[ουσ.] Το να τρέχεις και να μη φτάνεις, να είσαι διαρκώς στην τσίτα για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεσαι εσύ. Αναφέρεται συνήθως σε δραστηριότητες ιδιαιτέρως κοπιαστικές ου μην και αγχωτικές ταυτόχρονα.

- Τι έκανες ρε μαλάκα όλο το πρωί και δε σήκωνες το τηλέφωνο;
- Γάμησέ τα φίλε μου. Στις 8 στην εφορία, μετά γραμμή στο γραφείο, ενδιάμεσα πήγα το αυτοκίνητο συνεργείο και το μεσημέρι στις τράπεζες πριν κλείσουν.
- Πωπω βεγγιλίκια, κουράστηκα μόνο που τ' άκουσα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η εξουσία που ασκεί ο γκέης. Κατά τα «νταηλίκι», αλλά και «πουστρηλίκι». Με λίγα λόγια το γκεϊλίκι είναι το νταηλίδικο πουστρηλίκι, ή το πούστικο νταηλίκι, όπως προτιμάτε, προσωπικά πιστεύω το πρώτο.

Με μια λέξη: Βαλλιανάτος (όπου το γκεϊλίκι σχηματίζεται και κατά το «προεδριλίκι»).

Με περισσότερες λέξεις: Είναι ο γκέι που δεσμεύεται να μην αποτελέσει πουστρίγκο, αλλά αντιθέτως πούσταρχο! Γκέιλορντ! Πανηγυρίζει το γκεϊλίκι του με τις τελευταίες επιταγές της gay pride και gay celebration, κάνει την παρελασούλα του. Είναι υπέρ της Μυκόνου και των ελεύθερων σχέσεων, αλλά άμα λάχει πάει και στην Τήλο να διαδηλώσει το δικαίωμα των γκέι στον γάμο, ακόμη κι αν αυτός δεν πρόκειται να παντρευτεί ποτέ, ακόμη κι αν επιτευχθεί η νομοθετική ρύθμιση. Στρατεύεται στην ΛΟΑΤ και συχνάζει στα παραθύρια για να ταπώνει με το χιούμορ, ευφυία και ντρίπλες του τους ομοφοβικούς.

- Τον είδες τον Βαλλιανάτο στην «Ζούγκλα»! Τους τάπωσε όλους! Μια χαρά το πάει το γκεϊλίκι!

Αρκετά ντεσιμπέλ πιο ακραίο γκεϊλίκι ασκεί ο Παναγιώτης Χατζηστεφάνου (στο τελευταίο λεπτό του βίντιο) (από Hank, 16/01/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα καντήλια (αυτά που κατεβάζεις όχι αυτά που ανάβεις) σε πιο όβερντράϊβ λόγω του γαμοσλανγκοτέτοιου -ίκι.

Πάσα: Αλλιβέ.

- 2 ωρεσ μετα την γεννα με αφορητουσ πονουσ εγω (ειπαμε οι πονοι των τομων αλλα και τα κ@λοχαπια που μου εβαλαν για να κανω πονουσ....)και ερχεται και μου λεει το κορυφαιο << ο αντρασ γενναει και η γυναικα τυκτει>>!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
ουτε ξερω τι καντηλικια του ερριξα!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
εδώ

Οκτώ καντηλίκια (από Vrastaman, 29/12/11)Και σ\' άλλο ρυθμό, πολύ ρυθμικό, αυτό για τους έλληνες μην τ ακούτε... (από gaidouragathos, 30/12/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ιδιότητα του να είσαι ακραία γκάου, μαλάκας και γύφτουλας (bête et méchant, που λένε και στο χωριό μου).

Εκ του κάφρος (< αραβ. qafir, ο άπιστος, μη μουσουλμάνος. Βλ. και την ρατσιστική ταξινομία kaffir για τους μελαψούς αγγλοσάξονες τση Ν. Αφρικής) και του γαμοσλανγκοεπιθήματος -λίκι (< τουρκ. -lık που προσδιορίζει ιδιότητα).

Σλανγκοπρεπέστερα αλλά σπανιότερα: η καφρικιά.

1.
Τα ψευτονταηλίκια και το καφριλίκι στην Ευρώπη δεν περνούν. Στην Ελλάδα μπορεί να μην έχει μείνει τίποτα όρθιο στο ελληνικό ποδόσφαιρο, στην Ευρώπη όπως οι νόμοι εφαρμόζονται και η UEFA έκανε απλώς το αυτονόητο τιμωρώντας τον ΠΑΟΚ.

2.
Καφριλίκι: Αντιθατσερικό «πάρτι» στην Τραφάλγκαρ. Τέσσερις ημέρες πριν από την κηδεία της Μάργκαρετ Θάτσερ εκατοντάδες πολίτες, πολιτικοί αντίπαλοι της «Σιδηράς Κυρίας», πραγματοποίησαν χθες βράδυ μεγάλη συγκέντρωση στην κεντρική πλατεία Τραφάλγκαρ του Λονδίνου, για να γιορτάσουν το θάνατό της.

3.
ΚΑΙ ΝΕΑ ΕΠΙΘΕΣΗ ΑΚΡΟΔΕΞΙΩΝ ΣΕ ΜΑΓΑΖΙΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ...ΤΟ ΚΑΦΡΙΛΙΚΙ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΙΣΤΩΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο του κομπλέ.

Ναι ρε σου λέω, το 'φτιαξα, το 'κανα κομπλίκι. Καλύτερο από πριν!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

μπουλασιλίκι, μπουλασικλίκι, μπουλασίκης

Τουρκομερίτικη ρεμπετιά που παραπέμπει σε θυμό, αγριάδα, ή και αγύριστο κεφάλι.

♪♫ Ασ' το μπουλασιλίκι σου, αμάν αμάν,
και πάψε το σινάχι
Και δεν ανακατεύομαι σινάχη μου
σε ότι κι αν σου λάχει
♪♫
(Μ. Βαμβακάρης, «Ο σινάχης», 1934)

Η σλανγκιά χρησιμοποιείται ενίοτε κι ως φιλοφρόνηση:

Η προσφώνηση «μπουλασίκι μου» χρησιμοποιείται θετικά, όπως ντερβίση μου, μάγκα μου, κλπ. Τη συναντάμε και στη Δροσούλα του Καζαντζή. (Γεια σου, ρε Βασιλάκη μπουλασίκη μου και ψάχνοντας το Μαχαλόμαγκα μες στην ταβέρνα…) (εκεί)

Ετυμολογικά, μάλλον ενοχοποιείται το bulaşık / bulaşıcılık που (μεταξύ άλλων) σημαίνει βρωμιάρης, μιαρός, επαίσχυντος, ύποπτος, σκιερός, και παράνομος. Σκεπτόμενoς πάντως εκτός κυτίου o Sarant αναρωτιέται εάν κάποιοι παπαρετυμολογούν τον μπουλασίκη ως είδος υπερθετικού του ασίκης, προφ εκ των bol bol (πολύ) και aşιk (ερωτιάρης).

Σλανγκασίστ: Ξη και Δων.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οπαδιλίκι είναι η πλειοδοσία σε πίστη και αφοσίωση προς μια αθλητική ομάδα, που όμως γίνεται υστερόβουλα, προς εξυπηρέτηση ίδιων συμφερόντων.

Πουλώντας οπαδιλίκι καπελώνουμε τους αμφισβητίες μας και εγγράφουμε υποθήκη για την ανάδειξη μας σε πυλώνα της ομάδας, είτε αγωνιστικά (αν είμαστε αθλητές), είτε διοικητικά (αν είμαστε παράγοντες).

Παράδειγμα οπαδιλικιού είναι οι ξέφρενοι πανηγυρισμοί του διοικητικού παράγοντα Αχιλλέα Μπέου μέσα στη βροχή μετά από μια νίκη του Πανιωνίου επί του Πρέσβη ή οι δηλώσεις του προπονητή του μΠΑΟΚ Φερνάντο Σάντος, ότι ορθώς ο αμυντικός της ομάδας του Πάμπλο Γκαρσία γρονθοκόπησε εκτός φάσης τον Ντιόγκο του Ολυμπιακού, «αφού ο τελευταίος τον είχε προκαλέσει».

Το οπαδιλίκι είναι καταδικασμένο στην συνείδηση των υγιών φιλάθλων, ωστόσο εντυπωσιάζει τους ευκολόπιστους οπαδούς και αποφέρει (βραχυπρόθεσμη έστω) ανανέωση της εμπιστοσύνης τους, μέχρι το επόμενο στραβοπάτημα της ομάδας, οπότε το κράξιμο γίνεται χοντρότερο.

Το λήμμα σχεδόν απαράλλαχτα συντάσσεται με το ρήμα «πωλώ».

Συνώνυμο: βασιλικότερος του Βασιλέως

(Σχόλιο οπαδού της ΑΕΚ σε blog αναφορικά με τις δηλώσεις του Ντούσαν Μπάγιεβιτς ότι «Στην ΑΕΚ νιώθω σαν στο σπίτι μου»):

Δεν είναι οπαδιλίκι αυτό; Δεν είναι μεγάλη δήλωση; Πουλάει οπαδιλίκι γιατί το έχει ανάγκη. Τέτοιος ήταν πάντα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

παοκτζιδιλίκι, βαζελίκι, αεκτζιλίκι

Είναι να πουλάς παραγοντιλίκι και οπαδιλίκι (σύμφωνα με τους άριστους ορισμούς των slangprof και allivegp αντιστοίχως), με αναφορά σε συγκεκριμένη ομάδα.

Οπαδιλίκι είναι η πλειοδοσία σε πίστη και αφοσίωση προς μια αθλητική ομάδα, που όμως γίνεται υστερόβουλα, προς εξυπηρέτηση ίδιων συμφερόντων.
Πουλώντας οπαδιλίκι καπελώνουμε τους αμφισβητίες μας και εγγράφουμε υποθήκη για την ανάδειξη μας σε πυλώνα της ομάδας, είτε αγωνιστικά (αν είμαστε αθλητές), είτε διοικητικά (αν είμαστε παράγοντες).

Αν όπου οπαδιλίκι, βάλεις παοκτζιδιλίκι / βαζελίκι / αεκτζιλίκι και προσθέσεις μπόλικο νταηλίκι + παπατζιλίκι, αλλά και ολίγην από νταβατζιλίκι, τότε έχεις το τέλειο μίγμα παράγοντα Εδεσσαϊκού και παράγκας.

Σχεδόν πάντα πάει σετάκι με το πουλάω.

  1. Παοκτζιδιλίκια, βλαχομαγκιές και Μακεδονομαχίες. ΕΔΩ

  2. Ο Τζαβέλας δεν υπολογίζεται πλέον απο τον Άγγελο!! μπραβο, κωλοπαιδαρακι ειναι τζαμπα μαγκας και πουλάει ΠΑΟΚτζιδιλικι.. στα τσακίδια #PAOK (εδώ)

  3. δεν μου γεμιζει καθολου το ματι ο σαλπιγγιδης κ δεν πιστευω οτι θα ταιριαξει στην αεκ. αλλο πραγμα ηγετης στην αναμπουμπουλα κ τη διαλυση πουλώντας παοκτζιδιλικι στους απελπισμενους κ αλλο διακρινομαι σε μια σοβαρη ομαδα με καχυποπτους, απεναντι σε σωτηρες κ μαγους παιχτες, οπαδους. (forum.aek)

  4. -ελεος ρε με το σανο που σας ταιζουν εκει. ΘΕΛΗΜΑ ΘΕΟΥ!
    -γιαυτο πουλάει παοκτζιδιλικι ... θα πληρωνετε ενα ακομη δημοσιο υπαλληλο ... gazzetta.gr

  5. όταν πρόπερσι έλεγε ότι πάει σε μεγαλύτερη ομάδα κτλ ... εσείς τον παίζατε με μανία και χαιρόσασταν. Ε δείτε τώρα με τι ευκολία πουλάει βαζελίκι (όπως τότε πουλούσε παοκτζιδιλίκι) και τι βαρύγδουπες δηλώσεις κάνει.

  6. Αλαφούζος και Ψυχάρης μόνο το βαζελίκι έχουν κοινό.. όχι και κάτι άλλο συνώνυμο σε -ίκι..; ΕΔΩ

  7. Τι βαζελίκια ρε πστμ! ΕΔΩ

  8. Έτσι...για να κοπεί η πλάκα, το χιούμορ και τα "αεκτζιλίκια"! ΕΔΩ

  9. Βρε ανθρωπαριο, δεν θα βαλεις ποτε μυαλο; Ποτε πουλας... Παναθηναιλικη ποτε πουλας... ΑΕΚτζιλικι... ΕΔΩ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός,-η,-ό που παραπέμπει σε τρολ, όπως το ορίζουν τα σκανδιναβικά ήθη κι έθιμα. Αναφέρεται σε άτομο αντίστοιχων ιδιοτήτων, με αντίστοιχη έκφραση στο πρόσωπο, δηλωτικής του άι κιου του πράγμα που συμπεραίνεται από τα λεγόμενα και τα πεπραγμένα του. Η σύγχρονη μόδα απαιτεί μια παρέα να έχει οπωσδήποτε ένα τρολίκι σε ρόλο γελωτοποιού για να σπάνε οι άλλοι πλάκα με τα καμώματα και τα φερσίματά του(Παρ.2). Κάποιες φορές όμως ο συνωστισμός τους είναι ενοχλητικός, όταν τρολίκια =/> (ίσα ή μεγαλύτερα) άτομα παρέας(Παρ.1). Εξαρτάται το αν είναι ευπρόσδεκτα ή όχι αναλόγως των επικοινωνιακών περιστάσεων. Αυτοί συνίσταται να είναι παρόντες για πλάκα. Σε σοβαρά μητινγκ μπορούν να σε ξεφτιλίσουν. Ο αριθμός συσσώρευσής τους παίζει σημαντικό ρόλο ως προς το ζητούμενο παραγόμενο αποτέλεσμα. Η σημασιολογική χροιά της λέξης κυμαίνεται από βρισιά έως αστειότητα. Συνώνυμα: μόγκολα, πίκπα.


1.- Θά' ρθεις σήμερα σινεμά; Θά'ναι η Καίτη, ο Βρούτος, ο Μπομπ ο Σφουγγαράκης και ο Πάτρικ... Είσαι;
- Άσε με μωρέ, που θα βγω με τα τρολίκια...
2.- Πω, ρε ο Στέφανος δεν παίζεται... Να τον πάρεις στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου!
- Έλα ρε, φέρ'τονα σήμερα το παλιοτρολίκι να γελάσουμε... Θα κόψουμε φλέβα απόψε με τους ψευτοκουλτουριάρηδες που φαγώθηκες να βγούμε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία