Επιπλέον ετικέτες

Συνηθέστερα στο γ’ πρόσωπο η φράση χρησιμοποιείται:

  • Όταν θέλουμε να δείξουμε πως συνέβη μεν κάτι, με το οποίο όμως δεν αξίζει να ασχοληθούμε στα σοβαρά. Εξάλλου, ανέκαθεν η ενασχόληση με τρίχες κατσαρές ή όχι, απ’ ένα σημείο και μετά είναι ένδειξη μειωμένης σοβαρότητας. Πολύ κοντά στο νόημα τα: χέστηκ’ η φοράδα στ’ αλώνι, χέστηκ’ η Φατμέ στο γενί τζαμί και τα σχετικά.
  • Όταν θέλουμε να δηλώσουμε πως κάποιος άλλαξε άποψη ή στάση απέναντι σε κάποιο ζήτημα και πως ενίοτε, η αλλαγή αυτή είναι τόσο ριζική, σε σημείο να εμφανίζεται ή να λανσάρεται τελείως διαφορετικά στο κοινό του. Η δε θέση της χωρίστρας (δεξιά ή αριστερά) χρησιμοποιείται με νόημα, ιδιαίτερα για πολιτικά πρόσωπα, σαν ένδειξη των πεποιθήσεών τους, τουλάχιστον τη δεδομένη στιγμή.
  • Όταν θέλουμε να δείξουμε πως, μεταφορικά ή και όχι, κάποιος έβαλε στη θέση του κάποιον που είχε πάρει πολύ αέρα, περισσότερο ή λιγότερο βίαια. Όταν λέγεται από αλάνι, ανάλογα με τη διατύπωση, υπονοείται ξεκάθαρα πως έπεσε ή θα πέσει βρωμόξυλο.
  1. - Η κατάσταση με τα ΜΜΕ είναι γνωστή. Ακόμα και να αλλάξει χωρίστρα ο Σαμαράς θα το κάνουν θέμα. Δυστυχώς όμως δεν υπάρχει και αντίλογος από τα στελέχη της ΝΔ.

  2. - Βασικά, αν δεν μου αρέσει το εισόδημά μου ή έχω πρόβλημα με τη χωρίστρα του υπουργού, θα κλείσω δέκα κεντρικούς δρόμους της Αθήνας με το ΙΧ μου (θα αλλάζω δρόμο ανά ώρα) και να πάτε όλοι να πνιγείτε.
    - Το αίτημα των αγροτών να αλλάξει η χωρίστρα του υπουργού, να την κάνει αριστερά δλδ είναι αδιαπραγμάτευτο.

  3. - H Amy είχε γίνε κουφέτο να το πιπιλίσεις με κάποια φιλενάδα της και εκεί που τα κορίτσια ήταν έτοιμα να ρουφήξουν τη σκόνη από τις γωνίες του δωματίου, μπουκάρει το χαμαντράκι της Amy, με ορέξεις και για τις δυο κορασίδες. Τότε είναι που η Amy του χυμάει με σκοπό να του αλλάξει τη χωρίστρα. Καυγαδάκι το είπαν μετά.

(όλα απ’ το δίχτυ)

  1. - Ίσα ρε πούστη, μη ‘ρθω εκεί και σου αλλάξω τη χωρίστρα!!

Μια κυβέρνηση που δεν μπορεί να εφαρμόσει τον αντικαπνιστικό νόμο θέλει να τα βάλει με τις πετρελαϊκές. Πρώτα πρέπει να αλλάξουν τη χωρίστρα τους. (από sstteffannoss, 09/07/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι το μειράκιο που παριστάνει τον μεγάλο, το μουστάκι του θυμίζει τρίχες απ' τ' αρχίδια, αφού.

Δες εδώ τον αρχιδομούστακο που μου θέλει και γκόμενα!

Σημείωση: Το παράδειγμα είναι από προφορική επικοινωνία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οποιοδήποτε σφαιρικό αντικείμενο μεγάλου μεγέθους, και κυρίως:

  1. Το μεγάλο κεφάλι ενός κεφάλα.

  2. Τα αρχίδια που μας τα έχει πρήξει κάποιος και μας τα έχει κάνει καρπούζια.

  3. Οι μεγάλες βυζούμπες.

Για το καρπούζι ως σλανγκικό γεγονός βλ. και δεν χωράνε δύο καρπούζια σε μία μασχάλη, καρπούζια στις μασχάλες, μάπα το καρπούζι.

  1. Εν πάση περιπτώσει, δεν ξέρω πώς την είδε ο τύπος αλλά ότι μας τα έκανε καρπούζια σήμερα μας τα έκανε... (Εδώ).

  2. Τότε με πλησίασε και κούνησε τα καρπούζια της για να με καυλώσει.

(από Έλενα, 10/01/11)(από Έλενα, 10/01/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κοκοβιός λέγεται κυρίως ο φλώρος ή φλούφλης ο οποίος είναι ολίγον τι και χαζός ή αγαθιάρης. Χρησιμοποιείται περισσότερο όταν η εμφάνιση συνάδει και με την ιδιοσυγκρασία αυτού που αποκαλείται κοκοβιός.

Το επίθετο κοκοβιός προέρχεται από το ψάρι κοκωβιός (λατ. gobius, αλλά και στα Ελληνικά πολλές φορές γωβιός). Κατατάσσεται μάλλον στα «χαζόψαρα»... πιάνεται εύκολα και δεν μεγαλώνει πολύ.

Το κοκοβιός προέκυψε και ως παρατσούκλι στον ηθοποιό Πέτρο Γιαννακό, από το ρόλο του «Κοκοβιού» σε μια ταινία του Τζαβέλα. Ο Πολύκαρπος Πολυκάρπου περιγράφει το συγκεκριμένο ρόλο ως εξής: «...Ο τύπος ήταν κάτι ανάμεσα σε καραγκιόζη, φασουλή, αρλεκίνο και κλόουν. Ήταν ο υπερφυσικός μπεμπές, το παιδί που δε μεγάλωσε, χαζοέξυπνος και βλακοϊδιοφυής...».

  1. Κοίτα ρε έναν κοκοβιό με γλειφιτζούρι, τί γκομενάκι που συνοδεύει... Χου ρε!

  2. Καλά ρε πώς σε κουρέψανε έτσι; Πώς θα βγεις έξω σαν κοκοβιός;

(από Malinowsky, 17/03/09)(από Malinowsky, 17/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πολύ κοντός άνδρας. Λέγεται και για γυναίκες.

- Κοίτα να δεις τη Λίτσα που πηδιέται με αυτόν τον κουβά. - Ας μην είχε φράγκα και θα σού 'λεγα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο παχύς και μαλθακός. Βλέπε και μοσχάρι.

- Άρχισε κανα γυμναστήριο, τελευταία έγινες λαπάς από το πολύ φαϊ και καθησιό!

"Και σ\' έπιασα στα πράσα μια πρωία με κάποιον μικρομέγαλο λαπά!". (από Hank, 08/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Με τον όρο λουκουμάς αναφερόμαστε τόσο στο καταπληκτικό γλύκισμα που όσοι ξέρουν το παραγγέλνουν λέγοντας: «Πιάσε ένα ντόνατς» όσο και στον αφράτο τύπο με μπαμπακωτά μαγουλάκια και, συνήθως, καστανόξανθες μπούκλες. Την όλη εμφάνιση συμπληρώνει και το σχήμα του σώματος που με λίγη, πολύ λίγη, φαντασία μπορεί να παρομοιαστεί με αυτό που φαίνεται όταν μπάλα μπάσκετ έχει μείνει στο στενό διχτάκι της μπασκέτας και έχουμε ρίξει κι άλλη από πάνω για να την κατεβάσουμε αλλά έμεινε κι αυτή (το όλο σκηνικό χωρίς το δίχτυ και τη στεφάνη και με την ανυπαρξία λαιμού να βοηθάει πολύ). Κι επειδή όλοι μας προσπερνούμε την εξωτερική εμφάνιση και βλέπουμε στην ουσία και στον εσωτερικό κόσμο του άλλου, ο λουκουμάς ολοκληρώνεται και με κάποια σημάδια στο χαρακτήρα του.

Ο λουκουμάς λοιπόν αποτελεί αυτό που λέμε μαμμόθρεφτο, μη μου άπτου στα όρια αδερφής που παρακαλεί, πολύ, στις ταβέρνες να φέρουν απαραίτητα κουτάλι για όλες τις σαλάτες ώστε ο καθένας να μπορεί να παίρνει στο πιάτο του. Γενικά είναι τρελός φλωρούμπας και πίνω-γάλα-στις-9-για-να-έχω-πέσει-για-ύπνο-στις-και-μισή και κατά έναν περίεργο τρόπο όλοι τριγύρω το καταλαβαίνουν με τον ίδιο μαγικό τρόπο που ο Χάρισον Φορντ στις ταινίες που παίζει τον ευυπόληπτο καταλαβαίνει ποιοι είναι οι κακοί ακόμη κι αν δεν έχουν πιστόλι. Φυσικά χρησιμοποιείται και για τύπους που δεν είναι όλα αυτά αλλά ξέρουν την σημασία του και μόνο που το ακούνε αρκεί για να θυμώσουν όσο ακριβώς επιθυμεί αυτός που το λέει (εντάξει, ίσως και λίγο παραπάνω ή παρακάτω).

(Δύο φίλοι κάθονται κάνοντας ταβανοθεραπεία και ο ένας ξαφνικά σπάει τη σιωπή)

- Αν είναι δυνατόν. Ο Στέλιος, ο λουκουμάς, που μου ντύνεται με πουλόβερ από την εποχή του πατέρα του, έχει αρχίσει να έχει φαλάκρα και η αγαπημένη του λέξη είναι «μεαπόλα», τα έφτιαξε με το Μαράκι το παστάκι για παράδειγμα.
- Τι για παράδειγμα ρε παπάρα;
- Αν το δεις γραμμένο εκεί που θέλω να το γράψω θα καταλάβεις.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ο ικανός στις δολοπλοκίες και στο στήσιμο φάσεων, στα μαγειρέματα.
    1. Οι πολλοί μάγειροι χαλούν τη σούπα σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει κεντρική διεύθυνση.
    2. Τον κώλο βάζεις μάγειρα σκατά σου μαγειρεύει σημαίνει ότι ανάλογα με το ποιόν του ανθρώπου είναι και οι πράξεις και τα έργα του.
    3. Μάγειρας ήταν ο μπαμπάς σου; λέγεται ειρωνικά για χοντρή γυναίκα, τρέποντας το ζαχαροπλάστης ήταν ο πατέρας σου;
    4. Σλανγκιά του πολέμου στην Ουκρανία, πρόκειται για το παρατσούκλι του Γιεβγκένι Πριγκόζιν επικεφαλής της Ομάδας Βάγκνερ άκα ορχήστρας αποτελούμενης από μισθοφόρους στρατιώτες άκα μουσικούς.
  1. Του ανέθεσαν να συντάξει τον εκλογικό νόμο, γιατί είναι ο καλύτερος μάγειρας στο κόμμα.
  2. Αν δεν αναλάβει κάποιος τη διεύθυνση της δουλειάς θα πάμε κατά διαόλου, οι πολλοί μάγειρες χαλούν τη σούπα.
  3. Να προσέχεις ποιον διαλέγεις για συνεργάτη, τον κώλο βάζεις μάγειρα σκατά σου μαγειρεύει.
  4. - Μάγειρας ήταν ο μπαμπάς της; - Όχι, καναλάρχης, για αυτό έχει εκπομπή ενάντια στο fat-shaming.
  5. - Τι έγινε ρε παιδιά; Λίγες εβδομάδες μετά την ανταρσία ο μάγειρας γίνεται δεκτός 3 ώρες στο Κρεμλίνο. - Δε χαλάνε ρε οι φιλίες για τα πραξικοπήματα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Η αρσενική γάτα.
Η λέξη προέρχεται μάλλον από τον ήχο που βγάζουν οι γάτοι όταν ανταλλάσσουν αρχαία μπινελίκια, στυλώνοντας τα γκουρλωμένα μάτια τους ο ένας πάνω στον άλλο.
Λέγεται (τουλάχιστον) στην ανατ. μακεδονία και προφέρεται μαρλόκj.
Κατά το (τουρκογενές) κουπούκι.

μαρλόκια που κοιτάζονται σαν μαρλόκια

Γιοκ παράδειγμα γραπτό ή απ' το δίχτυ, (κάτι υποψίες μόνο για νικνέιμσ με γατοφωτόζ)⋅ όμως είναι σε χρήση τ.:

«μαρ' Κούλα, τι κοιτάς σαν μαρλόκι;»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μικρόσωμος, καχεκτικός. Συνώνυμα: δείγμα (άντρα, γυναίκας)

  1. Εμφανίζεται η Ρωσίδα και τι να δω; Μισή μερίδα γυναίκα. Ύψος 155, κιλά 45. (από το διαδίκτυο)

  2. Αν ήξερα [...] δεν θα τον έπαιρνα τη μισή μερίδα. Μισός άνθρωπος και 'γω νταρντάνα. (από ιστολόγιο)

Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, μισοριξιά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία