοιπών γειώσεων.

Αυτό το λήμμα είναι συμπληρωματικό του αρχίδια καπλαμά, κατόπιν προτροπής της Μες από το ΔουΠού.

ΥΓ: ψάχνοντας για λυνξ, έπεσα σε 57083875230 σάη - αρχιδολεξικά, έτσι προς ενημέρωση.

  1. Συνειδηση κι αρχιδια καπαμα!! Εφαγες εσυ ποτε συνειδηση; Χορτασες; Αμ δε!

  2. Αν τα θέλεις κοκκινιστά με μπόλικα κανελογαρίφαλα τα λες καπαμά, αν απ την άλλη μιλάμε για περίπτωση όπου η κατάσταση ή ο περί αυτού λόγος κάθε φορά είναι σαν να λέμε ξύλο απελέκητο, τότε γενικότερα μιλάμε για αρχίδια καπλαμά… Τελικά καταλήγω στο ότι η ουσία στο “αρχίδια καπαμά”, σύμφωνα με την επεξήγηση του sid_iron είναι στο κρέας :P (sapia με λαμβάνεις;) και όσο για τις ντομάτες και τα μπαχαρικά.. περί ορέξεως…

  3. Εφόσον ΟΛΟΙ ΕΣΕΙΣ ΟΙ ΝΕΩΤΕΡΙΣΤΕΣ, ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΙ και αρχίδια καπαμά είσαστε τόσο ευαίσθητοι στα θέματα των αλλοδαπών μεταναστών, θα σας πρότεινα το εξής: Ξεκινάμε από τον Πρωθυπουργό μας... Τζέφρυ, πάρε καμιά εκατοστή από τους μετανάστες και φιλοξένησέ τους, βρες τους δουλειά νόμιμη με όλα τα ένσημα, κάνε σε όλους εξετάσεις υγείας και μίλα με το «βουβαλάκι» σου, αυτό με τα 54 σπίτια, να φιλοξενήσει καμιά 500 αριά (10 αλλοδαποί ανά «βουβαλική» κατοικία), να τους βρει επίσης δουλειά (ξέρει τα κόλπα των κοπριτών αυτός ο ΥΠΕΡΒΟΥΒΑΛΟΣ), εξασφαλίζοντάς τους ένα καλύτερο μέλλον.

  4. Αρχίδια καπαμά. Ό,τι και να λέτε, μας πήρανε χαμπάρι.

όλα διχτυωτά.

αρχιδομαγειρέματα... (από MXΣ, 20/04/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το παρακάτω κείμενο έφτασε σε μένα μέσω μέιλ (προώθηση από φίλο, προφ κυκλοφορεί τον τελευταίο καιρό αδέσποτο). Είδα ότι ένα μεγάλο μέρος είναι από δικούς μας ορισμούς ή από τμήματά τους, χωρίς όμως να γίνεται αναφορά στο σλανγκρ ή σε χρήστες. Εν πάση περιπτώσει όμως, έχει και άλλα πράγματα και είναι ένας συγκεντρωτικός κατάλογος για εκφράσεις με τη λέξη «αρχίδι», νά 'ναι καλά ο συντάκτης του που μπήκε σε τέτοιον κόπο. Το αναρτώ λοιπόν εδώ, γιατί από κάθε άποψη ανήκει σε περιβάλλον σλανγκ. Δεν έχω αλλάξει ούτε ένα «και».

================

Ο όρος «αρχίδι» προέρχεται από την λέξη «όρχις». Μέσω παραφθοράς του υποκοριστικού τού όρχι, που είναι «ορχίδιον», προέκυψε το «αρχίδιον» για να καταλήξει εκλαϊκευμένα στο κοινό μας «αρχίδι», το οποίο θεωρείται λέξη της ελληνικής αργκό γλώσσας.

Άλλες λέξεις για τους όρχεις, εκτός από τα αρχίδια, είναι οι «δίδυμοι» (αρχ.), οι «παραστάται» (βυζ.), τα «αμελέτητα», τα «μπαλάκια», τα «καρύδια», τα «ούμπαλα», η «οικογένεια», το «μαλακό υπογάστριο», τα «κάκαλα», τα «παπάρια».

Ακολουθεί η χρήση της λέξης αρχίδι και τα παράγωγά της, από την πλούσια ελληνική γλώσσα :

Αυτός είναι αρχίδι: Χαρακτηρισμός για άνθρωπο ύπουλο και κακό.

Στ' αρχίδια μου: Η κλασικότερη έκφραση αδιαφορίας.

Σταρχιδισμός: Εκφράζει την γενικότερη νοοτροπία και συνήθεια, όλα να «τα γράφουμε στ’ αρχίδια μας». Δηλαδή να αδιαφορούμε.

Γραψαρχίδης: Ο οπαδός του «σταρχιδισμού» (βλέπε από πάνω).

Σταρχιδιστάν: Η φανταστική χώρα που κατοικείται από τους σταρχιδιστές και όπου ο σταρχιδισμός είναι τρόπος ζωής. Πολύ την ταυτίζουν με το Ελλαδιστάν.

Σταρχιδιαμόλ: Το υποτιθέμενο φάρμακο που παίρνεις για να «τα γράφεις όλα στ’ αρχίδια σου». Στην αγορά κυκλοφορεί παρόμοιο σκευάσμα με το «Σταρχιδιαμόλ» (και εγκεκριμένο από τον Ε.Ο.Φ.), που φέρει το όνομα «Γραψαρχιδίνη».

Μου έπρηξες τα αρχίδια: Με ζάλισες, με κούρασες, με έφτασες στο αμήν. Όσοι το έχουν νιώσει γνωρίζουν καλά το επώδυνο της κατάστασης.

Μου ζάλισες τ' αρχίδια: Εναλλακτικά, «μου ζάλισες τον έρωτα». Παρόμοια σημασία με το παραπάνω. Δηλώνει ενόχληση και φορτικότητα.

Σπασαρχίδας: Ο φορτικός, ο ενοχλητικός, ο καταπιεστικός, ενίοτε ο καλλιμογιάννης. Αυτός που «σπάει τ’ αρχίδια» κάποιου. Αυτός, που πιθανόν, σε ειδικές περιπτώσεις, κάνει χρήση του σκευάσματος «Πρηξαρχιδίνη».

Στ' αρχίδια μας κι εμάς, Κωστής Παλαμάς: Έκφραση που δηλώνει απόλυτη αδιαφορία, με «βαριά» όμως υπογραφή. Ήταν πολύ της μόδας κατά την δεκαετία του ’80.

Αρχιδάτος: Ο πολύ άντρας, ο γενναίος, ο έχων τόλμη και γοητεία και άλλες σαπουνόπερες, ο «VIP».

Αρχιδέμπορας: Ο αεριτζής, ο κομπιναδόρος, ο προς βιοπορισμό εμπορευόμενος, αναξιόπιστα και ευτελή είδη.

Άντε ρε αρχίδι: Φράση που απευθύνεται σε τιποτένιο άνθρωπο, άτολμο, ραδιούργο, μοχθηρό, ψεύτη και ό,τι άλλο υποτιμήσεως σημαντικό. Πολύ συνήθης φράση ψιθυρίσματος στην εργοσε.

Είσαι ένα αρχίδι και μισό: Παρ’ όλο που προστίθεται μόλις μισό, η έννοια της υποτιμήσεως μεγαλώνει τουλάχιστο στο διπλό.

Αρχίδια με τη ρίγανη: Μεταφορικά, άλλα αντ’ άλλων, κυριολεκτικά, νοστιμότατο ορεκτικό («αμελέτητα»).

Αρχίδια καπαμά: Μεταφορικά βλέπε το παραπάνω λήμμα. Κυριολεκτικά, νοστιμότατο κυρίως πιάτο.

Αρχίδια μάντολες: Μεταφορικά, έκφραση που υποδηλώνει χάιδεμα, κολακεία, γλύκα. Κυριολεκτικά, νοστιμότατο επιδόρπιο.

Δεν έχει αρχίδια: Βαριά κουβέντα αμφισβήτησης ανδρισμού, θάρρους, γενναιότητας, κουράγιου κ.ο.κ.

Δεν έχει τα αρχίδια: Ηπιότερη μορφή αμφισβήτησης, που υπονοεί ότι έχει μεν αρχίδια, αλλά όχι τόσο μεγάλα όσο απαιτούνται στην συγκεκριμένη περίπτωση.

Θα μου κλάσεις τ' αρχίδια: Ελαφρώς περίεργη έως και αηδής στάση ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς την εκτέλεση της πράξης. εννοεί πως δεν θα μου κάνεις τίποτα.

Θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια: Παραλλαγή του ανωτέρω με περισσότερη όμως έμφαση και λίγο ροκοκό σκηνικό, αν φανταστεί κανείς το θέαμα μιας μάντρας γεμάτης αρχίδια… Πιο παιχνιδιάρικο…

Θα μου ξυρίσεις τα αρχίδια: Αν δεν απευθύνεστε στον αισθητικό σας, σημαίνει δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα αν και υποτιμάται εμφανώς το τι μπορεί να κάνει ο συνομιλητής κρατώντας ένα ξυράφι…

Κρέμεται απ' τα αρχίδια μου: Όταν κάποιος εξαρτάται από εμάς. Η έκφραση είναι σαφής, περιγραφική και αρκούντως αβάσταχτη…

Τ' αρχίδια μου έχουν γίνει φακές: Από το πολύ κρύο που αισθάνομαι, έχουν συσταλεί τα αρχίδια μου και έτσι το μέγεθος τους θυμίζει, καθ’ υπερβολήν, φακές.

Τα αρχίδια μου κουνιούνται: Εάν δεν υποδηλώνει γυμνό άντρα που τρέχει γυμνός, σημαίνει αδιάφορη κατάσταση.

Τα αρχίδια μου κουνιούνται ρυθμικά στον αέρα: Το ίδιο με το ανωτέρω με περισσότερη όμως έμφαση στην αδιαφορία. Πιθανή χρήση του, δηλώνει αρχίδια εκκρεμές…

Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο: Αν το φιλοσοφήσει κανείς, δεν είναι και τόσο υποτιμητικό να σου έρχονται δυο αρχίδια επιπλέον. Ίσα ίσα…

Αρχίδια καλαβρέζικα: Έκφραση που είναι αδύνατον να ερευνηθεί. Ιδιαζόντως προσβλητική για τους άρρενες κατοίκους της Καλαβρίας…

Τ' αρχίδια του Καράμπελα: Τα πλέον επώνυμα και αναγνωρίσιμα αρχίδια που συντάσσονται κυρίως μαζί με το «μουνί της Χάιδως». Αν και η έκφραση αφορά πολύ συγκεκριμένα αρχίδια, εν τούτοις σημαίνει άλλα αντ’ άλλων. Το ιστορικά εξακριβωμένο μέγεθός τους πάντως, τα έχει καταξιώσει και ως έκφραση πληθωρικότητας και βαρβατίλας.

Τσίμπα ένα αρχίδι: Σε κατατρόπωσα, σε έβαλα στην θέση σου, αλλά εν μέρει, καθώς η ολική κυριαρχία υποδηλώνεται από το «παρ’ τα αρχίδια μου τα δυο».

Πήρα τ' αρχίδια μου: Δεν πήρα τίποτα (αφού έχω ήδη ή αν δεν έχω είχα άλλες προσδοκίες), ή έφυγα άπρακτος.

Ήσουν στα αρχίδια του πατέρα σου: Ήσουν αγέννητος.

Γκόμενα με αρχίδια: Ενώ οι αναφορές στους συγκεκριμένους αδένες αποσκοπούν στην υποτίμηση, σε αυτή την περίπτωση εννοούν δυναμισμό.

Θα μου κάνεις τα τρία δύο: Ίσως η μόνη έκφραση που είναι τιμητική για τους συγκεκριμένους αδένες, υπονοώντας ότι δεν είναι και τόσο σημαντικό το τρίτο…το μακρύτερο…

Αρχίδια πατέρα: Δηλώνει ότι κάτι δεν πήγε όπως το περιμέναμε. (πχ μετατάξεις)

Περπατάει και ανοίγει αυλάκια με τα αρχίδια του: Τεχνικά υποδηλώνει μέγεθος, βαρύτητα και αρδευτική ικανότητα… Πρακτικά ανέφικτο εκτός κι αν τα πόδια είναι πολύ κοντά και το χώμα πολύ μαλακό.

Έπιασε τον παπά από τα αρχίδια: Έκφραση που υποτιμά την πράξη του υποκειμένου…

Μας έκανες τα αρχίδια τσουρέκια - μπαλόνια: Βλέπε «Μας έπρηξες τα αρχίδια». Η σημειολογική συγγένεια είναι προφανής (φούσκωσαν σαν τσουρέκια-μπαλόνια).

Αρχιδομούρης: Πάρα πολύ άσχημος.

Αρχιδόκαμπος: Πιθανή προέλευσή του από το «Αχλαδόκαμπος». Μπορεί να συνοδεύται κι απ’ τον επιθετικό προσδιορισμό «Ανθισμένος» («Ανθισμένος αρχιδόκαμπος»). Σημαίνει ότι η εν λόγω περιοχή (καφέ, μπαρ, κλπ) είναι γεμάτη άντρες (αντίθετο: μουνοθύελλα).

Αρχίδια…: Γενικώς, ότι ακολουθεί λαμβάνει υποτιμητική διάσταση (εξαίρεση: Αρχιδια-κονος)…

Με τρώνε τ’ αρχίδια μου: Δηλώνει περιφρόνηση για κάτι ή για κάποιον (π.χ. Είδα τον Γιάννη σήμερα. Γι’ αυτό με τρώγανε τ’ αρχίδια μου απ’ το πρωί).

Έχει μια οκά αρχίδια: Δηλωτικό θάρρους και ανδρισμού.

Ξύνω τα αρχίδια μου: Τεμπελιάζω.

τ' αρχίδια μου κουνιούνται: Το ίδιο με το παραπάνω, αλλά δηλώνει πιο…σοβαρή περίπτωση.

Τσολιάς στ' αρχίδια μου: Ο φορτικός, αυτός που προσπαθεί (και ενίοτε τα καταφέρνει) να κάνει κουμάντο στην ζωή μας ενώ δεν της ανήκει ούτε κατά διάνοια. Αντί του τσολιά, χρησιμοποιείται και η λέξη «κεχαγιάς».

Φτύσε τ' αρχίδια σου: Σημαίνει «δεν μας παρατάς;», «βρε δεν πας στον Διάολο;».

Κλαπαρχίδας: Αυτός, που τ’ αρχίδια του έχουν «κρεμάσει» (συνήθως λόγω ηλικίας) και χτυπάνε, δηλαδή αυτός που «του μαράθηκαν τ’ αρχίδια». Μεταφορικά: Ο οκνός, ο άχρηστος, ο ανίκανος.

Αν η γιαγιά μου είχε αρχίδια…: Δηλώνει το ουτοπικό, το ανέφικτο. Αν και σήμερα, το να έχει (υποθετικά) μια γιαγιά αρχίδια, δεν φαντάζει και τόσο ανέφικτο πλέον…

Εντός ορισμού.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αρχίδι καλαβρέζικο: Το αρχίδι που είναι κάποιας καταγωγής.

-Κατάφερες τίποτα;
-Αρχίδια καλαβρέζικα έκανα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κλασική σχολική ατάκα που χρονολογείται τουλάχιστον από την δεκαετία του 70, η οποία απευθύνεται πειρακτικά σε κάποιον που ξίνισε από μια πλάκα που του κάνανε.

- Παρεξηγήθηκες;
- Ε ναι, ρε μαλάκα!
- Καλά, τσίμπα ένα αρχίδι!
- ...
- Πάλι παρεξηγήθηκες;
- Τί να σου πω τώρα...
- Καλά, τσίμπα άλλο ένα!

(από Vrastaman, 01/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνήθως χρησιμοποιείται ως «νάνος - νάνος, αλλά με κάτι αρχίδια να!» Σημαίνει ότι παρόλο που κάποιος είναι κοντός και, ωσεκτουτού, όχι ιδιαίτερα δυνατός και άρα θα έπρεπε να «κάνει την κότα» σε καταστάσεις σύγκρουσης, αυτός δεν «μασάει» και αντιδρά επιθετικά. Το πρώτο μέρος της πρότασης μπορεί ν' αλλάξει κατά την περίσταση. π.χ. «Χαλβάς - χαλβάς, αλλά με...» ή «Μαλάκας - μαλάκας, αλλά με...».

Κοντός πελάτης σε πορτιέρη: - Τι θα γίνει ρε μεγάλε, μια ώρα είμαστε εδώ! Θα μπούμε καμιά φορά;
Πορτιέρης Α: - Γάμησέ μας ρε νάνε βραδυάτικα, που βιάζεσαι κιόλας...
Κοντός πελάτης: (ορμώντας)
- Τι είπες ρε αρχίδι μη σου γαμήσω...
(Αφού τελειώνει το συμβάν)
Άσχετος παρατηρητής σε άσχετο παρατηρητή: - Νάνος - νάνος, αλλά με κάτι αρχίδια να...

O νάνος, έργο του Braccio di Bartolo. (από Khan, 15/08/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ανοησίες. Δηλαδή παπάρια, τρίχες, μπούρδες, μαλακίες κ.λπ.

Είναι ανεξερεύνητο το αν αναφέρεται στην Καλαβρία ή στα Καλάβρυτα.

- Το Pitsos-Cool γαμάει τo Bosch-Ice όποτε θες.
- Αρχίδια καλαβρέζικα. Και τι ξέρεις εσύ ρε μαλάκα από ψυγεία;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία