Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Ο φαλάκρας, ο έχων την κεφαλήν ανακλαστήρα. Από την ομώνυμη σειρά με τον Telly Savalas.

-Και του λέω, «πού κουρεύεσαι να γυαλίσω τα παπούτσια μου ρε Κότζακ;».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τσαχπίνα, αλλά κοντή.

Συνώνυμο : κοντοπούτανο

-Δε φτάνει που είναι ένα μέτρο με τα χέρια στην ανάταση (και άκοφτα τα νύχια), μου κουνιόταν κιόλας το πινεζοπούτανο!

Salma Mater στα 1 και 56 (από Vrastaman, 04/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άσχημη γυναίκα, πατσαβούρα.

- Και τη βλέπω χωρίς μακιγιάζ και παθαίνω! Η Πάτσα και η Βούρα μαζί σου λέω!

Buddha Pesto (από Vrastaman, 02/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πιο χάλιας, αντίθετο του «καλύτερος».

- Τη βλέπεις αυτήν στη γωνία;
- Πού ρε;
- Να να, εκεί...
- Ναι, τι;
- Ε, δεν είναι χαλαρά η χαλύτερη γκόμενα εδώ μέσα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άσχημη γυναίκα, μπάζο.

-Μία που ανοίγουν τα φώτα, μία που βλέπω τι μπαζούκας ήταν, και μία που την κάνω με ελαφρά!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ωραία αλλά κοντή γκόμενα, αλλιώς και πινεζοπούτανο.

- Κοίτα ρε βυζιά που έχει το κοντοπούτανο, αντί να το πάρει σε ύψος, το πήρε αλλού το μπόι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κοπέλα που φαίνεται χάλια παρουσιαστικά (βασισμένο στο ότι μόλις τη βλέπεις κλείνεις τα παντζούρια - για να μη τη βλέπεις ντε!).

- Καλό γκομενάκι.
- Παντζούρω ρε σαβουρογάμη...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γκομενάκι αρσενικού γένους.

Πάμε να ψωνίσουμε κάνα τεκνό μωρή;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η μη εμφανίσιμη κοπέλα. Το μπάζο, η πατσαβούρα, η παντζούρω.

- Πάμε να φύγουμε από 'δω, όλο σαύρες κυκλοφορούν, ούτε μια ωραία δεν έχω δεί.

Βλ. και λίζα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται και σφιχτερμάνος, κατά το πολισμάνος. Ο σφίχτης, τούμπανος, μουσκουλάτος, φουσκωτός. Ο πολύ γυμνασμένος και συνήθως με λίγο μυαλό. Δουλεύει πόρτα στο μαγαζί της γειτονιάς για να πληρώνει τις κρεατίνες του.

Της την πέφτω και μετά από λίγο σκάει ο γκόμενός της, ένας σφίχτερμαν, και την κάνω με ελαφρά...

Βλ. και μπρατσορακέτας, σφίχτης, μπονταίος, πρησμένος, σβάρτσος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία