Επιπλέον ετικέτες

Πρόκειται για διακριτική επισήμανση κρυπτοαδερφής, που αφήνει όμως σαφή υπονοούμενα προς τους βαθείς γνώστες των αδυναμιών αυτού του τύπου.

Προέρχεται από ελληνοποίηση των λέξεων nice ass.

- Και κει που την έχουμε πέσει και πίνουμε τα μπυρόνια μας, σκάει μύτη ένας γνωστός του Μάκη απ' τη δουλειά. Βλέπω χαμηλοκάβαλο πανταλόνι, σκύβει κιόλα να βγάλει γουέτ χάνκι να δροσιστεί, νάσου το σωβρακολάστιχο πούγραφε και TAKIS, σκύβω στο Μήτσο του λέω «Νά κι΄ο κύριος Ναϊσάς, είχε δεν είχε μας προέκυψε στην παρέα...»
- Άντε ρε ομοφοβικέ, με αποπαίρνει ο Μήτσος...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καλογυμνασμένος, άρτι αποτριχωθείς κι ετοιμογαμητέος ομοφυλόφιλος του Γκαζίου.

- Δεν το πιστεύω μωρή, μούνα έγινες! Palestra;
- Holmes αγάπη! Πήγαν τη συνδρομή στα 50 ευρώ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ξενικός όρος που προέρχεται εκ της γαλλικής λέξης femme για την γυναίκα (για να ανακαλύψουμε και τον πύργο του Άιφελ άμα λάχει) και στα αγγλικά χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή προς τον όρο butch. Αυτή η αγγλική ορολογία έχει πλέον μεταφερθεί και στα ελληνικά στο ιδίωμα των γκέι και λεσβιών και όχι μόνο.

Φαμ, λοιπόν, είναι κυρίως η λεσβία, αλλά και ευρύτερα ο/η ομοφυλόφιλος-η, αμφιφυλόφιλος-η, τραβεστί, τρανσέξουαλ και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις που αναλαμβάνει τα στερεοτυπικά γυναικεία χαρακτηριστικά σύμφωνα με την παραδοσιακή πατριαρχική αντίληψη. Αυτό μπορεί να γίνει είτε στο πλαίσιο μιας δομής της σχέσης (το οποίο θεωρείται πλέον παρωχημένο και αποπροσανατολιστικό), είτε, περισσότερο, ενός παιγνίου ρόλων που αναλαμβάνεται από τους/ις ερωμένους/ες. Περισσότερα στα «άρτια» λήμματά μου μπουτς και αντρούτσος.

Κάτι ενδιαφέρον με τον όρο φαμ είναι ότι μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο προχώ σημασία της έκφρασης σερσέ λα φαμ, όπου πλέον μπορεί να χρησιμοποιηθεί για λεσβιακά ή άλλα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, όπου είναι δυσδιάκριτο ποιος/α έχει τον ρόλο της φαμ, και αν τον έχει παγίως ή αν έχουμε χαρακτηριστικά τύπου butch in the streets, femme in the sheets.

  1. Η καθιστή γυναίκα ντυμένη πιο χαρούμενα, στα κόκκινα, (μήπως είναι η «φαμ»; δύσκολο να το πούμε) αλλά με ρούχα καθόλου θηλυπρεπή, μάλλον ρούχα καθημερινής δουλειάς, κρατάει στο χέρι χάρακα ή μπαγκέτα. Δίπλα της στο τραπέζι εργαλεία (υποδεκάμετρο, σφυρί, διαβήτης) όχι βελόνες βελονάκι κλωστές και κεντήματα - αντικείμενα παραδοσιακά γυναικεία.

Η γυναίκα πίσω της με αυστηρό μαύρο σακάκι (θα ήταν η «μπουτς»;) το ένα χέρι ακουμπισμένο στέρεα, με δύναμη στο τραπέζι, το άλλο χέρι απλωμένο πίσω από τη φίλη της. Δεν την αγκαλιάζει. Δεν δείχνει φανερά αγάπη ή προστασία. Φανερώνει όμως κτήση και βεβαιότητα. Οι γυναίκες αυτές έχουν πίστη συνωμοσία - συντροφικότητα μεταξύ τους. (Ανάλυση πίνακα του Γιάννη Μόραλη εδώ).

  1. Φυσικά οι ταμπέλες μας καταπιέζουν: ενεργητικός, παθητικός, γκέι, μπάι, μπουτς, φαμ, τρανς, τραβεστί. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο αγγλικός όρος butch χρησιμοποιείται και από Έλληνες στο πλαίσιο του ιδιώματος της γκέι και λεσβιακής κοινότητας ή των αναφερόμενων σε γκέι και λεσβιακά θέματα. Στον γραπτό διαδικτυακό λόγο γράφεται συχνά και με ελληνικούς χαρακτήρες (μπουτς).

Μπουτς είναι όχι μόνο η λεσβία- αντρούτσος, αλλά γενικότερα όποια λεσβία, ομοφυλόφιλος, αμφιφυλόφιλος, τραβεστί ή τρανσέξουαλ αναλάβει τα στερεοτυπικά ανδρικά χαρακτηριστικά σύμφωνα με την παραδοσιακή πατριαρχική αντίληψη. Ενώ αντίστοιχα φαμ (femme) είναι όποιος/α αναλάβει τα γυναικεία χαρακτηριστικά.

Από εδώ αρχίζουν και τα προβλήματα και οι διερωτήσεις. Θεωρείται ενίοτε ότι το να προσπαθούμε να περιγράψουμε σχέσεις γκέι και λεσβιακές με όρους πατριαρχικού/ ετεροσεξουαλικού φις - πρίζα αποτελεί συντηρητικό και καταστροφικό αναγωγισμό που δεν αποδίδει δικαιοσύνη στην ιδιαιτερότητα αυτών των σχέσεων. Οπότε είναι προβληματικό να περιγράφεται ως μπουτς ένας πάγιος ρόλος που ένας γκέι ή λεσβία έχει δομικώς στην σχέση. Ωστόσο, μάλλον δεν υπάρχει πρόβλημα να χαρακτηριστεί ως μπουτς ένας περιστατικός ρόλος που αναλαμβάνει ένας γκέι ή λεσβία στο πλαίσιο παιγνίου ρόλων, και ο οποίος μπορεί να αλλάξει/ μετατοπιστεί/ αντιστραφεί ανά πάσα στιγμή.

Εξ ου και η αγγλική έκφραση «butch in the streets, femme in the sheets», (θα μπορούσε να υπάρξει και το αντίστροφο), που περιγράφει τις ανατροπές μεταξύ εξωτερικής συμπεριφοράς και κρεβατιού (θυμίζει αλλά και διαφέρει από τα φαλλογοκεντρικά «μικρός στο μάτι μεγάλος στο κρεββάτι», «κυρία στο σαλόνι, πουτάνα στο κρεβάτι» κ.τ.ό.). Βλέπε και τις διερωτήσεις στα παραδείγματα: Άλλοτε θίγεται ότι ένας στρέιτ περιμένει όλες οι λεσβιακές (ή και γκέι) σχέσεις να είναι μπουτς- φαμ, με αποτέλεσμα να βρίσκεται προ εκπλήξεως, όταν αυτό δεν συμβαίνει. Μπορεί, μάλιστα, και να ασκηθεί αυτοκριτική από μια λεσβία λ.χ. γιατί της αρέσουν οι μπουτς τύποι και δεν μπορεί να ξεκολλήσει (μήπως πρόκειται για συντηρητική καύλα με την εξουσία, όπως συμβαίνει με στρέιτ γυναίκες και φροντίζουν να αναπαράγουν στρέιτ άνδρες- γουρούνια;). Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, οι μπουτς και οι φαμ (είτε ως ρόλοι, είτε ακόμη και ως πάγιες ταυτότητες) θεωρούνται ότι ανήκουν ισότιμα στην γκέι και λεσβιακή κοινότητα, και δίνουν από κοινού τις μάχες τους για έναν πιο προχώ κόσμο, χωρίς να τους αποπαίρνει ή κατηγορεί κανείς.

Υπάρχει βέβαια και μια άλλη διερώτηση, στην οποία αναφέρεται η Βικούλα εδώ ότι μπορεί να υπάρξουν και γκέι και λεσβιακά ζευγάρια, όπου να είναι και οι δύο του ζευγαριού μπουτς, ή και οι δυο φαμ, ή να εναλλάσσονται, ή να είναι εν γένει αχαρτογράφητοι. Τα ζευγάρια αυτά σε ένα ενδιάμεσο στάδιο συντηρητισμού κατά τις προηγούμενες δεκαετίες δέχονταν μεγαλύτερες διακρίσεις από ό,τι τα μπουτς- φαμ ζευγάρια, καθώς ενέπιπταν λιγότερο στις νόρμες. Μια τέτοια νοοτροπία μπορεί να υπάρχει και σήμερα, όπου κάποιοι θα ήταν πρόθυμοι να αποδεχτούν γκέι και λεσβιακά ζευγάρια, αρκεί να είναι ευκόλως χαρτογραφήσιμα ως μπουτς- φαμ, οπότε οι μη μπουτς- φαμ ενδέχεται να στιγματίζονται περισσότερο. Το οποίο, βεβαίως, δεν αναιρεί την εσωτερική αλληλεγγύη μεταξύ μπουτς-φαμ και μη μπουτς-φαμ.

  1. Για όποιους λόγους κι αν βρέθηκε ο Μητσάρας ο άντρακλας εκείνη τη νύχτα στο Γκαγκάριν, έπαθε σίγουρα την πλακίτσα του αφού:
    - για πρώτη φορά στη ζωή του «οι γκόμενες που έπαιζαν μεταξύ τους» δεν το έκαναν για 1-2 λεπτά μέχρι να έρθει ο… από μηχανής αρσενικός και να αρχίσει «το πραγματικό σεξ». Μητσάρα σόρρυ, αλλά δεν είσαι απαραίτητος. [...]
    - για πρώτη φορά επίσης ο φιλαράκος μας είδε πως η κορυφαία στιγμή στο κρεβάτι δεν είναι «όταν ο περήφανος ανδρισμός του εκτοξεύει το υγρόν του πυρ» (μη γελάτε, σε ανδρικό περιοδικό το έχω διαβάσει αυτό).
    - και, τέλος, για πρώτη φορά ο Μητσάρας αναγκάστηκε να δει πως οι λεσβίες γυναίκες δεν είναι μόνο μπουτς, μόνο φαμ, μόνο όμορφες, μόνο άσχημες. Όπως δηλαδή όλες οι γυναίκες… (Εδώ).

  2. Και το μυαλο μου πηγαινει στις μπουτς και τις φαμ και αναρωτιεμαι μηπως η αρρενοπωτητα, ακομα και αποδεσμευμενη απο τα σωματα στα οποια εχουν συνηθισει οι περισσοτεροι γυρω μας να την συναντουν, συνεχιζει να ειναι ενας κεντρικος τροπος ασκησης εξουσιας και προκλησης φαντασιωσεων. Αναρωτιεμαι, δεν λεω οτι συμβαινει απαραιτητα. Για να αναρωτιεμαι ομως ολο και καποιο λογο θα εχω. Και ισως μιλαω για αυτο διστακτικα γιατι φοβαμαι ακομα και να ξεστομισω πως σε χωρους που θελουν να λεγονται queer η πρωτοκαθεδρια της αρρενωποτητας βρισκεται βαθια ριζωμενη στα μυαλα και στις πραξεις μας...Και αυτα τα λεω εγω, κατεξοχην butch lover. (Αυτοκριτικές διερωτήσεις εδώ).

  3. Βασίζονται σ' ένα νέο, εκτεταμένο πεδίο έρευνας, που δείχνει ότι οι περισσότεροι από μας, είτε ενεργητικοί είτε παθητικοί, είτε ανδροπρεπείς είτε θηλυπρεπείς, είτε μπουτς είτε φαμ, είτε κάπου ανάμεσα, μοιραζόμαστε κάποιες σωματικές διαφορές που μας καθιστούν ειδική υποκατηγορία του κοινωνικού φύλου. Όποιες κι αν είναι αυτές οι διαφορές, φαίνεται πως πηγάζουν από κάπου βαθιά μέσα μας και δεν κρύβονται όσο κι αν προσπαθήσουμε. Τελικά το γκέινταρ, το ραντάρ που έχουμε για να αντιλαμβανόμαστε τον σεξουαλικό προσανατολισμό ενός ανθρώπου, δεν έχει τόσο σχέση με τις ικανότητες αντίληψης του θεατή όσο με τα αποκαλυπτικά σημάδια που οι περισσότεροι γκέι άνθρωποι προβάλλουν, ένα σύνολο χαρακτηριστικών που μας κάνουν να φαινόμαστε ότι ανήκουμε σε αυτή την ομάδα. (Υπάρχει γκέινταρ;)

  4. Αναδυόμαστε, λοιπόν, όλες εμείς οι όμορφες λεσβίες γυναίκες, μπουτς, φαμ, αμφιφυλόφιλες... (Η νταλίκα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφερόμαστε λιγότερο στον ήρωα της εθνικής παλιγγενεσίας Οδυσσέα Ανδρούτσο και περισσότερο στις ανδροπρεπείς λεσβίες, σε αυτό, δηλαδή, που στα Χανοχώρια ονομάζουμε butch, ήτοι τον ένα πόλο όσων λεσβιακών σχέσεων έχουν και καλούα butch & femme χαρακτηριστικά.

Υποτίθεται λαδή ότι σε κάποιες λεσβιακές σχέσεις (ασφαλώς όχι σε όλες) η μία γυναίκα αναλαμβάνει τα παραδοσιακώς αντρικά χαρακτηριστικά (butch, αγγλιστί), ενώ η άλλη τα παραδοσιακώς γυναικεία χαρακτηριστικά (femme). O όρος butch πιθανώς προέρχεται από το αγγλικό butcher= χασάπης, χρησιμοποιήθηκε σε κάποια περίοδο για να δηλώσει το σκληρό αντράκι, χαμίνι, τον ζόρικο τυπά, πρβλ. Butch Cassidy, ενώ από την δεκαετία του 1940 απέκτησε στα αγγλικά την σημασία της ανδροπρεπούς λεσβίας. Ο όρος femme προέρχεται από την γνωστή γαλλική λέξη για την γυναίκα, αλλά κυρίως στα αγγλικά έχει συσχετιστεί με τον όρο butch ως έτερος πόλος του.

Περιττό να είπωμε ότι παρόμοιοι όροι εκλαμβάνουν τις λεσβιακές σχέσεις με όρους φις - πρίζα, και έτσι τις αποστερούν από την ιδιάζουσα γοητεία τους που έγκειται ακριβώς είτε στην εναλλαγή των ρόλων είτε στην εν γένει απροσδιοριστία τους. Πρόκειται δηλαδή για έναν φαλλογοκεντρικό τρόπο να εκληφθούν οι λεσβιακές σχέσεις, που ακριβώς λόγω του ότι αναπαράγει τα πατριαρχικά και στρέιτ στερεότυπα σε σχέσεις που επιχειρούν να τα υπερβούν, επιβιώνει συντηρητικώς στην γλώσσα, και δη την αργκοτική (που συχνά είναι συντηρητικότατη παρά την εντύπωση για το αντίθετο). Στα ελληνικά δεν έχουμε έναν αδιαφιλονίκητο τεχνικό όρο, όπως το αγγλικό butch. Πιο κοντά σε τεχνικό όρο φαίνεται να είναι το νταλίκα (το οποίο πανηγυρίζεται και από τις ίδιες τις λεσβίες), ενώ κάποιες πιο ασθενείς μεταφορές περιλαμβάνουν τα νταλικέρης, φορτηγατζής, σουγκλάκος κ.ά., που ακριβώς λόγω του ότι αποτελούν ασθενείς μεταφορές μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για στρέιτ γυναίκες που αντροφέρνουν διεκδικώντας παράλληλα το να είναι γκόμενες σε στρέιτ αντρικά μάτια. Επίσης, συνώνυμα είναι τα αρσενικιά και αρσενίκω, ενώ τα δίπολα λέσβω / λεσβόγκα- λεσβάκι και σβόγκα- σβάκι (με σλανγκική αποκοπή) ενδέχεται να περιγράψουν butch- femme κατηγοριοποιήσεις. Το αντρούτσος είναι λιγότερο τεχνικό και συνηθισμένο από το νταλίκα, ωστόσο λέγεται και μάλιστα αποδίδει πλήρως την θεωρούμενη ανδροπρέπεια της τζιβιτζιλούς με μάλλον σκωπτική διάθεση, ενώ, αντιθέτως, το αντράκι διαθέτει μάλλον θετικό πρὀσημο, όπως παρατηρείται εδώ.

Πάντως, ακόμη κι αν για λόγους κορεκτίλας πετάξουμε τον όρο αντρούτσος από την πόρτα, μπορούμε να τον επαναφέρουμε από το παράθυρο χωρίς να θιγούν οι κορεκτιλάτες ευαισθησίες, και αυτό τουλάστιχον με δύο τρόπους:

  1. Η γυναίκα- αντρούτσος μπορεί να επανεκδραματίσει μια παλιότερη τραυματική στρέιτ σχέση που είχε η ερωμένη της, τώρα όμως ως θετική εμπειρία. Ήτοι το θυματοποιημένο πλην τίμιο σβάκι ενδέχεται να έχει μπλοκαριστεί από το να κάνει σχέση με άντρα, λόγω της βάναυσης συμπεριφοράς προηγουμένων εραστών- θυτών της (ενίοτε ακόμη κι από το οικογενειακό περιβάλλον της!). Ο αντρούτσος θα αγρεύσει τις ερωμένες της μεταξύ παρόμοιων ευαίσθητων would-be σβακίων, υποδεικνύοντας είτε και με λόγια, είτε μόνο αντιστικτικώς μέσω της άψογης συμπεριφοράς της, ότι «όλοι οι άντρες είναι γουρούνια» και το μη χοίρον βέλτιστον, «πούτσος καλός μόνο πλαστικός» και τα ρέστα δονητάρια.

Γιατί «μες στο τεράστιο σώμα της είχε μια αθώα καρδιά» ο αντρούτσος μας. Αυτό που την χαρακτηρίζει είναι ο σεξουαλικός αλτρουισμός, δηλαδή και η διάθεση και το know-how για να διαβεί ατραπούς ηδονjής πρώτα και κατεξοχήν το σβάκι, και δευτερογενώς η ίδια. Το οποίο έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με την μπρουτάλ εγωιστική συμπεριφορά των αρσενικών, με τους οποίους ο αντρούτσος μόνο εμφανισιακά (και όχι ορμονικά) ομοιάζει. Ενώ δηλαδή η γυναίκα αντρούτσος θα έχει κάποια παραδοσιακώς αρσενικά χαρακτηριστικά, όπως το να είναι ιππότης, να είναι προστατευτική, να δίνει σημασία στην ερωμένη, να την «τρώει με τα μάτια», να επιμένει να γνωρίσει το σβάκι καινούργιους τόπους και εμπειρίες σε όλο το φάσμα της ζωής, δρώντας ως Πυγμαλίων, αυτό που την διαφοροποιεί από τον άντρα εραστή είναι ακριβώς το επίμαχο σημείο, το κρεβάτι, όπου ο αντρούτσος, θα απαρνηθεί την ιδιοτέλεια, θα κάνει προκαταρκτικά όσο μια ταινία Αγγελόπουλου (με καθαρό χρόνο και όχι συμπεριλαμβάνοντας τις πίπες), δεν θα κοιμηθεί μετά κ.τ.ό., ενώ πέρα από την διάθεση, θα έχει και την τεχνογνωσία για να ευχαριστήσει καυλύτερα την σύντροφὀ της. Ο σύνολος συνδυασμός ανδροπρέπειας και ευαισθησίας θα κάνει το σβάκι να αναγνωρίσει ότι «ένας άλλος εραστής είναι δυνατός και τον θέλουμε» και μέσω αυτής της αισίας επανεκδραμάτισης θα λυθούν ίσως τα όποια τραύματα είχε από προηγούμενες σχέσεις με άντρες.

  1. Ο αντρούτσος- butch μπορεί να περιγράφει όχι μια φις - πρίζα πάγια δομή μιας σχέσης, αλλά έναν περιστατικό ρόλο που μια λεσβία αναλαμβάνει στο πλαίσιο ενός role-playing (που λέμε και στα Τζιβιτζιλοχώρια). Πρόκειται δηλαδή περισσότερο για ένα στερεότυπο εμφάνισης, που η λεσβία ιδιοποιείται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ταυτίζεται παγίως μαζί του στο κρεβάτι ή στην υπόλοιπη συμπεριφορά. Ως εμφάνιση το butch αντρουτσοειδές στυλ είναι αρκετά συχνό.

Ένας αναγεννησιακός αντρούτσος είναι μηλαρού με τραγιάσκα (δόκιμη ή και μεταφορική), έχει προγούλι- διπλοσάγονο, και ντύσιμο αγγλάρα Tomboy από το Manchester, κατεβάζει μπυρόνια και περιπτερόμπυρα, είναι δε πάντα σε ετοιμότητα να παίξει ξύλο ένεκα η αγαπημένη της. Επίσης, διακρίνεται για μια συμπεριφορά αγοριού- εφήβου παρωχημένων δεκαετιών, λ.χ. δίνει ρέστα στο ποδοσφαιράκι και δη το κοκορέτσι. Βοηθάνε και οι μικροαστικές ή καυλύτερα οι προλεταριακές πολιτικές τοποθετήσεις.

Κυκλοφορεί, όμως, και σε διανοουμενέ στυλάκι με κοντοκουρεμένο αγορίστικο μαλλί, κομψό κυριλέησον ντύσιμο και ατάκες- ψαγμενιές λατέρνατιβ υπερκουλτουρίασης.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι η και καλούα αντρική επιμονή του αντρούτσου να κάνουν συνέχεια σεξ, επειδή δεν αντέχει να την βλέπει και καυλώνει, και η χρήση προσποιητά χυδαίων εκφράσεων γύρω από το σεχ, που όμως σε κάποια περίφτωση δεν αίρουν τον σεξουαλικό αλτρουισμό της. Αντιστοίχως, το σβάκι επιδεικνύει συμπεριφορά τρομερής προσκόλλησης στον αντρούτσο της, και ακόμα κι όταν αυτή είναι καταπιεστική και την κακομεταχειρίζεται (για χάρη του παιγνίου ρόλων), το σβάκι την υποστηρίζει έναντι των επικριτικών ματιών τρίτων, επιδεικνύοντας μια για τους έξω παράλογα ηρωική επιμονή, όπως υποτίθεται ότι δείχνουν οι πουτάνες για τον νταβατζή τους, ή κάποιες στερημένες γυναίκες για αυτόν που τους πήρε την παρθενιά και ταλιμπάν.

  1. Ουουουυυυ τι να σου πω κούκλες είναι.....
    φυσικά αυτές οι θεές που βλέπεις σε τσόντες μόνο λεσβίες δεν είναι, αν δεις καθαρόαιμη λεσβία θα καταλάβεις τι εννοώ. Φορτηγατζής ένα πράμα, πολύ κοντό μαλλί, χοντρές κλπ κλπ. Και ούτε να δουν άντρα...
    Φαντάσου το αντίστοιχο της κραγμένης σε γυναίκα όμως, δηλαδή αντρούτσος. (Εδώ).

  2. Η άλλη ήταν εντελώς str8 πριν από αυτή τη σχέση όμως άμα τη δεις είναι ένας αντρούτσος με τα όλα του και αν εξαιρέσεις το μίσος της για τις λεσβίες κατά τα άλλα δεν είχε πρόβλημα π.χ. να φιλιέται δημοσίως. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Θηλυπρεπές άτομο αρσενικού γένους με τάσεις ανωτερότητας και υπερβολικής επιδειξιμανίας. Επίσης έτσι χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε άντρας προκαλεί, φορώντας γούνα και μεγάλα γυαλιά ενώ ταυτόχρονα αλείφεται με λάδι στην παραλία κατόπιν ολοκληρωτικής αποτρίχωσης με μηχανικά ή χημικά μέσα.

-Που πας μωρή αρχοντόπουστα;
-Α να χαθείς, εγώ είμαι καλύτερος από 'σένα και όπου θέλω πάω.

(από chrismegas, 01/03/11)Με όλο μου το σεβασμό προς τον εικονιζόμενο, νομίζω πως είναι ΤΟ παράδειγμα. (από joe909, 12/09/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Περιγράφει κίναιδο μεγάλο σε ηλικία, που διατηρεί την σεξουαλικότητά του παρά τα χρόνια του. Προέρχεται από το πούστης + (γερό)λυκος. Προσοχή, δεν είναι ηλικιωμένος. Τους παππούδες πούστηδες τους λέμε διαφορετικά.

Πουστρόλυκος για παράδειγμα, είναι αυτός που σε νυχτερινή πτήση Αθήνα-Θεσ/νίκη κόλλαγε σε έναν πιτσιρικά να τον πηδήξει. Ο πιτσιρικάς δεν του καθότανε γιατί «θα μας δούνε». «Όχι βρε κουτό, δεν βλέπεις, κοιμούνται όλοι». Κοιτάει γύρω του δύσπιστος ο πιτσιρικάς και του λέει ο πουστρόλυκος «να, πήγαινε να τους ζητήσεις δήθεν τσίχλα που βούλωσαν τα αυτιά σου και θα δεις ότι κοιμούνται». Όντως το έκανε ο μικρός, διαπίστωσε ότι κοιμούνται όλοι, οπότε έκατσε και τον πήδηξε ο γέρος. Όταν έφτασαν στη Μίκρα, ένας παπάς διαμαρτυρήθηκε «Έχω έναν πονοκέφαλο, άλλο πράγμα!». «Και γιατί δε μας ζήτησες ασπιρίνη» του λέει η αεροσυνοδός. «Τι λες καλέ; Ο άλλος τσίχλα ζήτησε και τον γάμησαν, ασπιρίνη θα ζητούσα εγώ;»

- Τον είδες τον ταρίφα. Ροδάνι πάει η γλώσσα του.
- Ναι τον πουστρόλυκο. Άπαιχτος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημείο των καιρών, παρατηρείται στη σόουμπιζ (κινηματογράφος-τηλεόραση-θέατρο).
Να μην συγχέεται με εν γένει πουστλέ εμφάνιση στα μήδια (π.χ. πρωινάδες, haute-κοπτοραπτούδες, κορδελλιάστρες κλπ) ή καφενόβιους αφορισμούς του τύπου «οι πούστηδοι κι οι οβραίοι έχουνε πιάσει τα πόστα», διότι είναι ειδικότερη έννοια. Εξ άλλου οι συνεπείς αδερφές είναι αξιότιμες.

Πρόκειται λοιπόν για σύχρονη κακέκτυπη έκδοση του πρωτότυπου στύλ του αξιολογώτατου Μαρίνου, που προβάλλει λουμπινίστικα απωθημένα, αποτυπωμένα σε χαριεντισμούς του τριπτύχου «λίγο σεξισμός, λίγο οτινανισμός και τ’ αγοριμού» δίκην χιούμορ, υποτιμώντας τη νοημοσύνη του κοινού για να τα κονομήσουμε.

Η δε πλάκα είναι οτι στη λούμπα της μίμησης-διάδοσης του πουστρομανιερίστικου ανθυποστύλ «it’s fun 2B gay» ξεπέφτουν τόσον οι γυναίκες (ας μην ξεχνάμε οτι γνωστή και ήδη εκλιπούσα παρουσιάστρια-τραγουδιάρα σημείωσε τεράστια επιτυχία ξεθάβοντας την καλιαρντή), όσο και άντρηδοι που ενσωματώνουν (απο άγνοια της αργκό) στην καθομιλουμένη τους, τα βαθειά λατινικά...

Κλασσικά παραδείγματα τα αστειάκια γνωστού αργυρώνητου τηλε-κήνσορα, η «θεατρική δουλειά» επιφανούς υπέρβαρου (ταλαντούχου ωστόσο) συνθέτη, η «φρεσκάδα» τηλεοπτικής σειράς της οποίας το σήμα έγινε ρίνγκ-τόνε λιπγκλοσσοφόρων πορτοκαλοκοκκινονύχων γκομενακίων προ ολίγων ετών, καθώς και γνωστό ζεύγος σκηνοθετών των μεγάλωνε κινηματογραφικώνε επιτυχιώνε, που διατυμπάνιζε εκδικητικά την ποσοτική υπεροχή των εισιτηρίων του έναντι της αδικομούνας της Υπολοχαγού Νατάσσας!

Αλλά κάτι τέτοιες συγκρίσεις έκανε κι ο Εθνικός μας Στάρ...

Ο Αλμοδόβαρ επεχείρησε απο τα 80’ς επισταμένως διά μέσου της (πραγματικής) ιβηρικής τρέλλας στα πλαίσια της πρωτοπορίας της λεγόμενης «Movida Madrileña», να απενοχοποιήσει την ομοσεξουαλική προτίμηση και καθημερινότητα, ενώ εν Ελλάδι μόλις και περί τα μέσα των 90’ς κατεβλήθη προσπάθεια να νομιμοποιηθεί αρπακολλατζήδικα (πουλώντας τρελλίτσα), η ετεροσεξουαλική συνεύρεση (!) λόγω της άκρατης συντήρησης της μπιρσιμόβιας-γιομπαζολίσιας τηλεόρασης των 80’ς και συν αυτή, όπως-όπως βρήκαν χώρο να ξετσουμίσουν τσόντα κι οι λούγκρες.

Ακολούθησε η λαίλαπα των φυλλάδων του γνωστού επαρχιώτη εστέτ (sic), που διαμόρφωσε «άποψη» συμμεριζόμενος το καλτ του σεξουαλικού τιραμισουρεαλισμού, κατά το δημώδες «στη μάπα πάρε τα ευθύς, που λέει και το Νίτρο - ο γιάπης δεν εμπόραγε και κάθησες στο Μήτρο».

Υπ’ αυτήν την σύγχυση, όντως η Αθήνα κατέστη η Μητρόπολη της Ελλάδας...

Καίτοι είναι συγκινητική μια κραυγή κοινωνικής αποδοχής, εν τούτοις τέτοιες μανιέρες ουσιαστικά αποτελούν το δούρειο ίππο της ψευτο-ανέμελης ταραντέλλας στην μίζερη καθημερινόπιτα της κυρα-Περμαθούλας (η οποία περιφρονείται εμμέσως αφού καταξιώνεται το μοντέλο του σταρχιδιστικού «να περνάμε καλά»).

Η δε «παρεΐστικη» ατμόσφαιρα καθηλώνει τον θεατή σε ρόλο οφθαλμοπόρνου, αφού οι πύλες του χαβαλέ παραμένουν ερμητικά κλειστές γι’ αυτόν.

Άσε που διαιωνίζουν διαδραστικά το μπανάλ πρότυπο του νεήλυδος, που εμφανίζεται ως «βασιλικότερος του βασιλέως», προκειμένου να ενταχθεί στις κοινωνικές δομές, όμοια όπως κάνουν σήμερα οι αλλοδαποί αλλά και οι κνίτες της μεταπολίτευσης, που αμιλλώντο τας κορασίδας της αστικής τάξεως, προκειμένου να ψ/πείσουν το κοινό της Αλλαγής, ότι δεν βαστούν πλέον κονσερβοκούτια, αλλά άνθη...

Κρύβουν υπεραναπληρωματικά έναν βαθύτατο συντηρητισμό, προσκομίζοντας εκπρόθεσμα πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων τύπου «δικαίωμα στον ομόφυλο γάμο» κλπ, ο οποίος αφ’ ενός είναι από μακρού παρωχημένος (δηλ. κλασμένος) θεσμός για την ίδια την «φυσιολογική κοινωνία», αφ’ ετέρου προσβάλλει τον ίδιο τον πυρήνα της κουλτούρας της διαφορετικότητας.

Είναι επίσης γνωστή η μούφα της πλαστής αυτοϋπονόμευσης (έστω και ως αυτοκριτική), η οποία σπεύδει να καλύψει όλα τα τυχόν κενά της επερχόμενης κριτικής, ώστε να την «εκμηδενίσει» a priori και να μην πληγωθεί ο ναρκισσισμός του απολογουμένου (άνευ κατηγορίας).

Τέτοια καμώματα όμως και ανέντιμα είναι και μεταβάλλουν άδικα εκόντες-άκοντες τους κοινωνούς της λοιπής ομόφυλης πραγματικότητας σε τζουτζέδες, όπως κατηγορήθηκε κι ο Ζαμπέτας για τα τερτίπια του, που κατέστησαν προσιτή στους νεόκοπους αστούς τη λαϊκή κουλτούρα για να βγάλει το ψωμάκι του, με την διαφορά ότι ο τελευταίος είχε μιαν ανεπαίσθητη ειρωνική λάμψη στο βλέμμα κι ένα κρυμμένο μαχαίρι στο λόγο...

Αφιερούται τη(ι) Χότζαινα(ι).

-Πάμε κανα θέατρο απόψε;
-Ναι αμέ! Παίζει τίποτα καλό;
-Να, έχει εδώ κοντά το «Σόι του Καστριώτη», μεγάλη επιτυχία. Τι λες;
-Πάλι στην πουστρομανιέρα θα τη βγάλουμε; Χαζογελάκια και ατάκες; Μπούχτισα μωρ’ αδερφάκι μου, τα ίδια και τα ίδια...

Αθάνατος ελληνικός κινηματογράφος! (από Khan, 08/02/10)Παράδειγμα μανιερισμοῦ (από aias.ath, 09/02/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η υπέρτατη βρισιά ή και κατάρα.

Το να είναι κάποιος πούστης είναι ούτως ή άλλως μια κοινωνικά μη αποδεκτή ιδιαιτερότητα αλλά το να είναι κάνεις πούστης και άσχημος...

Βέβαια η κατάσταση επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνο όταν ο πούστης και άσχημος γίνεται πούστης, γέρος και άσχημος ή όταν μετά το νομοτελειακό πέσιμο του γέρου πούστη αυτός γίνεται: πούστης, κουτσός, γέρος και άσχημος.

- Είσαι μαλάκας ρε!
- Και εσύ είσαι πούστης και άσχημος.

(ανταλλαγή φιλοφρονήσεων)

Στο 0:41 ολέ ολέ ολέ (από knasos, 02/09/09)(από Desperado, 02/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σκεύος που γνωρίζει εδώ και αιώνες μεγάλες πιένες στην Αγγλία και, βέβαια, τίποτε δεν είναι τυχαίο στον κόσμο αυτό. Διαβάστε και φρίξτε ανενόχλητα...

Ένα από τα προ πολλού κατατεθέντα σήματα των απανταχού [fill in the blank - τουλάχιστον 400 σωστές απαντήσεις υπάρχουν] είναι η κλασική πλέον θηλυπρεπής στάση του σώματος, η οποία συνίσταται στα εξής:

  • ρίξιμο του βάρους στο ένα πόδι με αντίστοιχο τούρλωμα το ενός κωλομερίου,
  • το ένα χέρι στη μέση, με παραλλαγή βαθμού πουστότητας την κατεύθυνση των 4 δαχτύλων - αν είναι προς τα μπρος, κάτι σώζεται, αν είναι προς τα πίσω, άστα να παν...
  • το άλλο χέρι λυγισμένο στον αγκώνα με περιεχόμενη γωνία μέχρι 20 μοίρες και λύγισμα του καρπού προς την εξωτερική πλευρά με περιεχόμενη γωνία 90 μοιρών.*

Το σύνολο, ειδικά όπως φαίνεται από τα πλάγια, θυμίζει έντονα τσαγιέρα (το πιάσατε τώρα το υπονοούμενο;) με τον κορμό να είναι το σκεύος αυτό καθ' αυτό, το ένα χέρι να παίζει το ρόλο του χερουλιού και το άλλο αυτόν του στομίου. Το πεταχτό κωλομέρι είναι μπόνους.

Επαναφορά στην Γηραιά Αλβιόνα. Στατιστικές λένε ότι υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό ομοφυλόφιλων, το οποίο ξεπερνάει τον ευρωπαϊκό ή και τον παγκόσμιο μέσο όρο, κατά το κοινώς λεγόμενον την τρίζουν την όπισθεν το κατιτίς παραπάνω. Και πίνουν πολύ τσάι. Κάθε μέρα. Την ίδια ώρα. Τσαγιέρα... πουστηρλίκι... tea time... το πιάσαμε; Ετς.


  • Δέον να σημειωθεί ότι η κατά 90 μοίρες περιφορά του πήχη γύρω από τον διαμήκη άξονά του, με παράλληλη διατήρηση της άνωθεν περιγραφείσας περιεχομένης γωνίας του καρπού στις 90 μοίρες, οδηγεί σε γνωστή παραλλαγή της τσαγιέρας, εξίσου δηλωτική των σεξουαλικών προτιμήσεων του ιδιοκτήτη του καρπού.

- Ρε συ, τι έχει ο Νώντας και κάθεται έτσι; Πιασμένος είναι;
- Α, καλά... Τι πιασμένος ρε μαλάκα; Δεν τον βλέπεις που είναι σαν τσαγιέρα; Δεν τα 'παμε ότι ο Νώντας πήρε μεταγραφή και τώρα παίζει με άλλη ομάδα;
- Δηλαδή...
- Τον βοσκάει τον Κένταυρο ρε παιδί μου, πώς να σ' το πω;
- Ποιον Κένταυρο;
- Ρε, το φινιστρίνι... το γυαλίζει λέμε!
- ...
- Τρώει κρέας...;
- Εντάξει, κι εγώ πού και πού - τι πα να πει αυτό;
- Γαμιέται ρε μαλάκα, γαμιέται. Γκιρ γκιρ γκιρ γκιρ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία