Λέξη με την οποία περιγραφόταν στις τάξεις του ΔΣΕ το συντριπτικό σοκ που βίωναν πολλοί αντάρτες συνεπεία των έντονων βομβαρδισμών στα μέτωπα των συγκρούσεων. Μεταξύ μας τώρα, αυτοί οι κατσαπλιάδες, τι αστοιχείωτα γομάρια ρε πστ. Όχι μόνο δεν ανοίγανε τη βίκυ να ξεστραβωθούνε, αλλά δεν σκαμπάζανε ούτε από ελληνική λογοτεχνία που αποδεικνύει πως εμείς οι Έλληνες είχαμε βρεί το φάρμακο για την πολεμίτιδα κάτι δεκαετίες πιο πριν. Μιά απλή επέμβαση στη χολή ήτανε, καταπώς τα λέει το βήτον παράδειγμα. Τι να κλάσουν ρε οι φράγκοι κομπογιαννίτες μπροστά στη μαγκιά της φυλής...

[...] προοδευτικά όλες οι μονάδες του ΔΣΕ αναγκάστηκαν να οργανώσουν τμήματα τραυματιοφορέων [...] Οι βομβαρδισμοί τους τρέλαιναν επίσης. Στα οχυρωμένα υψώματα, ειδικά στα κλειστά καταφύγια και πολυβολεία, άρχισε να εκδηλώνεται μιά ασθένεια που αργότερα πήρε τη μορφή επιδημίας. Την ονόμασαν "πολεμίτιδα" και ήταν ένας συνδυασμός ισχυρού τρόμου και κλειστοφοβίας. Όσοι την πάθαιναν περιέπιπταν σε μιά κατάσταση απάθειας και αδιαφορίας, που για μερικούς υπήρξε μοιραία στο ίδιο το πεδίο της μάχης. Πολλοί δεν συνήλθαν ποτέ και τέλειωσαν τις μέρες τους στα άσυλα των ανατολικών χωρών.

Γ. Μαργαρίτης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 1946-1949, εκδ. Βιβλιόραμα 2001.

Πέρασε ένας κοντός στρατιώτης με σγουρά μαλλιά και τετράγωνες πλάτες. Ο Αλιμπέρης Βασίλειος του Αθανασίου. Είπε [...] αυτά τα λόγια:
- Λαμβάνω την τιμή, κύριε λοχαγέ, να σας πω πως εγώ είμαι "δειλός". Σας παρακαλώ πολύ να μ' αφήσετε πίσω σαν θα γίνει η εξόρμηση.[...] Κάθε φορά που ακούγω οβίδα θαρώ πως θα βγει η ψυχή μου. Τρέμω σα να κρυώνω. [...]
- Λοχίας Παυλέλης!
- Παρών, κύριε λοχαγέ!
- [...] θα οδηγήσετε το στρατιώτη Αλιμπέρη [...] στη δεύτερη σειρά των συρματοπλεγμάτων [...] θα τον δέσετε σ' ένα σιδερένιο πάσσαλο [...] Θα μείνει εκεί να συνηθίσει τις οβίδες [...] Είναι ζήτημα συνήθειας αυτό. Ώσπου να σπάσει η χολή και να ξεφοβηθεί [...]
Την αυγή [...] τόνε βρήκαν ολότελα ήσυχο [...] Έκατσε χάμου κι έβλεπε τα χέρια του [...] άρχισε να σφυρίζει σιγανά, να κόβει τα κουμπιά του και να ξεφτά [...] τις κλωστές [...] σαν να μην άκουγε. Σκύψανε, τον είδαν καλά από κοντά μέσα στο μισόφωτο και τότες μονάχα κατάλαβαν. [ ...] σέρνοντας και σπρώχνοντας τόνε φέρανε στο χαράκωμα. Σφύριζε σ' όλο το δρόμο. Σφυρίζει πάντα και ξεφτά τα ρούχα του. [...] τόνε στείλανε στο Νοσοκομείο [...] Με μεγάλη δυσκολία τον κατάφεραν να σκύψει και να τρέξει. Οι οβίδες που περνούσανε στριγγλίζοντας πάνουθέ του, ήτανε πράματα που μήτε φόβο μήτε ενδιαφέρο μπορούσαν να φέρουνε στην τυραγνισμένη του ψυχή, που 'χε πεθάνει πιά.

Στρ. Μυριβήλης Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία