Επιλεγμένες ετικέτες

Η φάλια ήταν η τρύπα που είχαν στο πίσω μέρος τα παλιά εμπροσθογεμή όπλα και κανόνια, μέσω της οποίας πυροδοτούνταν η γόμωση με κάποιο φιτίλι, αναμμένο καρβουνάκι, δαυλί ή τελοσπάντων ό,τι διάολο βάσταγε ο πυροβολητής.

Στο δεύτερο παράδειγμα η φάλια φαίνεται να σημαίνει το λεπτοτριμμένο μπαρούτι που γέμιζε την τρύπα, λειτουργώντας σαν φιτίλι / καψούλι που προκαλούσε την ανάφλεξη της κύριας γόμωσης. Tα λέει εδώ χαρτί και καλαμάρι για το falya barutu.

Σε αυτό εδώ το κυπριακό σάιτ οι φάλιες (πληθ.) σημαίνουν προβλήματα / μπερδέματα, αλλά και τις τρύπες που ανοίγουν οι νταμαρτζήδες στον βράχο για να χώσουνε το -βάρδαααα!!!!- φουρνέλο.

Ετυμολογικώς βουτήξαμε τη falya απ' τους Τούρκους, που είχαν κατσικώσει απ' τους Ιταλούς τη falla (=ρήγμα σε πλοίο / διαρροή / τρύπα), πάνω στον κακό χαμό σκάσανε κάτι Προβηγκιανοί με τη falha τους και κάτι Παλαιογάλλοι με μιά faille και πήραν φωτιά τα τόπια. Τεσπα, στο τέλος πλακώσανε όλοι μαζί τους Ρωμαίους που με το ρήμα fallere (μεταξύ άλλων παναπεί ξεγλυστράω / κυλάω / διαφεύγω) προκάλεσαν το όλον νταβαντούρι. Πιό πίσω απ' τα λατινικά έχει κάτι ινδοευρωπαϊκά περίεργα, όμως αυτοί οι ινδοτέτοιοι έτσι κι αλλιώς είναι όλοι τους από καιρό εντελώς πεθαμένοι, αλλά και τότε που ζούσανε δεν είχανε κανόνια, οπότε ποιός τους γαμεί κι αυτούς...

Πάω τώρα γιατί αυτά δεν είναι σλανγκ, ντροπής πράματα.

Ήτανε μαζεμένοι καμιά δεκαριά συντρόφοι μέσα στ' αμπρί μου και λέγανε παραμύθια σαν έπεσαν οι πρώτες ασφυξιογόνες με τον ξεχωριστό κούφιον κρότο τους. Στην αρχή τις πήραμε για κοινές οβίδες που βουτούσανε στο βρεγμένο χώμα δίχως να σκάνουν. Μερικοί κιόλας φωνάζανε τη συνηθισμένη κοροϊδία: Ίσκααα! Κατέβασε φάλια μωρέε! Και συνέχιζαν το παραμύθι τους ανέμελοι.

Στρ. Μυριβήλης, Η Ζωή εν Τάφω.

Κείνος πάει και ξεκρεμάει ένα παλιοτούφεκο σκουριασμένο, γεμάτο απ' τα ορτυκοπεράσματα, βάζει φάλια κι ένα καψούλι, ανοίγει το παραθύρι και ρίχνει μιά στον αγέρα.

Επίσης μυτιληνιό, του Στρ. Αναστασέλλη, Κερατοζωή.

Ευχήθηκαν καλή αντάμωση στον άλλονε κόσμο και τράβηξαν στα πόστα. Σε κάθε κανόνι τάχθηκαν τρεις ως τέσσερις κανονιέρηδες μ' έναν αρχικανονιέρη. Βάλανε τις μίκες στις φάλιες, ανάψανε το λυχνάρι με το λάδι κ' είχαν έτοιμες τις μακριές μίτζες για να πάρουνε φωτιά απ' αυτό.

εδώ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία