Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Νιουμπίδι ή νιουμπίδιον: ο τύπος ο οποίος είναι πρωτάρης στα PCέα και δεν νικάει ούτε με σφαίρες. Συνώνυμο του νουμπάς.

Πω, ρε μαλάκα, αυτός έχει φάει 100 defeat. Είναι τέρμα νουμπίδι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο αρχάριος που βιάζεται να μάθει και επιδεικνύει τις λίγες του γνώσεις στους άλλους. Συνήθως συνταντιέται μεταξύ των gamers και των κομπιουτεράδων.

- Πρόσεχε ρε συ μη φας καμιά sniperιά από τον τυπά και σου φύγει το κεφάλι.
- Κάτσε στα αυγά σου ρε νουμπά, που θα μου πεις τι θα κάνω.

Και νιούμπης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αγγλικανιά για αυτόν που δεν έχει ζωή, για τον λούζερ, για αυτόν που ολόκληρη η (μη) ζωή του μόλις και μετά βίας θα έφτανε σε συναρπαγή και βίωμα μία βραδιά από τη ζωή του Βασίλη Τερλέγκα. Οι νόου λάιφερς βρίσκονται παντού, αλλά κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, φλώρουμ και σάη. Επίσης στα γκέιμζ/ βιντεοπαιχνίδια. Τους καταλαβαίνεις από το πόσο πωρωμένοι - καμένοι είναι, από το ότι γράφουν ακατάπαυστα και από κάποιες άλλες ενδείξεις, λ.χ. από το πότε γράφουν. Υποθέτουμε ότι είναι άνεργοι, άεργοι, πάντως όχι άστεγοι γιατί μένουν αγαμήτου και απάρτου γωνία. Και κυρίως τους καταλαβαίνουμε από το ότι εμπλέκονται ως τηλέμαχοι σε διαδικτυακές έριδες, όπου φαίνεται ότι ξέρουν όλα τα κουτσομπολιά που κυκλοφορούν στο νέτι γιατί δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν και τρώνε τρελά σκαλώματα με κάποιες έριδες που έχουν γίνει προ Χριστού, και τις κρατάνε ιντερνετικό μανιάτικο, γιατί δεν έχουν πού αλλού να διοχετεύσουν την προσοχή τους. Η απάντηση σε όλα αυτά είναι get a life ή ως αρκτικόλεξο: gal.

Disclaimer: Όλα τα παραπάνω δεν ισχύουν για όσους γράφουν πολύ στο σλανγκρ, όπου είναι απολύτως φυσικό να περνάμε ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας λόγω της αγάπης μας για την αργκό και για να μεταλαμπαδεύσουμε εξάλλου γλωσσικώς τις εμπειρίες μας από μια ζωή γεμάτη σεξ, ναρκωτικά, αυτοκίνητα, στρατό, περιθώριο. Καλού κακού πάντως, για να μη με πείτε νόου λάιφερ σταματώ τον ορισμό εδώ παραπέμποντας στο Urban για περισσότερα.

  1. και ο καλύτερος τρόπος ενα φριστάιλ να γράψω να κράξω τον κάθε νόου λάιφερ φορουμίτη οι ρίμες μου πονάνε, θα του βγούνε απ'τη μύτη. (Χιπχοπάς στιχώνει).
  2. ΠΑΛΙ ΜΕΣΑ ΠΕΣΑΤΕ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ ΜΟΥ ξημεροβραδιάζονται στο προφίλ μου οι νόου λάιφερς και καλά κάνουν αλλά πόσο χαίρομαι για το γλέντι που κάνω στη χολή τους. (Από Φέισμπουκ).
  3. Έχω ξυπνήσει από τις έξι Κυριακάτικο και κάνω υπομονή να τουιτάρω στις οκτώ έτσι για να μη με πείτε και τίποτα παράξενη ή νόου λάιφερ. (Από Τουίτερ).
  4. Kαι ενα για τους νόου λάιφερ που δεν κάνουν τίποτα εκτός από το να λιώνουν εδώ. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γενικώς οποιοδήποτε πλάσμα πρέπει να σκοτώσεις σε ένα video game.

Η έκφραση βγαίνει απο ένα ανέκδοτο όπου ένας κυνηγούσε πλασματάκια στη ζούγκλα τα οποία ονόμαζε «νομιστεράκια»... στην πραγματικότητα ήταν πυγμαίοι και φώναζαν «no mister!» όταν τους σκότωνε (χαχα).

Και αφού μαζεύτηκε το party, κάναμε όλα τα spells προστασίας, πήγαμε τις δυνάμεις μας στο φουλ, κάναμε ντου στη σπηλιά. Αλλά πολύ παλούκι αυτή η αποστολή. Μόλις μπήκαμε άρχισαν να βγαίνουν απο παντού νομιστεράκια. Μας διέλυσαν!

Και κρέας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκ του αγγλικού newbie. Ο «νέος» και άρα περιορισμένων ικανοτήτων σε κάποιο αντικείμενο, κυρίως βιντεοπαίγνιο.

Βαρέθηκα να παίζω με σας τους νιούμπηδες πια. Δεν έχει και πολύ ενδιαφέρον πλέον... Neeeext;

Και νουμπάς.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λέμε για τον εχθρό που εμφανίζεται ξαφνικά σε ένα ηλεκτρονικό παιγνίδι και δυσκολεύει η κατάσταση ή χάνουμε σχεδόν αμέσως. Συνήθως λέγεται για το γνωστό λευκό φαντασματάκι στο Bubble Bobble που βγαίνει και μετά πρέπει να βιαστούμε αλλιώς την την πουτσίσαμε.

Παίκτης που παίζει Bubble Bobble σε φίλο του:

- Φτου σου! Βγήκε ο μπούρμπουλης και έχασα κανονάκι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτιξα Το μπουκι βγαίνει από το τσιμπούκι δηλαδή το στόματικο σεξ. Συνυποδηλωτικά το μπουκι σημαίνει ότι κάποιος ξευτιλισε κάποιον Ακόμα η λεξη μπουκι χρησιμοποιειται αντί της λέξης bookers στο στοιχημα.Μπουκι είναι αυτοί που φτιάχνουν τις αποδόσεις στις στοιχηματικες εταιριες

-Βγηκες Με την Χριστίνα χθες -Ναι ρε μου κάνε ενα μπουκι και τα καρούλια μέσα

-Ποπό μαλακά Σοφοκλή μπουκι τον πήγα τον Παράσχο στο fifa

-εχασα την Γιουβέντους στο 1.08 με την Κάλιαρι -Παλι σε γάμησαν οι μπουκι ρε Θωμακο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το αγγλικό bot, συντομογραφία του robot. Λέγεται φυσικά και μποτ, χωρίς χαϊδευτικά.

Μποτάκια είναι οι εικονικοί παίκτες σε ένα παιχνίδι, κυρίως FPS, τους οποίους χειρίζεται ο υπολογιστής. Ο σκοπός τους είναι να γεμίζουν έναν σέρβερ με «κόσμο» ώστε να μη διστάζει κάποιος πραγματικός παίκτης να μπει και να παίξει. Μποτάκια χρησιμοποιούνται π.χ. στο Counter-Strike, στο Quake, στο Unreal Tournament.

Πρόκειται για λύση ανάγκης, ιδίως παλαιότερα που οι ταχύτητες του ίντερνετ δεν ήταν καλές και το παιχνίδι online σήμαινε ένα μεγάλο ρίσκο για την ψυχική σου υγεία (τον έχεις στο σκόπευτρο για ένα απολαυστικό kill και κολλάει η γραμμή - επανέρχεται και ανακαλύπτεις ότι είσαι ήδη νεκρός). Το πρόβλημα έγκειται στην τεχνητή νοημοσύνη του μποτ που είναι, συνήθως, σκατά. Βλέπεις δηλαδή τους δήθεν παίκτες να κουτουλάνε πάνω σε τοίχους, να σκαλώνουν σε πόρτες και άλλα εκνευριστικά. Ή, ακόμα χειρότερα, βλέπεις να κοιτάνε αλλού, ότι ντεμέκ και καλά δεν σε είδανε και, μόλις φάνε την πρώτη σφαίρα, γυρίζουν 180 μοίρες σε μισό κλικ του δευτερολέπτου και σε πετυχαίνουν με την πρώτη σφαίρα στο κεφάλι.

Μποτάκια επίσης υπάρχουν σε ιστοτόπους με τη μορφή εικονικών χρηστών. Είναι το αποτέλεσμα λογισμικού που «καταλαβαίνει» το πώς γίνεται το sign in και εγγράφει αυτόματα χρήστες με τυχαία ονόματα και απώτερο σκοπό είτε να καταχωρεί διαφημιστικά σχόλια τ. «Για δωρεάν ταινίες που μόλις βγήκαν σε κινηματογράφους επισκεφθείτε εδώ», είτε απλώς να σπαμάρει.

Αυτός ο εκνευριστικός, μη ανθρώπινος συνδυασμός μηχανιστικής ηλιθιότητας και ανέμπνευστης σκέψης με εκλάμψεις απροσδόκητα καταστροφικής δράσης είναι που οδήγησε το μποτάκι να ενσωματωθεί και σε μη gaming περιβάλλοντα. Μποτ ή μποτάκι λοιπόν, όταν αναφέρεται σε ανθρώπους, είναι ο άκυρος, ο ανεκδιήγητος, ο οφ. Ο τραγικός, ο πειραγμένος, ο αλέν ντελόν, ο γεια σου.

  1. - Άντε μπείτε στην dust!
    - Τι να μπούμε ρε μαλάκα, με μποτάκια θα παίζουμε τώρα; Πάμε σε καμιά άλλη να γουστάρουμε σφαγή.

  2. - Άνοιξε κάνα παράθυρο ρε φίλε, ντουμανιάσαμε εδώ μέσα.
    - Πώς ανοίγει το γαμίδι... κρατς! μπαμ! ντουπ!
    - Σιγά! Σιγά ρε μποτάκι, γύρνα πρώτα το χερούλι και μετά τράβα, για όνομα να πούμε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που στο γνωστό videogame counter-strike βαράει μέσα από τοίχους σε άκυρα σημεία της πίστας, μπας και σκοτώσει τον αντίπαλο. Το αποτέλεσμα είναι πάντα αρνητικό και προκαλεί την οργή των συμπαικτών του, διότι όχι μόνο χαλάει άσκοπα τις πολύτιμες σφαίρες του, αλλά κάνει και υπερβολικό θόρυβο και οι αντίπαλοι δεν αφήνουν την ευκαιρία να πάει χαμένη καθώς θερίζουν όποιον βρουν μπροστά τους.

(μέσω chat): 'ΜΑ ΚΑΛΑ ΕΙΣΑΙ ΜΠΕΤΟΒΛΑΚΑΣ ΡΕ SILENT_HUNTER;'

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ban (μόνιμη απαγόρευση εισόδου) που τρώει κάποιος από ένα chatroom, site κλπ. επειδή δε συμμορφώθηκε με τους κανόνες, ή απλά επειδή ο admin δε γουστάρει τη φάτσα του και θέλει να τον πετάξει εκτός.

Επίσης, υπάρχει και το συνώνυμο «μπάνιο» (ή banιο).

– Τι λέει, μπήκες καθόλου τελευταία στο www.superwowtsonta.com?
– Άσε πίκρα... Άφηνα το pc βράδια ολόκληρα να κατεβάζει από κει συνέχεια και τελικά έφαγα μπανάνα... Αυτά παθαίνει όποιος δε διαβάζει πρώτα τους κανόνες.

Φάε τη μπανάνα! (από Cunning Linguist, 23/04/09)Έφαγα μπανάνα! (από panos1962, 19/11/09)

Σχετικά: μπανάκι, μπανιστάν. Βλ. και μπαν-άνα, η

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία