Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Κλασσική, παλαιά έκφραση, που αναφέρεται σε άτομα τα οποία κάνουν αιματηρή οικονομία.

Στον τοίχο καρφώνουμε συνήθως πράγματα που εκτιμούμε και θέλουμε να θαυμάσουμε: κάδρα, φωτογραφίες, πτυχία, αντικείμενα αξίας.

Ακόμα και η δεκάρα, κάτι που θεωρείται ευτελές και ελαχίστης αξίας (έχοντας παλιότερα και μία τρύπα στη μέση), μπορεί, για κάποιον τσιγκούνη να θεωρηθεί αντικείμενο ιδιαίτερης αξίας, άξιο να αναρτηθεί στον τοίχο του.

- Τι λέει ο θείος σου από το Μόναχο, θα μείνεις εκεί τώρα που ανεβαίνεις Γερμανία;
- Σιγά να μην μείνω, ο τύπος καρφώνει τη δεκάρα στον τοίχο, είναι ικανός να με χρεώσει για τη φιλοξενία!

Δεκάρες για κάρφωμα (από krepsinis, 05/02/09)

Βλ. και τσίπης, καβούρια έχει στις τσέπες - καβουράκιας, Σπαγκάϊ Λάμα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην Αμερική, Golden Boys ονομάζονται τον τελευταίο χρόνο οι μάνατζερ των τραπεζών, των μεγάλων χρηματιστηριακών και συναφών εταιριών που, είτε έχουν χεστεί στο τάληρο, είτε έχουν συμβάλλει στο να πλουτίσουν οι εργοδότες τους (εξ ου και ο τίτλος). Η ορολογία δημιουργήθηκε επειδή τα προϊόντα των τραπεζών και τα «τοξικά ομόλογα» που έριξαν στην αγορά, οδήγησαν στην οικονομική κρίση.

Τώρα τελευταία η ορολογία πέρασε στα δικά μας ΜΜΕ (και ως γνωστόν εδώ αν η μύγα βγάλει κώλο, χέζει τον κόσμο όλο) την οποία και κοπανάνε απο το πρωί μέχρι το βράδυ. Αναφέρεται στους διευθυντές των Ασφαλιστικών Ταμείων, οι οποίοι ρίχνουν τα αποθεματικά τους (δλδ τα χρήματα που παρακρατούνται από τους ασφαλισμένους) στο χρηματιστήριο, όπου και χάθηκαν!

Πότε πότε το έχω ακούσει να αναφέρεται στα στελέχη τα οποία δε θα αγγίξει το κύμα απολύσεων.

Ξεσπάει πόλεμος για τα περίπου 1.000 (όπως τα υπολογίζει το ΠΑΣΟΚ) γκόλντεν μπόις του κρατικού μηχανισμού, με αφορμή τις προχθεσινές εξαγγελίες της κυβέρνησης ότι θα περικόψει τους μισθούς τους, βάζοντας ανώτατο «πλαφόν».

Τα ΝΕΑ, 27-2-2009

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

βερεσέ (επίρρημα): με πίστωση. Από το τουρ. veresiye, υπάρχει και ο τύπος της λέξης βερσιγιέ.

Ο βερεσές είναι η αγορά ή η πώληση με πίστωση. Τα βερεσέδια είναι τα οφειλόμενα χρήματα της αγοράς ή πώλησης με πίστωση. Το βερεσέδικο είναι το αντικείμενο που αγοράζεται/πωλείται με πίστωση.

τα ακούω βερεσέ: χωρίς να δίνω σημασία, χωρίς να τα λαμβάνω υπόψη. Απάντηση με έμφαση στο «ότι έχω ήδη πάρει την απόφαση μου και δεν με μεταπείθεις».

τζάμπα και βερεσέ: χωρίς σοβαρή αιτία, άσκοπα, μάταια, άδικος κόπος, πήγε στράφι.

  1. Αυτός, όλο βερεσέ αγοράζει χωρίς να ξεπληρώνει, πότε θα αγριέψουν οι προμηθευτές να του κάνουν κατάσχεση στην περιουσία του, δεν ξέρω… (=με πίστωση)

  2. – Δεν φοβάσαι τι θα ‘πει ο κόσμος αν προχωρήσεις στο διαζύγιο; - Αυτά τα ακούω βερεσέ! Ήδη έκανα την αίτηση διαζυγίου. (=δεν δίνω σημασία)

  3. –Τελικά ο δρόμος θα περάσει από αλλού. - Κρίμα, τόσος κόπος για να φτιάξουμε το εστιατόριο πήγε τζάμπα και βερεσέ. (=μάταιος κόπος)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υποδηλώνει ότι κάποιος είναι τόσο άφραγκος που, ψάχνοντας όλο και πιο βαθιά στην τσέπη του να βρει λεφτά, καταλήγει να πιάσει τελικά την κάλτσα του.

– Τι λέει, θα κυκλοφορήσουμε απόψε;
– Μπα δεν παίζει μία, βάζω το χέρι στην τσέπη και πιάνω την κάλτσα!...

(από nick, 05/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καλώς ήλθατε στο βασίλειο της Παραοικονομίας.

Μαύρα χρήματα είναι εκείνα για τα οποία ο εισπράξας δεν εξέδωσε νόμιμη απόδειξη. Τα παντελόνιασε χωρίς αυτά να καταγραφούν πουθενά. Δεν θα συνυπολογιστούν στο συνολικό ετήσιο εισόδημά του, και ουδέποτε θα φορολογηθεί με βάση αυτά.

Συνηθέστατη πρακτική σε ελεύθερους επαγγελματίες (δικηγόρους, γιατρούς), στους απασχολούμενους στον ευρύτερο κλάδο της οικοδομής (ελαιοχρωματιστές, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι), σε εισοδηματίες που νοικιάζουν διαμερίσματα κλπ. Όλοι τους μαζί συνιστούν την κάστα των φοροφυγάδων (επί το αντζελικότερον, φοροδιαφυγάδων).

Τα μαύρα χρήματα δεν ταυτίζονται με τα βρώμικα χρήματα, τα οποία προέρχονται από 100% παράνομες πηγές (ναρκωτικά, πορνεία, λαθρεμπόριο όπλων). Τα βρώμικα μπορούν να ξεπλυθούν δια του στησίματος πλυντηρίων, δλδ καθ' όλα νόμιμων επιχειρήσεων-βιτρίνα. Για πάρα πολλά νυχτερινά μαγαζιά / διασκεδάδικα, αλλά και για άλλου τύπου επιχειρήσεις, π.χ. γυμναστήρια, ο κόσμος το 'χει τούμπανο κι αυτοί κρυφό καμάρι, οτι αφ' εαυτά δεν φέρνουν κέρδη αλλά λειτουργούν ως βιτρίνα για ύποπτες δραστηριότητες.

Ειδικότερη περίπτωση μαύρων χρημάτων είναι εκείνη κατά την οποία ο εργοδότης δεν κατέβαλε ασφαλιστικές εισφορές σε αυτόν που απασχολεί, δλδ δεν του κολλάει ένσημα. Αυτό συνιστά και απάτη εις βάρος των αγαπημένων μας ασφαλιστικών ταμείων (mainly ΙΚΑ), για τα οποία όλο μας ζαλίζουν τ' αρχίδια οι Κασσάνδρες ότι θα καταρρεύσουν, αλλά τελικά ποτέ δεν καταρρέουν.

Όσοι εργάζονται και παίρνουν τα λεφτά στο χέρι, χωρίς να τους κολλάει ο αφεντικός ένσημα, είναι οι λεγόμενοι μαύροι. Η ίδια η ανασφάλιστη εργασία που προσφέρουν είναι η μαύρη εργασία, επί το σλανγκικότερον μαυρίλα.

Κατά κανόνα οι μαύρες (ανασφάλιστες) δουλειές είναι και μαύρες με την έννοια του ότι δεν πληρώνουν καλά, σου βγαίνει ο πάτος για τρεις κι εξήντα, ούτε κουβέντα εννοείται για προοπτικές ανέλιξης, χώρια τους όποιους κινδύνους για τη σωματική ακεραιότητα του εργαζόμενου (βλ. εδώ μεταξύ άλλων).

  1. Φίλος μαιευτήρας σε γκλαμουριάρικο μαιευτήριο των Βου Που, μου έλεγε πρόσφατα πως πλήρωσε 60 χιλιάρικα εφορία και πως με τα δικά του χρήματα θα σπουδάζουν τα δικά μου παιδιά αύριο. Μου ήρθε να του πω: «βρε παπάρα, με αυτά που βγάζεις θα έπρεπε να πληρώνεις τουλάχιστον τα διπλάσια, κι όλοι ξέρουμε πως το ένα ευρώπουλο στα δύο που βγάζετε εσείς οι κωλογιατροί είναι μαύρο, στην ξεφτίλα». Αλλά συγκρατήθηκα. Δυστυχώς.

  2. Οι εργαζόμενοι οδηγοί δικύκλου (ντελιβεράδες, κούριερ, εξωτερικοί), αλλά και υπάλληλοι-χαμάληδες σε γνωστά βιβλιοχαρτοπωλεία του κέντρου, είναι κλασικές περιπτώσεις μαυρίλας, μαύρης εργασίας και με τις δύο έννοιες. Είναι οι σύγχρονοι σκλάβοι, στους οποίους το κουπί της γαλέρας έχει απλά αντικατασταθεί από το τιμόνι μια πάπιας 100 κυβικών εκατοστών. Σιγά σιγά ωστόσο τα πράγματα αλλάζουν.... (Βλ. εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ολόχρονη κλασική ατάκα που έλεγε σε εϊτίλα διαφήμιση ο Λαλάκης ο Εισαγόμενος, κατά κόσμον Ν. Παπαναστασίου.

Η διαφήμιση είχε ως εξής: Ο Λαλάκης εμφανίζεται ως ο απόλυτα τρέντι της τότε εποχής, κι αρχίζει να απαριθμεί ένα ένα τα ρούχα του με δομή πρότασης: «-άκι; Εισαγόμενο!». Λ.χ. «Μπλουζάκι; Εισαγόμενο!». (Εννοείται «εισαγόμενο απ' το εξωτερικό»). Καμαρώνοντας. Στο τέλος η διαφήμιση τον δείχνει να πηγαίνει σε Υπηρεσία για Απόρους ή σε Ταμείο Ανεργίας. Το κοινωνικό μήνυμα της διαφήμισης ήταν ότι αν λόγω τρεντοσύνης δεν στηρίξουμε τα εγχώρια προϊόντα θα καταλήξουμε άποροι κι άνεργοι. Αντιθέτως, ο επιμένων ΕλληΝΙΚΑ!

Μέσα σ' όλα αυτά έλεγε με αμίμητο ύφος (βλ. μήδι):

- Τσιγάρο; Εισαγωγής! Παφ και τάληρο! Σκέτο Τέξας!

Και ταυτοχρόνως το τίναζε. Ως τάληρο εννοείτο το πεντοχίλιαρο, που εκείνη την εποχή ήταν μια ολόκληρη περιουσία. Να θυμήσω μόνο την ιστορική ατάκα που είχε πετάξει ένα καθίζημα στην εκπομπή του Λεβέντη: «Για να ρίξεις έναν πούτσο θες τρία χιλιάρικα!». Πεντοχίλιαρο = 15 Ευρώ, τίποτα δηλαδή σήμερα, σνιφ σνιφ.

Συμπερασμάτουσλυ, το λέμε όταν ένα προϊόν ή μια δραστηριότητα (κυρίως περιοδικά επαναλαμβανόμενη δραστηριότητα, όπως το τίναγμα ενός τσιγάρου) είναι πολύ ακριβή, και κάθε φορά που την κάνεις σου φεύγει κι ένα σεβαστό ποσό. Εννοείται ευκώλως, ότι στο παφ μπορεί να λανθάνει σεξουαλικό υπονοούμενο. Και συνήθως η έμφαση πέφτει στο τάληρο, που χάνουμε, αλλά μπορεί να πέσει και στο παφ...

Επίσης το τάληρο μπορεί να αντικατασταθεί από κάτι πιο επίκαιρο.

Στο Δημόσιο Πρόχειρο υπό Bubis.

-Τι θα γίνει με αυτά τα πρόστιμα για το κάπνισμα σε εσωτερικούς χώρους; Παφ και τάληρο το έχουμε καταντήσει!

- Πολύ φορτόγκας αυτός ο Αρίστος! Κάθε τσιμπούκι που κάνει η Καυλάουρα της δίνει και ένα δώρο! Παφ και μονόπετρο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΣΟΧΗ σε αυτά.

Κυριολεκτικά: γράμματα ψιλά δηλαδή λεπτά ή μικρά τόσο που σχεδόν δεν είναι ορατά από ανθρώπινο μάτι. Τα παλιά χρόνια που όλα τα κείμενα ήταν χειρόγραφα, ο συγγράφων συνέγραφε τα ψιλά γράμματα με τη χρήση μεγεθυντικού φακού. Θεωρούνται δευτερευούσης σημασίας αλλά…
Μεταφορικά: «Το πέρασα στα ψιλά (ενν. γράμματα)» σημαίνει: δεν του έδωσα σημασία, το προσπέρασα.

Απαντώνται: (ΠΡΟΣΟΧΗ ΕΙΠΑΜΕ… ΔΙΑΒΑΖΕ)
Σε συμβόλαια, τραπεζικά κυρίως, στα οποία αναγράφονται με ψιλά γράμματα όροι φαινομενικά δευτερεύοντες και τυπικοί, αλλά ουσιαστικά τόσο δεσμευτικοί για τον υπογράφοντα που, αν τους διάβαζε (αν δεν βαριόταν ή αν τον άφηναν), θα ήταν εξαιρετικά απίθανο να υπογράψει το συμβόλαιο.

Σε τηλεοπτικά σποτάκια χρηματοδοτικών κυρίως προγραμμάτων. Εμφανίζονται στο κάτω μέρος της οθόνης σε μέγεθος και ανάλυση τέτοια που να είναι δυσανάγνωστα από τον τηλεθεατή. Μετεξέλιξη των τηλεοπτικών ψιλών γραμμάτων είναι τα κυλιόμενα, κανονικού μεγέθους, γράμματα με υψηλό όμως ρυθμό κίνησης (ταχύτητα) ώστε και πάλι να επιτυγχάνεται ο ίδιος σκοπός. Να αναφέρονται μεν, να μη διαβάζονται δε.

Σε ιστοσελίδες κερδοσκοπικές ή φαινομενικά αφιλοκερδείς (τίποτα στη ζωή δεν είναι αφιλοκερδές) που έχουν την νομική υποχρέωση να πληροφορούν και να προειδοποιούν τον επισκέπτη για τους όρους χρήσης της σελίδας και για την νομή και κατοχή των πνευματικών δικαιωμάτων που παρέχει ο χρήστης στον κάτοχο του διαδικτυακού τόπου. Τα ψιλά γράμματα, στην διαδικτυακή ηλεκτρονική τους εκδοχή, είναι επίσης ηλεκτρονικά συμβόλαια που βρίσκονται (αν βρίσκονται) σε συνδέσεις υψηλού επιπέδου (όχι δηλαδή σε εμφανές σημείο), είναι δε μακρόσυρτα και μακροσκελή κείμενα τα οποία αρχίζουν με γενικότητες, ίσως να οδηγούν και σε άλλες υπο-συνδέσεις, δείχνουν κουραστικές και περιττές, αλλά σε κάποια σημεία ορίζουν τον τρόπο που διαχειρίζεται ή και παραχωρείται η πνευματική ιδιοκτησία των ψηφιακών δεδομένων (φωτογραφίες, κείμενα, ήχοι, βίντεο κλπ).

Προβλήματα που προκύπτουν: (ενδεικτικές αναφορές)
Στα έντυπα συμβόλαια ο υπογράφον μπορεί, αν εν αγνοία του παραβιάσει κάποιον από τους όρους του συμβολαίου, να βρεθεί αντιμέτωπος με καταστάσεις που δεν είχε εξ αρχής υπολογίσει.

Το θύμα των τηλεοπτικών «ψιλών γραμμάτων» ταλαιπωρείται επισκεπτόμενο τα εν σποτακίου διαφημιζόμενα καταστήματα, έχοντας στο μυαλό του άλλους όρους από αυτούς που πραγματικά ισχύουν.

Στη διαδικτυακή τέλος τεχνολογία, ο χρήστης μπορεί να παραχωρήσει πληροφορίες (έγγραφα, κείμενα κλπ) τα οποία να γίνουν αντικείμενο κερδοσκοπικής εκμετάλλευσης, κάτι που αρχικά δεν είχε υπολογίσει, καθώς και στη χειρότερη περίπτωση προσωπικά στοιχεία-πληροφορίες (ΑΦΜ, ΑΑΤ, Αρ. Πιστωτικών καρτών κλπ).

Ποιοι την πατάνε: Σχεδόν όλοι. Ο x λόγω αγραμματοσύνης, ο ψ λόγω βαρεμάρας, ο z λόγω υπερβολικής σιγουριάς. Το βέβαιο είναι ότι όλοι είναι εν δυνάμει θύματα των ψιλών γραμμάτων και ειδικότερα στα διαδικτυακά ψιλά γράμματα την πατάνε σχεδόν όλοι. Αλήθεια ποιος έχει διαβάσει (facebook, slang.gr, ….) και ακόμη περισσότερο ποιος σκέφτηκε ποτέ μέχρι που μπορεί να πάει η βαλίτσα; Όλοι λίγο πολύ, άλλος λόγω αμορφωσιάς, άλλος λόγω απολύτου εξειδικευμένης μορφώσεως, έχουμε περιορισμένη δυνατότητα αντίληψης του Αριστοτελικού «όλον», το οποίο όλον βρίσκεται στο διαδίκτυο. Σε όλες τις μορφές του, τις καλύτερες και τις χειρότερες.

Συμβολή του συντάκτη: ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΑ ΨΙΛΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

  1. - Έχει πιτυρίδα το ξέρεις;
    - Έλα μωρέ τώρα, ψιλά γράμματα.

  2. - Καλά ρε, δεν είδες ότι δεν είχες νερό στο ψυγείο;
    - Δεν το έλεγξα. Το πέρασα στα ψιλά.
    - Ε! τότε καλά να πάθεις. Τώρα πλερό...

Απαραίτητο παρελκόμενο (από Stravon, 06/09/09)ψιλα γράμματα μεν... (από BuBis, 07/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σ’ ένα εναλλακτικό αλλά πολλά υποσχόμενο παρελθόν, μετά τον διωγμό των Γερμανών, την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Σοβιετικούς και την κολεκτιβοποίηση, σε ένα χωριό στην ορεινή Θεσσαλία, ο Μοέβιους Παχατουρίδης*, γνωστός και ως Κοκακόλας - λόγω του κολλήματός του με την κόκα που μασούσαν παραδοσιακά οι αγρότες στα υπηρεσιακά τους τρακτέρ, Εβραίος δεύτερης γενιάς με Πόντιο πατέρα, αποφάσισε να εγκαταλείψει την αποτυχημένη παραγωγή πατάτας και -αφού πούλησε τις τελευταίες πράσινες που είχε ως «Νέα Ποικιλία Στάρκιν» - και, σε αντίθεση με τον αδερφό του Κωστίκα Γκόλντστιν, να αναζητήσει την τύχη του στο Νέο Χαμσαΐριον των ΗΠΑ (όλο ευθεία από Αλαμπάμα, δεξιά στην Αλμπουκέρκη). Εκεί και αφού όργωσε τα αεροδρόμια διδάσκοντας μαζί με έναν άλλον τεμέτερον τον Χάρε τη Κρίσνα, αποφάσισε να κάνει κάτι με τη ζωή του και έτσι σκέφτηκε να ανακατέψει τις δυο μεγάλες του αγάπες (την κόκα και την ζάχαρη που θες μετά) με τον μέλανα ζωμό που έδιναν στα φεστιβάλ της ΚΝΕ με κουπόνια και να τα πουλήσει ως τρόπο ζωής. Από τότε άρχισε ο χρόνος σοβαρά να κυλά and the rest, as they say, is history. Η φράση, όπως την παραδίδει ο θρύλος, πρωτακούστηκε με την επιστροφή του πρωτότοκού του στην Νέα (πλέον) Κολεκτίβα από τον ιερέα του Λένιν που τον πρωτοείδε.

Στην πραγματική ζωή, η φράση αφορά και περιγράφει τη συμπεριφορά όσων, ενώ κινούνται κοινωνικά μεταξύ της τάξης των φτωχομπινέδων και των χωριατομεσαίων, επιδεικνύουν, κατά περιπτώσεις, συμπεριφορά αναντίστοιχη, κυρίως σε ότι αφορά τις καταναλωτικές τους συνήθειες και τις εν γένει χρηματοχαλαστικές τους διαθέσεις, και μάλιστα τέτοιες που θα έκαναν έναν υγιή καταθετικό λογαριασμό να λιποθυμήσει και τον Μαρξ να ξανακολλήσει με UHU τις αλυσίδες.

Εξωφρενικές αεροτομές στο Ford Ka, ηχοσυστήματα 10.000 Ευρώ σε Fiat πεντακοσαράκι, δυο μήνες διακοπές στο Πουκέτ για τον Μάκη τον βοηθό υδραυλικού, σαμπάνιες με γραμμάτια στα μπουζούκια, εορτοδάνεια, διακοποδάνεια, γαμοδάνεια (politically correct: νυμφευοδάνεια) και λοιπά γαμήσια και δάνεια που θα εξαγρίωναν οποιονδήποτε Μαρξιστή, είτε είναι του Καρόλου είτε του Γκραούτσο και θα έκαναν το υποκείμενο να οδεύει στη καταστροφή με την ίδια λεβεντιά που κάνει τη μύγα να φωνάζει «Άρπα την» στο παρμπρίζ.


*ένα μικρό tribute στους Α.Μ.Α.Ν.

1).(Based on a true story) -…Ναι; Τάσο; Τάσο εσύ; -Ναι! Έλα ρε μπαμπά, εγώ είμαι… -Που είστε, γαμώ το φελέκι σας;... Έρχεστε; -Ε… Όχι ακόμα ρε μπαμπά… Την Παρασκευή λέμε… -Ε;!!... Την Παρασκευή; Στην Κρήτη είστε ακόμα; -Ε… Ναι ρε μπαμπά... την Παρασκευ… -Ποια Παρασκευή, γαμώ το μυαλό σου… Ποιος θα οδηγήσει το φορτηγό ως την Παρασκευή; Ο μπούτσος μου; -Ρε μπα… -Μπαμπάκια μαλάκα. Φύγατε για πέντε μέρες και περάσαν είκοσι. Τσακίσου και η δουλειά περιμένει. Του κοκακόλα ο γιός είσαι;

2) (Based on a fictional story)
[Χορός νέων, σφριγηλών και ιδρωμένων οικοδόμων. Ο κορυφαίος του Χορού, σκυφτός, οδύρεται με ελαφριά ξενική προφορά. Ο ιερέας του Λένιν, όρθιος, με τα χέρια ανοικτά, και το βλέμμα στραμμένο στον ουρανό, άνω θρώσκει την καρδίαν και ψάλλει]
-[Ιερέας του Λένιν] Σώσον Λέεεενιν την καθοδήηηηγα και ευλόγησον το προλεταριάτο σου. Νίκας τοις εν βουνεύσι κατά καπιτάλων δωρούμενος και το Σον φυλλάτον δια του Σφυριού σου πολίτευμα.
-[Χορός] Πάαααπαρήγα, Παπαρήγα, Παπαρήγα, Παπάαααρηγα (κατά το «Αλληλούια»).
Στο σημείο αυτό, ο ιερέας του Λένιν πλησιάζει με τρόπο τον πρώτο του Χορού.
- Του Κοκακόλα ο γιος είσαι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ντάγκα ντάγκα: Ηχοπαράγωγο επίρρημα, γενικώς περιγράφει ήχους (και πάει κι ένα βήμα παραπέρα βεβαίως βεβαίως). α) Ήχους λίγο πιο μπάσους και πιο μεγαλοπρεπείς από το χαρμόσυνο ντιν νταν, αλλά με μια ανεπαίσθητη ενοχλητική χροιά (π.χ. υλικό από ελαφρύ φτηνό μέταλλο, ντενεκέ κιέτσ', καμπανάκια, τριγωνάκια για τα κάλαντα κ.λπ., παράδειγμα 1), ή β) Ήχους βαρείς, κοφτούς, σοβαρούς και τελεσίδικους, λίγο πιο λάιτ από το μπαμ μπαμ (π.χ. χέρι που χτυπάει σε στερεή επιφάνεια κ.λπ.).

Στην καθομιλουμένη (βασική σλανγκιά) με ψιλομάγκικη χροιά, ντάγκα ντάγκα θα πει επί τόπου, ντούκου, μπραφ (με την καλή την έννοια).

Κυρίως αναφέρεται σε ρευστό χρήμα πληρωμένο αμέσως, χωρίς παζάρια, χωρίς «ευκολίες», χωρίς γραμμάτια και αηδίες, αλλά cashέρι, ζεστό ζεστό. Από τον ήχο που κάνει το τούβλο τα λεφτά όταν χτυπάει στο τραπέζι - βλ. (β) παραπάνω. Διπλό για έμφαση. Το να πληρώνει κάποιος ντάγκα ντάγκα την σήμερον ημέρα της οικονομικής κρίσεως αποτελεί μέγα διαπραγματευτικό εργαλείο, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε πολύ καλύτερη τιμή αγοράς προϊόντος, δεδομένου ότι η αγορά κάνει κρα για ρευστό.

Σπανιότερα αναφέρεται και σε άλλες περιπτώσεις, π.χ. περιγράφοντας την αμεσότητα και την ευθύτητα στον λόγο, «τα είπε ντάγκα ντάγκα» ως αντίστοιχο των «τα είπε έξω από τα δόντια», «μίλησε σταράτα» κ.λπ.

  1. Στη μορφή «ντάγκα ντάγκα Κυριελέισα» αποτελεί έθιμο του Ελληνικού βορά για τα Φώτα. Αναπαράγω από εδώ: Τελευταία μεγάλη γιορτή του Δωδεκάμερου σήμερα τα Φώτα ή Kυριελέησα[...] Στη συνέχεια τρέχουν, κρατώντας τις εικόνες, σε όλο το χωριό φωνάζοντας: «ντάγκα-ντάγκα Kυριελέησα». Οταν συναντούν μικρά εκκλησάκια (υπάρχουν αρκετά απ' αυτά στη Δαδιά) τα τριγυρίζουν τρεις φορές, φωνάζοντας πάντα την κραυγή της ημέρας που -κατά κοινή πεποίθηση- είναι η μίμηση του ήχου της καμπάνας και το όνομα της γιορτής.[...]

  2. Γούγλε γούγλε έδειξε ότι σε μονό (Ντάγκα) παίζει και ως κλιτική κυρίου ονόματος π.χ. του Βαγγέλη Ντάγκα αμυντικού του Ηλυσιακού(έπαθα μόρφωση πάλι).

Παράδειγμα 1: Ούτε Γάτα Ούτε Ζημιά [1955]
ΠΟΠΗ: Και δε μου λες; Δεν πήγες στη Θεσσαλονίκη; ΛΑΛΑΚΗΣ: Ε, δηλαδή, για τη Θεσσαλονίκη πήγαινα, αλλά κατέβηκα σε ένα σταθμό, να πάρω μια ασπιρίνη, γιατί πόνεσε το κεφάλι μου... ΠΟΠΗ: Το δικό σου το κεφάλι; ΛΑΛΑΚΗΣ: Το δικό μου το κεφάλι, Πόπη μου. Είναι δυνατόν να με πονέσει το ξένο το κεφάλι;
ΠΟΠΗ: Και λοιπόν... τι έγινε; ΛΑΛΑΚΗΣ: Ε... να... ώσπου να κατέβω... ώσπου να πάρω την ασπιρίνη... φρου, φρου ο σταθμάρχης, του, του, η ταχεία, ντάγκα, ντάγκα το καμπανάκι... ξέμεινα!

Εδώ άλλο παράδειγμα:
Και η Πέγκυ Ζήνα όμως, εκτός από το Cayenne, θέλησε ν' αποκτήσει και κάτι ιδιαίτερο. Έτσι διάλεξε μια μαύρη και γυαλιστερή Porsche Cayman. [...] Το πλήρωσε που το πλήρωσε κι αυτή ογδόντα χιλιάρικά και... ντάγκα-ντάγκα, ας το χαρεί τουλάχιστον.

Εδώ κι άλλο:
Α ναι, το καταραμένο χρήμα... διαθέτω 2500 ως πάρα πολύ βαριά 3 χιλιάρικα αλλά ντάγκα ντάγκα [με το συμπάθειο] κιόλας.

Εδώ κι άλλο:
και ομως.. μια οικογενεια αθιγγανων που εχω ειναι κυριοι σε ολα!πληρωνουν στην ωρα τους (νταγκα νταγκα) και ουδεποτε κανουν παζαρια...

Ο Βαγγέλης. (από Galadriel, 06/11/09)Το τραμ το τελευταίο (από allivegp, 07/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όρος προερχόμενος από την πόκα. Τα βλέπω - ή, σε βλέπω - στην πόκα σημαίνει «ακολουθώ» το ποντάρισμά του προηγούμενου παίκτη.

Το «ακολουθώ» είναι σε εισαγωγικά, διότι εννοεί την ακολουθία στο ποσό (και όχι κάποιο ανέβασμα), αλλά επίσης διότι σλανγκοποιεί την έκφραση εκτός της πράσινης τσόχας. Όπου, Τα βλέπω σημαίνει σε ακολουθώ, συμφωνώ, τα λες καλά, μαζί σου.

Άλλος ένας όρος που ξεφεύγει σε ποκαδόρους, όπως το πάσο, ή το ντούκου...

  1. - Λέω σήμερα να πάμε από Θησείο μεριά....
    - Πάλι; - Εσυ ρε Πάνο, τι λες:
    - Εγώ σας βλέπω σε ότι αποφασίσετε. - Εντάξει, πάσο από μένα, πάμε Θησείο.

  2. - Λοιπόν συνεχίζουμε για ορεινή Αρκαδία;
    - Μέσα, ας το εξαντλήσουμε, αφού φτάσαμε ως εδώ, και ακόμα δεν νύχτωσε. Εσύ Μήτσο;
    - Τα βλέπω... εγώ θα χαλάσω την παρέα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία