Β πρόσωπο αορίστου της ενεργητικής φωνής του ρήματος φεύγω.

Χρησιμοποιείται αυτόνομα στο λόγο με προστακτική σημασία, ως δηλωτικό βεβιασμένης λήξης συνομιλίας η οποία οφείλεται είτε στην έλλειψη χρόνου, είτε στον (μεγαλύτερο ή μικρότερο) εκνευρισμό του προσώπου που το απευθύνει.

  1. Δεν είναι ώρα τώρα να μου κάνεις ανάλυση. Ίσα που προλαβαίνεις το λεωφορείο. Άντε! Έφυγες, έφυγες!

  2. Κόφτο. Είσαι υποκριτής και στην τελική μεγάλο καθίκι. Δε θέλω μα και μου. Τέλος. Έφυγες!! Τώρα! Πριν σ' αρχίσω στις γρήγορες!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση αγανακτισμένης προσπάθειας αποπομπής ανεπιθύμητου τύπου, στην προστακτική.

Αρβανίτικης καταβολής.

Σημαίνει, «άντε φύγε από δώ», «α πάγαινε!» και «άει προχώρα». Άλλη συνώνυμη φράση το «άντε χάσου από μπροστά μου!».

Το ψαγμένο της υπόθεσης είναι ότι σχετίζεται με την «πορεία» και μοιάζει πολύ με αρχαιοελληνική προστακτική του νεότερου «άντε πορεύσου!».

Ακούγεται σε λατρεμένα χωριά της Βοιωτίας (Κυριάκι και πέρα), της Κορινθίας (Σοφικό και πάνω) κι αλλαχού.

Διάλογος:

-«Mάνα μου, η μπίθα σου! Θες να κίχου-κίχου;»

-«Άει πόρου, σαχλέ!»

Η προστακτική στην αργκό: -έκα, , άι πόρου, άμε, έμπαινε, κατέβαινε, μπέκα, πάνε, πιάκε, τσάκω· ακόμη: προστακτική αντί για απαρέμφατο, συνεχής προστακτική ως στιγμιαία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φράση έχει δύο χρήσεις, από τις οποίες πιο συνήθης η δεύτερη:

  1. Κυριολεκτική: Ως προστακτική ενεστώτα του ρήματος μπαίνω, άλλος τύπος των «μπες!», «έμπα!»

  2. Μεταφορική: Χρησιμοποιείται από τον ομιλητή για να παρακινήσει κάποιον σε κάτι καλό που έχει ξεκινήσει να κάνει, συνώνυμο των «Προχώρα!», «Καλά το πας!».

  1. Έμπαινε στο αμάξι ρε, κι έχουμε αργήσει! Θα μας χέσει πάλι ο άλλος!

  2. - Μ' αρέσει πολύ η Δανάη, η καινούρια... Και μου έχει δείξει κι αυτή δείγματα ότι ενδιαφέρεται!
    - Έμπαινε, μεγάλε!! Και για πες λεπτομέρειες... Το κινητό της το έχεις;;

Έμπαινε, Γιούτσοοοο (από allivegp, 12/12/09)

Κλασική πλέον η φράση έμπαινε Γιούτσο!, δες και γιούτσος.

Η προστακτική στην αργκό: , -έκα, , έμπαινε, έφυγες, κατέβαινε, μπέκα, πάνε, πιάκε, τσάκω· ακόμη: προστακτική αντί για απαρέμφατο, συνεχής προστακτική ως στιγμιαία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μαγκιόρικη εκδοχή της προστακτικής «μπες». Ουδεμία σχέση με μπεκ πετρελαιοκινητήρων. Οιαδήποτε σχέση με Αστυνόμο Μπέκα-Ιεροκλή-την-έχω-δει-και-πολύ-γαμάουα-εκεί-στο-ντακάπο-που-αράζω, ερευνάται μετά πάσης επιμελείας.

Σοβαρά τώρα: Το «μπέκα» κάθεται ωραία στο αυτί (δλδ να το ακούς) και στο στόμα (δλδ να το προφέρεις) καθότι δισύλλαβο. Όλα τα δισύλλαβα είναι ρε πούστη μου πιασάρικα. Φαίνεται ανταποκρίνονται σε τίποτα στοιχειώδεις δομές εξέλιξης του ανθρώπινου εγκεφάλου και τα ρέστα (τεσπά, γλωσσολόγος δεν είμαι, όχι ακόμη τουλάστιχον).

Τσάκω τώρα παραδείγματα: Βίκη, Λένα, Ρένα, Σάσα, Μάσα, Γωγώ, Λίτσα, Νίτσα, Πίτσα, Τζίνα, Μίνα, Λίνα και λοιπά δευτεράντζικα - και καλά - ονόματα που παίζουν σε 090 καταστάσεις (ένας φίλος μου έχει πει το μεγαλειώδες, ότι δεν πάει με γκόμενα που το όνομά της έχει πάνω από δύο συλλαβές).

Ειδικότερα: το «Μπέκας» πρέπει να είναι αρβανίτικο (ή αλβανικό, μικρή η διαφορά). Βλ. και Λιάπης, Τόσκης, Γκέκης κλπ. Το «μπέκα» επανασυνδέει το λοιπόν - εν πολλοίς ασυνειδήτως - κάποιους από μας με τις αρβανίτικες ρίζες μας. Και δε μιλάμε για ένα απλό δισύλλαβο, αλλά για δισύλλαβο περιέχον ένα από κείνα τα διπλά τα σύμφωνα (μπ, ντ, γκ) που όσο να το κάνεις τη βγάζουν μια μαγκιά, μια αντρίλα, μια λαϊκότητα. Είναι μια απόλαυση να εκστομίζεις λεξούλες όπως μπάσταρδος, μπάστα, γκαμήλω (nick ομοφυλόφιλων), αγγούρι, νταξει, ντάγκλα, νταγλαράς κ.ο.κ.

(δεκαπεντάχρονα έξω από μπουρδέλο)

- Ρε Μήτσο, να το αφήσουμε καλύτερα; Έχω ακούσει εδώ Φυλής δεν παίζουν ωραία μουνιά...
- Ρε άστα σάπια μωρή κότα... Σε τα μας;... Αφού είπαμε, σήμερα χάνεις παρθενιά, δεν το 'παμε;
- Ναι ρε Μήτσο, το 'παμε, αλλά εμένα μου 'χει πάει το σκατό στην κάλτσα.
- Άιντε ρε μπέκα μέσα τώρα που βγήκε αυτός ο πακιστανός κι άσ' τα πολλά τα λόγια..

(από johnblack, 20/05/09)

Η προστακτική στην αργκό: , -έκα, , έμπαινε, έφυγες, κατέβαινε, μπέκα, πάνε, πιάκε, τσάκω· ακόμη: προστακτική αντί για απαρέμφατο, συνεχής προστακτική ως στιγμιαία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία