Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες λαδοπoντικών:

A. [i]Λαδόποντιξ ο λίγδας[/i]

Ο εν λόγω 'πόντικας ενδέχεται να είναι λιγδοπρεπής επειδή:

  • Είναι εκ πεποιθήσεως άπλυτος και τσακωμένος με τα σαπούνια,
  • Επέλεξε λιγδογόνο επάγγελμα (πχ ψήστης, μηχανικός αυτοκινήτων, κα). Ανάλογα με τις διπλωματικές του σχέσεις με το Ρεξόνα, συχνά παραμένει λαδοπόντικας και εκτός ωραρίου,
  • Είναι βικτιμάς υπερβολικού τζελαρίσματος ή κακής χρήσης άλλου προϊόντος καλλωπισμού.

Β. Λαδο[i]ποντίξ ο τρωκτικός[/i]

Το λιγδερό λουκ δεν είναι ούτε απαραίτητη αλλά ούτε και ικανή συνθήκη για να χαρακτησιστεί τις λαδο[i]πόντικας[/I]. Οι κύριες υποκατηγορίες, σε αύξουσα σειρά κυριολεκτικής τρωκτικοσύνης, είναι:

  • Ο τσιφούτης γερολαδάς του χωριού, ο οποίος εκμεταλλεύεται την μονοπωλιακή του θέση πουλώντας ληγμένα γάλατα προς € 2 το λίτρο. Συνήθως λειτουργεί και ως τοκογλύφος ή/και παιδεραστής ή/και μαστρωπός του χωριού,
  • Το πάντα διψασμένο γιά έλαια κρατικό τρωκτικό (εφοριακός, ιατρός, πολεοδόμος, κλπ) που κάνει τον βίο αβίωτο σε όσους δεν το λαδώσουν με γρηγορόσημο,
  • Διάφοροι καθηγητάδες κ.α. pop ταγοί με αρρωστημένα μυαλά που ακατάσχετα παπαρολογούντα αναπόδεικτα μη-επιχειρήματα τους στο απυρόβλητο. Εκτός Ελλάδος (ίσως και Γαλλίας), αναγκαστικά θα ακολουθούσαν άλλο επάγγελμα,
  • Άτομα που σμιλεύουν την κοινή γνώμη, με κυρίαρχους τους μουμουέδες δημοσιοκάφρους οι οποίοι κυνικά παραδέχονται ότι έχουν, στην καλύτερη περίπτωση, σκοτώσει την μάνα τους,
  • Οι κακώς εννοούμενοι άρχοντες της πολιτικής, του κομματικού παρακράτους, της εκκλησίας και της αγοράς που νέμονταιτα δημόσια και κοινοτικά ταμεία εις βάρος του κερασφόρου φορολογουμένου.

A. Λάδοποντικες

- Ειχα και εγω CBR 400 RR και με εξαιρεση προβλημα με το ρευμα (ανορθωτες) δεν ειχε παρουσιασει τιποτα άλλο (...) σιγουρα μου εκανε ολα τα γουστα και χωρις να φτανω στα ραντεβου με τα πιπινια σαν λαδοποντικας...
(από εδώ)

- Κερι μαλλιων: Το χρησιμοποιουμε (με φειδω για να μην καταληξουμε σα λαδοποντικες).
(από εδώ)

Β. Λαδοπόντικες

- Σιχαμα, γαυρος, ψευτοδιανοουμενοαριστερος λαδοποντικας (της ρατσας Ψαριανου δλδ).
(από εδώ)

- Τα λεφτά που είναι; τα λεφτά που πήραν όσοι τα πήραν αυτοί οι κύριοι στην Ελλάδα από την ζίμενς αυτά που είναι; Εδώ μιλάμε για 200.000.000 εκατομμύρια ευρω λαδωμένα, ποίοι τα πήραν, πια κόμματα, πια αποκόμματα, ποιοι πολιτικοί είναι λαδοποντικες; Δεν με νοιάζει αν είναι πασόκος, νεοδημοκράτης, κουκουέ, σύριζα, Λαός, ΑΥΤΑ αν δεν βρεθούνε θα τα βρίσκετε μπροστά σας όλοι οι πολιτικοί όλων των κομμάτων, και όταν περνάτε από της εκλογικές σας περιφέρειες θα τρώτε πολλές ροχάλες...
(από εδώ)

- Εχουν πιαστει γιατροι με φακελακια, μηχανικοι να λαδωνονται στις πολεοδομιες, εφοριακοι, λαδοποντικες και σπανια καποιος απο αυτους απολυεται μετα απο πολυχρονες μαλιστα διαδικασιες.
(από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Πολύ γλαφυρός τρόπος να δηλώσει άρρεν άτομο ότι έχει πολύ μακρύ μαλλί, μαλλί σε πλήρη ανάπτυξη «μέχρι τον κώλο». Η φράση γεννά τη νοητική εικόνα τριχών στην άκρη μιας μεγαλοπρεπούς κόμης να χορεύουν ανεπαισθήτως στο φύσημα του πορδικού ανέμου.

Αντλεί τη δύναμη και γοητεία της από την κοινή στα πολιτισμένα (zivilisierte) υποκείμενα αίσθηση ότι δεν πρέπει να υπάρχει κάτι πιο δύσοσμο από τρίχες επί μακρόν εκτεθειμένες σε κλανιές. Σε ένα πιο βαθύ επίπεδο, λοιπόν, ο κλάνων μαλλί συγκεντρώνει πολλαπλασιαστικά αρρενωπότητα και ρώμη από τη συνέργεια της πλούσιας κόμης και της μπρουταλίνης που εκπέμπει η χυδαιότητα/ημιαγριότητα του ασύδοτου πέρδεσθαι και δη της παραδοχής του που γίνεται με τη φράση.

Να σημειωθεί ότι, ως προς τους ρηματικούς χρόνους, απαντά συχνότερα στον παρατατικό («έκλανα μαλλί»), αναφερόμενη στο ένδοξο μεταλλάδικο συνήθως, αριστεροφρικουλιάρικο ενδεχομένως παρελθόν του χρήστη τής φράσης (με αυτήν την έννοια η φράση πέρα από ρώμη φανερώνει πιο ειδικά νεανικό σφρίγος).

  1. Πιθανόν εσφαλμένα στην αρχή, αλλά πλέον απλά προχώ- σουρεαλιστικά και αλανιάρικα, η φράση χρησιμοποιείται με την έννοια του «φοβάμαι», αντί των κλάνω μέντες, μπιφτέκια, πατάτες κλπ. (βλ. παράδειγμα 2). Θα έλεγα μάλλον ότι στον γενικά εφηβογενή αδόκιμο διαδικτυακό λόγο με την έννοια του μακριού μαλλιού η φράση δεν πολυχρησιμοποιείται, ενδεχομένως γιατί αποπνέει γραφικότητα (βλ. παράδειγμα 1).

Προσοχή: το νόημα της φράσης είναι ουσιαστικά αντίστροφο του βρωμάνε τα μαλλιά του ποδαρίλα, που έχει να κάνει με μικρό σωματικό ύψος ανεξαρτήτως κόμης, ενώ το «κλάνω μαλλί» με μεγάλο μήκος του τελευταίου, ανεξαρτήτως σωματικού ύψους.

  1. ...Άσε με ρε φιλαράκι, μέχρι τον στρατό, κι εγώ που με βλέπεις, μαλλί έκλανα...

  2. ...Ισχυει ρε, ημουν εκει και οι μπατσοι ειχαν κλασει μαλλι απο το σκηνικο γενικοτερα... (από indymedia)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία