Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Αργκό του ταβλαδόρου.

Εκ του «Πιστεύω» ( ... γεννηθέντα ου ποιηθέντα και παθόντα και ταφέντα και αναστάντα ...)

Στο πλακωτό, όταν πιάνεις το πούλι του αντιπάλου με διπλές, κοπανάς τέσσερεις φορές το πούλι σου στο τάβλι στις αντίστοιχες θέσεις, (π.χ. έξι βήματα τη φορά αν έχεις εξάρες), λέγοντας την ανωτέρω φράση μέχρι να τον πλακώσεις. Ανάσταση δεν προβλέπεται.

- Άφησες παραμάνα ; Τώρα θα δεις ...
- Άμα φέρεις πεντάρια, μαγκιά σου!
- Πεντάρια ! Γεννηθέντα και παθόντα και ταφέντα και πλακωθέντα! Τ' αφήνεις διπλό ή θα συνεχίσεις να το παίζεις για να το μάθεις;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρηματιστηριακή σλανγκιά που αποδίδει στα Ελληνικά την έννοια του bear market.

Ένας επενδυτής πάντα νοιώθει έξυπνος όταν αγοράζει μια μετοχή σε βλακωδώς ακριβή τιμή εάν γνωρίζει ότι θα την πουλήσει σε μεγαλύτερο από αυτόν βλάκα σε ακόμα υψηλότερη τιμή. Έτσι δημιουργείται κάθε επενδυτικό αεροπλανάκι.

Μοιραίως κάποιος λεβέντης θα σκεφτεί «το φελέκι μου μέσα, μπορεί να είμαι βλάκας, αλλά δεν είμαι και νταλάρας!» Και τότενες επέρχεται το χώσιμο της αρκούδας.

Και μην ξεχνάτε, ωρέ κλεφτόπουλα, η μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ!

  1. - Στις τράπεζες χθες έπεσε το χώσιμο της αρκούδας παρόλο την κολακευτική έκθεση περί αυτών από την Citigroup. Λίγο το πετρέλαιο και λίγο η πτώση του δολαρίου έκαναν τους πάντες νευρικούς.
    (από εδώ)

  2. - Τους υποσχέθηκε ο Πλανητάρχης αφορολόγητα μερίσματα, τον πιστέψανε τ΄ αμερικανάκια και έπεσε το χώσιμο της ...αρκούδας! (από το φόρουμ της ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗΣ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση παρμένη από την ιδιόλεκτο του καζίνο όπου, για το παιχνίδι της ρουλέτας, σημαίνει ότι η μπίλια καταλήγει και σταθεροποιείται σε έναν από τους τριάντα επτά αριθμούς-υποδοχές του περιστρεφόμενου πάνελ, ολοκληρώνοντας την ιδιόμορφη κλήρωση του παιχνιδιού.

Σλανγκιστί, χρησιμοποιείται κυρίως στην έκφραση πού θα κάτσει/έκατσε η μπίλια για να:
1. Δηλώσει ότι τελικά συνέβη κάποια συγκεκριμένη από τις πολλές πιθανές περιπτώσεις στην εξέλιξη ενός γεγονότος που δεν εξαρτάται από εμάς.
2. Δείξει ότι κάποιος αποφάσισε επιτέλους για κάτι, αμφιταλαντευόμενος επί υπερβολικό χρόνο ανάμεσα στις επιλογές του.

  1. - Σειρά βγήκε η μετάθεσή σου;
    - Όχι ρε γαμώτο, παραμένοντας είμαι κι εγώ. Και πρέπει να ξέρω, έχω την δικιά μου να μου ζαλίζει τον έρωτα, έχω τη δουλειά και ανάλογα πού θα είμαι πρέπει να οργανωθώ από τώρα για να βγάζω κανένα χαρτζηλίκι...
    - Όπως όλοι οι αβυσμάτωτοι φίλε... Περιμένουμε να δούμε πού θα κάτσει η μπίλια...

  2. - Ταβερνούλα ή μπαράκι τελικά;
    - Δεν ξέρω ρε συ... Μπαράκι. Οι άλλοι τι θέλουν;
    - Δεν έχουνε πρόβλημα, εσύ είσαι επισκέπτης στην πόλη, όπου πεις εσύ θα πάμε. Λέγε!
    - Εε, ταβερνούλα τότε, να τα πούμε κιόλας; Ή θα πέσουμε; Μήπως κανένα μπαράκι με καλό κόσμο;
    - Άντε να δούμε πού θα κάτσει η μπίλια... Αποφάσισε πια! Πεινάς ή διψάς;
    - Καμιά καλή παράσταση παίζει;
    - Θα σ' αφήσω μέσα...

(από patsis, 18/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ή «παίρνω αμπάριζα και βγαίνω».

Συχνότατα χρησιμοποιείται και σε παρελθόντα χρόνο, σαν «πήρα αμπάριζα», «πήρε αμπάριζα».

Η λέξη αμπάριζα είναι Αλβανικής προελεύσεως και σημαίνει ή «ορμητήριο» ή «φωτιά», δεν γνωρίζω ακριβώς.

Η δε φράση προέρχεται από την «αμπάριζα», ένα παλιό αγορίστικο παιδικό παιχνίδι ανοιχτού χώρου, που παιζόταν από δύο ομάδες:

Ένας παίκτης της μιας ομάδας έβγαινε από την αμπάριζά του και πλησίαζε την αντίπαλη αμπάριζα προκαλώντας και κοροϊδεύοντας τους παίκτες της. Τότε κάποιος αναλάμβανε να τον κυνηγήσει και ο πρώτος παίκτης υποχωρούσε προς το στρατόπεδό του, ώστε να ακουμπήσει την αμπάριζά του για να ανανεώσει την «φωτιά» και να είναι δυνατότερος από τον καταδιώκοντα. Ή, μπορούσε ένας άλλος παίκτης να «βγει» από την αμπάριζα για να καταδιώξει τον επελαύνοντα αντίπαλο. Όποιος δηλαδή «έβγαινε» τελευταίος από την αμπάριζα, ήταν πιο δυνατός. Και γι' αυτό το φώναζαν: «παίρνω αμπάριζα και βγαίνω». Δηλαδή; δεν υπολογίζω κανέναν και ορμάω μέσα σ' όλα.

Μέχρι φυσικά ν' ακουγόταν ένα νεότερο «παίρνω αμπάριζα και βγαίνω».

-Τί γίνεται, θα τα καταφέρεις με τους χτίστες;
-Βρε παίρνω αμπάριζα και ζήτω που χεστήκανε!

===

-Τα έβγαλε πέρα ο Γιώργος με τους συγγενείς του; -Ρε πήρε αμπάριζα σου λέω και δεν ξέρανε που να κρυφτούνε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συναντάται μεταξύ των γκεϊμεράδων. Πωρωμένος σημαίνει, ο τυπάς που έχει κολλήσει στο μηχάνημα, βαράει 24ωρα στο Lineage, και κλέβει λεφτά από το πορτοφόλι του μπαμπά του για να πάει στο ίντερνετ καφέ της γειτονιάς του.

- Ρε Μιχάλη, πάλι εδώ σε βρίσκω. Τι θα γίνει ρε, θα βγούμε για κανένα γκομενάκι;
- Μπα, παίζω εδώ Counter και τη βρίσκω άγρια!
- Τι πωρωμένος είσαι εσύ ρε; Πώς πωρώθηκες έτσι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση αγανάκτησης, κυρίως ως προς τη γκαντεμιά που μας δέρνει κατά τη διάρκεια τυχερών παιγνίων με ζάρι (τάβλι, μπαρμπούτι κλπ). Τα ντόρτια (τεσσάρες) είναι τις περισσότερες φορές η χειρότερη ζαριά που μπορεί να φέρει κανείς, μετά το χασσόδυο. Χρησιμοποιείται πιο σπάνια και στη καθημερινή ζωή, μεταφορικά.

- ...πάλι ντόρτια ήφερα! Δεν το πιστεύω! - Άντε, πλήρωνε να φύγουμε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αλλιώς, είμαι σε απελπιστική κατάσταση και δεν αντέχω άλλο, βαράω μπιέλα, τα παίζω. Η λέξη «τιλτ», προέρχεται από τα παλιά φλιπεράκια, τα οποία, εάν κουνούσες για πάνω από 2-3 δευτερόλεπτα, μπλόκαραν σκόπιμα και έχανες τη μπάλα, ενώ σε εμφανές σημείο αναβόσβηνε η ένδειξη «tilt» («κλίση»).

- Ρε φίλε δεν αντέχω άλλο με αυτή τη δουλειά, κάθε μέρα με πάει γαμιώντας. Όπου να 'ναι θα βαρέσω τιλτ μου φαίνεται...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται στο τάβλι, όταν ένας παίκτης ρίξει τα ζάρια έξω από την ξύλινη επιφάνεια του ταβλιού, στο κενό, ή όπου αλλού. Εννοείται ότι ο τοιούτος παίκτης μόνο αν είχε μια σκάφη, γούρνα (κρητιστί) ή μπανιέρα θα του έφτανε για να μην ρίξει τα ζάρια στον γάμο του Καραγκιόζη. Μετά λέμε: «σπάσ' τα και ξαναρίχτα».

Clopy paste από Χαλικούτη και Ιησού.

- Ωχ, το μάτι μου! Μια μπανιέρα για τον κύριο! Σπάσ' τα και ξαναρίξ' τα ρε μόρτη, αλλά με το μαλακό!...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που ισοδυναμεί με το κάν' το λιανά, είναι μια παράκληση, δηλαδή, στον ομιλητή να επαναλάβει αυτό που είπε με πιο κατανοητό τρόπο - γιατί έτσι όπως τα 'πε πριν, δεν καταλάβαμε.

Προέλευση:
Στην αργκό του μπαρμπουτιού, αλλά και του εθνικού μας σπορ (τάβλι, ντε!), σπάω σημαίνει κουνάω τα ζάρια πριν τα ρίξω. Εξού και η προτροπή «σπάσε», όταν ξεκινάει το παιχνίδι.

Η κίνηση έχει θεμελιώδη σημασία στο τελετουργικό, αφενός επειδή έτσι αποδεικνύεις - θεωρητικά - ότι δεν κάνεις μπαγαποντιές και δεν «τσιμπάς» τα ζάρια, και αφετέρου επειδή με το κούνημα «σπας» την τύχη, δηλαδή μηδενίζεις το σκορ, σα να λέμε, με τη θεά Τύχη αυτοπροσώπως. (Γι' αυτό και οι προληπτικοί παίχτες, αν έχετε προσέξει, όσο πιο πολύ χάνουν, τόσο πιο μανιωδώς κουνάνε τα ζάρια. )

Όταν ρίχνεις τα ζάρια, και όσο ακόμα κυλάνε, ο συμπαίκτης έχει το δικαίωμα να σε σταματήσει αν υποπτεύεται ότι τα «τσιμπάς». Τα αρπάζει όπως κυλάνε, στα ξαναδίνει στο χέρι και λέει «σπάσ' τα και ξαναρίχτα». Είναι σα να σου λέει «δε σε πολυεμπιστεύομαι, για να σε δω πάλι» - βλέπε παράδειγμα 2. Καμιά φορά το κάνει και χωρίς να σε υποπτεύεται, μόνο και μόνο για να σου σπάσει την τύχη (αν έχεις ξεκωλωθεί στις διπλές, π.χ.) ή, ενδεχομένως, τα νεύρα.

Επίσης, όποτε το ζάρι κάνει τα δικά του και προσγειώνεται διαγωνίως ή έξω απ' το τάβλι (ή τον προκαθορισμένο χώρο για το μπαρμπούτι), δεν πιάνεται και πρέπει να ξαναρίξεις. Συχνά τότε ο συμπαίκτης προτρέπει «σπάσ' τα και ξαναρίχτα». Το οποίο ακούγεται αθώο, αλλά όταν συνοδεύεται από υφάκι μαγκίτικο (και πάντα συνοδεύεται από υφάκι μαγκίτικο), ισοδυναμεί με πείραγμα. Είναι σα να σου λέει «άχρηστε, όπου να' ναι τα πετάς, ξαναδοκίμασε μπας και κάνουμε δουλειά!» - βλέπε παράδειγμα 3.

1.
- Επαναλαμβάνω μόνο ότι είναι εύκολο να καθυποτάξουμε την πραγματικότητα σε μια κρίση, να της υπερεπιβάλλουμε καθολικά ένα κατηγόρημα από το να προσπαθήσουμε να την αναγνώσουμε και να ορίσουμε κάποιες προϋποθέσεις γνώσης της χωρίς να απομονώσουμε ο καθένας την δική του εμπλοκή, τον δικό του κύκλο, την δική του ερμηνεία και κυρίως την «εξαχθείσα αξία»...
- 'Ωπα, ρε τεράστιε, τι είπες τώρα; Για σπάσ' τα και ξαναρίχτα, γιατί δεν καταλάβαμε Χριστό.

2.
- Σ' έχω σκίσει, ρε! Έξι-ένα σ' έχω πάει! Άντε να φέρω μια εξάρες τώρα, να σου πάρω και το έβδομο, να σε ματώσω! (ρίχνει ζάρια)
- (αρπάζει ζάρια) Ώπα! Σπάσ' τα και ξαναρίχτα! Και σπάσ' τα καλά αυτή τη φορά!

3.
- Φτου! Πάλι ντόρτια ήφερα! Όχι όχι, περίμενε! Το ζάρι έκατσε στραβά πάνω στο πούλι, δεν πιάνεται!
- Ε, σπάσ' τα και ξαναρίχτα. Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο...

πεντόδυο... (από Pirate Jenny, 14/02/09)Η πιο διάσημη μπαρμπουτιέρισσα της χώρας. Φανταστείτε τη ΔΙΚΗ της φωνή να λέει "σπάσ\' τα και ξαναρίχτα"! (από Pirate Jenny, 14/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το αμορτί, κυριολεκτικά, είναι ένα μικρό, αμελητέο κέρδος στο λαχείο. Συγκεκριμένα, αν το τελευταίο νούμερο του λαχείου που κρατάμε συμπίπτει με το τελευταίο νούμερο του πρώτου αριθμού, του αριθμού που κερδίζει το τζάκποτ, τότε κι εμείς κερδίζουμε δυο φορές την αξία του λαχείου μας –την σήμερον ημέρα, ας πούμε, θα πάρουμε 20 ευρώ. Κι αν συμπέσουν τα δυο τελευταία νούμερα, τότε παίρνουμε 40 ευρώ –δες και το μήδι 1. Βγάζουμε, δηλαδή, την επένδυση μας –την αποσβένουμε– και κάτι παραπάνω. Αυτό τα μικρά κέρδη από τα αμορτί είναι που νομιμοποιούν την Διεύθυνση Κρατικών Λαχείων να μας πλασάρει χρόνια τώρα το κατ' εξοχήν παραπλανητικό και μούφα σλόγκαν «Ο Ένας στους Δύο Κερδίζει» –δες το μήδι 2.

Εννοείται ότι αυτοί που παίζουν τακτικά λαχεία τα κέρδη του αμορτί δεν τα παίρνουν ποτέ σε ρευστό αλλά πάντα σε λαχεία για την επόμενη κλήρωση.

Μεταφορικά, την έκφραση αμορτί (το πιάσαμε, το πήραμε ή ήρθε) την χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε ότι:

  • μπορεί να μην ήρθαν τα πράματα όπως ιδανικά θα θέλαμε και να μην κερδίσαμε τον πρώτο αριθμό αλλά δεν φάγαμε και την απόλυτη ήττα και κάπου έχουμε συμβιβαστεί και πάλι καλά είμαστε λέμε –έτσι το μεταχειρίζεται ο Μητροπάνος στο μήδι 3– ή, ότι
  • στο τσακ του τσακός ήτανε να κάνουμε την καλή αλλά –γαμώ την ατυχία μου μέσα– κάτι δεν έκατσε πάλι και πάλι μείναμε στα ψιλολόγια.

    Η τέλεια πανωλεθρία, βεβαίως, συνοψίζεται στην έκφραση ούτε αμορτί. Ρε πστ μου!

Από τη γαλλική λέξη amortir, που σημαίνει ακριβώς κάνω απόσβεση. Είναι η ίδια λέξη από την οποία προκύπτει και το αμορτισέρ (amortisseur) που, στη λόγια γλώσσα, λέγεται αποσβεστήρας κραδασμών.

  1. Νταξναούμ, τα πολλά τα φράγκα η γριά τάφησε στο Σύλλογο Προστασίας Απόρων Κορασίδων «Η Παρθενοπιπίτσα» και ξύσ' τ' αρχίδια σου με τον γκασμά αλλά πιάσαμε κι εμείς το αμορτί... τη γκαρσονιέρα στην Τούμπα την είχε γράψει στη Μαιρούλα...

  2. – Κι έχει πάει 90+1 και κρατάει το 1-0 η Χετάφε μέσα στο Μπερναμπέου και λέω, αγόρι μου, πάμε ταμείο και από το τίποτα γίνεται μια φάση κουλή και... αυτογκόλ...
    – Και πήγε στον κουβά η ιστορία;
    – Όχι ακριβώς... γιατί είχα σμπρώξει και δέκα γιούρια στο Χ... αλλά, τι τα θες, μια ζωή αμορτί... που θα πάει, όμως... θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία