Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Aὐτὸς ποὺ τὰ τσακώνει, τ' ἁρπάζει, τὰ πιάνει, τὰ παίρνει, λαδώνεται τέλος πάντων ρὲ παιδί μου...

Ὁ ὁρισμὸς αὐτὸς δὲν σκοπεῖ εἰς ἀντικατάστασιν ἢ συμπλήρωσιν τοῦ προηγουμένου. Ἀποτελεῖ διαφορετικὴν ἔννοιαν, προερχομένην ἀπὸ τὴν ἐνεργητικὴν φωνὴν τοῦ ρήματος: τσακώνω = πιάνω, τσακώνομαι = πιάνομαι (ἐννοεῖται στὰ χέρια).

Ἡ προσφορὰ πρὸς τὸν τσακωματία μπορεῖ νὰ γίνῃ σιωπηρῶς (πιὸ διακριτικὰ νὰ ποῦμε), ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ἴδιο τὸ ῥῆμα, στὴν προστακτική. Ἐνίοτε προστίθεται καὶ ἕνας προσχηματικὸς σκοπὸς τῆς «χορηγίας», προαιρετικῶς, γιὰ νὰ δοθῇ πιὸ φιλικὸς τόνος: «Τσάκω αὐτὰ ἐδῶ γιὰ ἒνα καφφέ» (κατ' ἄλλους μπύρα, κρασὶ κλπ). Στὴν περίπτωσι ποὺ ὁ προσχηματικὸς σκοπὸς εἶναι κατανάλωσις οἰνοπνευματώδους, κινδυνεύει ὁ «χορηγὸς» νὰ δεχθῇ τὴν ἀναιδῆ ἀπάντησι: «Βάλε κάτι καὶ γιὰ τὸ μεζέ...»

τσακωματίας λειτουργός, ὑπάλληλος κλπ εἶναι ὑποχρεωτικῶς ἄρρην. Τὸ θηλυκὸν εἶναι ἀμάρτυρον.

Ἀπὸ ταξινομικῆς πλευρᾶς, σὲ εὐνομούμενες χῶρες θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθῇ σλάνγκ τῆς ἐφορίας, τῆς πολεοδομίας, τοῦ ΕΣΥ κλπ. Σὲ μερικὲς ὅμως δημοκρατικὲς χῶρες τοῦ Εὐρωπαῐκοῦ Νότου ἐπεκράτησε νὰ θεωρῆται ἐθνικὴ σλάνγκ, ὥστε νὰ μή γίνωνται ταξικὲς καὶ ἐπαγγελματικὲς διακρίσεις.

— Ρὲ Μῆτσο, ἦρθε μιὰ πανταχοῦσα γιὰ κεῖνο τὸ μπαλκονάκι, τὸ πίσω, ποὺ τὄκλεισα πέρυσις, θυμᾶσαι; Προστίματα, λέει, χοντρά, καὶ ἱστορίες μὲ φίδια... Πῶς ξαγκιστρώνουμε;
— Ἁπλοῦν! Τσακώνεις δυὸ μαβιά, χωρὶς φακελλάκι, μαλάκα, νὰ φαίνωνται. Πᾶς στὸν Καραμπαρμπουνογιαννακόπουλο στὴν πολεοδομία. Μεγάλος χλιμίτζουρας ἀδερφάκι μου καὶ τσακωματίας. Ἀλλὰ ξηγιέται ἴσα...

(Οἱ ὁδηγίες τοῦ Μήτσου συνεχίζονται διὰ μακρῶν, ἀλλὰ τὸ παρακάτω ὑπερβαίνει τὸν σκοπὸν τοῦ παραδείγματος.)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ετυμολογία: πεσιματ- (αλλόμορφο του θέματος πεσιμ- < πέσιμο) + -ίας. Προέρχεται από τη λέξη πέσιμο με την αντίστοιχη σημασία.

Αυτός που φλερτάρει έντονα, την πέφτει δηλαδή συνεχώς σε γυναίκες, όντας όμως πιο συστηματικός, πιο μεθοδικός, με θεωρητικό και άλλον οπλισμό, ικανό να «υποστηρίζει» τις ενέργειές του και να τους δίνει τις απαραίτητες ιδεολογικές προεκτάσεις. Οι προσπάθειές του στέφονται σχεδόν πάντοτε με επιτυχία.

  • Συνώνυμοι (και ετυμολογικά συγγενείς) όροι με τον παραπάνω είναι οι εξής:

- πεφτάκιας (= σε αντίθεση με τον πεσιματία είναι πιο άμεσος, πιο πρακτικός και λιγότερο «συγκροτημένος». Δίχως ιδιαίτερες απαιτήσεις ή προτιμήσεις, γενικώς «την πέφτει» σε οποιοδήποτε θηλυκό δει. Συνήθως είναι πρώην πεσιματίας που με τα χρόνια άλλαξε κατηγορία).

- πέφτουλας (μπορεί να ήταν κάποτε πεφτάκιας και να ξέπεσε - σημασιολογικώς πιο κοντά στη λέξη λιγούρης).

- πεφτρόνι (= αυτός που μάλλον κινείται στον αστερισμό του «ό,τι αρπάξουμε» και «ό,τι κάτσει», είτε λόγω του νεαρού της ηλικίας του είτε και λόγω περιορισμένων προσόντων και δυνατοτήτων).

  • Μπορούμε να υποθέσουμε μια άτυπη ιεραρχική σειρά μεταξύ των τεσσάρων αυτών όρων, με τον εργατικό, φιλομαθή και γεμάτο κύρος πεσιματία να βρίσκεται στην κορυφή. Ακολουθούν ο «μη συγκροτημένος» πεφτάκιας, ο έκφυλος και ξεπεσμένος πέφτουλας και τέλος το αδιάφορο, σεμνό και ταπεινό πεφτρόνι.

  • Οι όροι αυτοί είναι μεν συνώνυμοι, αλλά όχι ταυτόσημοι: ο καθένας έχει την ιδιαίτερη σημασιολογική του απόχρωση. Αυτό όμως δε σημαίνει πως οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των παραπάνω σημασιών και επιμέρους κατηγοριών (όσων αφορά την άτυπη σημασιολογική τους ιεράρχηση) είναι απόλυτες και ανελαστικές. Μπορεί λ.χ. κάποιος να χρησιμοποιεί και τις τέσσερις λέξεις δηλώνοντας την ίδια σημασία (και μάλιστα οποιαδήποτε από τις παραπάνω τέσσερις) κ.ο.κ.

[Οι παραπάνω ορισμοί και παρατηρήσεις προέρχονται από το άρθρο Πέφτοντας, της στήλης Ιντερμέδιο του Ανδρέα Παππά, εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 16/03/2007].

Ρε συ πολύ πεσιματίας αυτός ο Γιάννης. Όποιο γκομενάκι του γυαλίσει το ρίχνει αμέσως!

Το σουτιέν του μπαμπά μου - Πεσιματική Α.Ε. στην παραλία (από Cunning Linguist, 12/09/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που κατά σύστημα μετέρχεται κολακειών για να πετύχει τους στόχους του.

Όταν η ενέργεια προέρχεται από άλλον προς όφελος άλλου, βάζω μέσον ή βύσμα: βάζω γλείψιμο ή βάζω μεγάλο γλείψιμο (μεγάλο μέσον).

Ο Ψ είναι μεγάλος γλειψιματίας γι' αυτό και προχωράει τόσο ενώ δεν έχει καθόλου προσόντα!

Μετράει το καλό γλύψιμο, μετράει. (από Galadriel, 23/02/09)(από patsis, 30/08/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία